H 60χρονη Ανζελίκ έχει ζήσει όλη της τη ζωή, τους έρωτες, τις φιλίες, τις μέρες και -κυρίως- τις νύχτες της στα καμπαρέ της εθνικής οδού που ενώνουν τα white trash σύνορα της Γαλλίας με τη Γερμανία. Εδώ και 40 χρόνια, εργάτες, ανθρακωρύχοι, νταλικέρηδες τη βλέπουν να χορεύει αισθησιακά στην ημιφωτισμένη πίστα και τη στριμώχνουν σ' ένα καναπεδάκι των σεπαρέ, με αντάλλαγμα μπουκάλια φτηνής σαμπάνιας που πληρώνουν πανάκριβα. Σήμερα, η Ανζελίκ φορώντας τις χρυσές της αλυσίδες, τα λεοπάρ της παντελόνια, τις ρυτίδες και την παρακμή της επιμένει στον ίδιο τρόπο ζωής. Μένει σ' ένα μικρό δωματιάκι πάνω από το καμπαρέ, διασκεδάζει με τις συναδέλφους που είναι και οι μοναδικές φίλες της, πίνει μέχρι το ξημέρωμα. Οταν ένας παλιός πελάτης της, ένας καλόκαρδος συνταξιούχος ανθρακωρύχος, εμφανίζεται ξανά στη ζωή της και της ζητά να τον παντρευτεί, οι ισορροπίες ταράζονται. Είναι τυχαίο ότι αυτό το «Party Girl» (παρόλα τα 4 παιδιά της) δεν επιδίωξε τόσα χρόνια μία σταθερότητα στην προσωπική της ζωή; Είναι ικανή να το καταφέρει σήμερα; Τι την τρομάζει περισσότερο: η μοναξιά ή ο συμβιβασμός μίας μικροαστικής καθημερινότητας;
Η πρωτοπορία του «Party Girl» δεν είναι το στόρι του. Αλλά το γεγονός ότι ο Σάμιουελ Θις (ένας από τους 3 φίλους και συμφοιτητές στη σκηνοθεσία που ανέλαβαν το εγχείρημα) είναι ο γιος της πραγματικής Ανζελίκ Λιντσενμπέργκερ, η οποία παίζει τον εαυτό της, πλαισιωμένη από όλα τα μέλη της πραγματικής της οικογένειας και τις φίλες της από το καμπαρέ. Το σκηνοθετικό τρίο ακολουθεί τους ερασιτέχνες ηθοποιούς με κάμερες στον ώμο, τους επιτρέπει να αυτοσχεδιάζουν και τους αφήνει χώρο να μας αφηγηθούν την πραγματική αυτή ιστορία μέσα από μία κινηματογράφηση που φλερτάρει με τον νεορεαλισμό και την ακατέργαστη αμεσότητα που έχει διδάξει δεκαετίες πριν το ευρωπαϊκό και το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά.
Η ίδια η Ανζελίκ είναι μία γοητευτική κινηματογραφικά φιγούρα - έτσι όπως ο χρόνος δεν έχει σεβαστεί την ομορφιά της, έτσι όπως η ίδια αρνείται πεισμωμένα να τον αποδεχτεί και συνεχίζει να συμπεριφέρεται ως θλιβερή πιν απ. Ο γιος της την αποτυπώνει, όχι πάντα κολακευτικά, αλλά με μία τρυφερή κατανόηση. Σαν να είναι εκείνος ο ενήλικας και η μητέρα του πάντα το προβληματικό, αυτοκαταστροφικό παιδί. Σε ενδιαφέρει η μοίρα της, την κοιτάς την Ανζελίκ. Ακόμα κι αν την κοιτάς όπως δε θα μπορούσες να πάρεις το βλέμμα σου από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Είναι όμως αρκετή αυτή η επίφαση ρεαλισμού για να γυρίσεις το επόμενο φεστιβαλικό αριστούργημα; Ή αυτό το γκρίζο ενδιάμεσο μεταξύ αυθεντικού σινεμά βεριτέ και χιπστερικού νέου γαλλικού σινεμά αφήνει χώρο για μετριότητες; Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, οι ιστορίες των αληθινών ανθρώπων, οι αυτοσχεδιασμοί, οι αμηχανίες για να παράξουν ηλεκτρισμένη, παλλόμενη κινηματογραφική ένταση που σε πιάνει από το στομάχι, χρειάζονται τόλμη πίσω από την κάμερα.
Οσο κι αν αγαπούν το σινεμά του Κασαβέτη (και φαίνεται) οι Σάμουελ Θις, Μαρί Αματσουκέλι και Κλερ Μπέργκερ δεν τολμούν πολλά. Στήνουν σκηνές ωμής ενέργειας και τις φρενάρουν με φλύαρους διαλόγους, χλιαρές αναμετρήσεις και στρογγυλεμένες καθάρσεις.
Το «Party Girl» δεν είναι μία ταινία που κανείς απορρίπει. Αναγνωρίζεις το ρίσκο, τις καλές προθέσεις, την ιδιαιτερότητά της. Ομως, παράλληλα αναγνωρίζεις ότι λίγες ώρες μετά τους τίτλους τέλους θα την έχεις ξεχάσει. Για μια στιγμή μας πέρασε από το μυαλό τι θα είχε κάνει η Τζίνα Ρόουλαντς με ένα τέτοιο ρόλο. Ή, τι κατάφερε η Παουλίνα Γκαρσία με τη σεξουαλικότητα, την μοναξιά και την ελευθερία της «Gloria». Ή πώς κατέβαινε τη χωμάτινη κατηφόρα με το μαύρο ζιβάγκο της η «Στέλλα». Ισως τελικά, ένα καλοδουλεμένο σενάριο, σκηνοθέτες με απόλυτο έλεγχο και επαγγελματίες ηθοποιοί μπορούν να βγάλουν περισσότερη ειλικρίνεια και αλήθεια, από την... αλήθεια.