Φεστιβάλ / Βραβεία

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Εκτη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι

of 10

Η έκτη μέρα των Νυχτών Πρεμιέρας βρίσκει τον ρυθμό της ανάμεσα στα μπλουζ της ψυχής και τα ουρλιαχτά του πολέμου.

Νύχτες Πρεμιέρας 2025: Νύχτα Εκτη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι

Η έκτη μέρα των 31ων Νυχτών Πρεμιέρας συνεχίζει να αποδεικνύει γιατί το φεστιβάλ παραμένει ένα από τα πιο ζωντανά και ανήσυχα κινηματογραφικά γεγονότα της χρονιάς. Ανάμεσα στις προβολές που ξεχώρισαν, το «Blue Moon» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μάς ταξιδεύει σε μια νύχτα γεμάτη μουσική, αναμνήσεις και υπαρξιακά ερωτήματα, καθώς ένας παλιός στιχουργός αναμετριέται με το παρελθόν του και τη φευγαλέα μαγεία της δημιουργίας. Από την άλλη, το ντοκιμαντέρ «Κράτα την Ψυχή σου Στο Χέρι και Περπάτα» της Σεπιντέ Φαρσί λειτουργεί σαν ένα συγκλονιστικό παράθυρο στην καθημερινότητα της Γάζας, ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, που συνδυάζει την ομορφιά της εικόνας με την ωμή πραγματικότητα του πολέμου - σημαδεμένο από το θάνατο της πρωταγωνίστριάς του, ακριβώς πριν την πρεμιέρα της ταινίας στις Κάννες.

Δύο ταινίες που, με διαφορετικά μέσα, εκφράζουν την ανάγκη του φεστιβάλ να φέρει στο φως φωνές, συναισθήματα και αλήθειες που δεν χωρούν εύκολα στη σιωπή.

νύχτες Η Σεπιντέ Φαρσί

Περισσότερες Νύχτες Πρεμιέρας 2025:

put your soul

«Κράτα την Ψυχή σου Στο Χέρι και Περπάτα (Put Your Soul in Your Hand and Walk)» της Σεπιντέ Φαρσί

Η Γάζα, τόπος που δεν προλαβαίνει να θρηνήσει τους νεκρούς της καθημερινά, είναι το φόντο και ο παλμός του νέου ντοκιμαντέρ της Σεπιντέ Φαρσί. Εκεί, μέσα στα ερείπια και στις εκρήξεις, ένα κορίτσι επιμένει να χαμογελά. Η Φατμά, φωτορεπόρτερ, ορίζει με μια φράση ολόκληρη τη ζωή της: «Κράτα την ψυχή σου στο χέρι και περπάτα». Από αυτή τη φράση γεννιέται το έργο της Φαρσί – ένα ντοκιμαντέρ που δεν δείχνει εικόνες πολέμου, αλλά τις κουβαλά στις σιωπές και στις συνομιλίες δύο γυναικών που μιλούν πίσω από μια οθόνη.

Η σκηνοθέτης χτίζει όλη την ταινία πάνω στις βιντεοκλήσεις που είχε με τη Φατμά κατά τη διάρκεια των επιθέσεων στη Γάζα. Δεν υπάρχουν άλλα πλάνα, μόνο πρόσωπα που φωτίζονται από το φως του κινητού, μια φωνή που καθυστερεί, ένα βλέμμα που προσπαθεί να μείνει σταθερό. Και αυτή ακριβώς η απλότητα γίνεται δύναμη. Ο θεατής βρίσκεται μέσα στην οικειότητα μιας συνομιλίας που ποτέ δεν σχεδιάστηκε για να γίνει ταινία, κι όμως, εκεί γεννιέται η πιο αυθεντική μαρτυρία.

Η Φατμά είναι η ψυχή του φιλμ. Πάντα με ένα χαμόγελο, πάντα με τη διάθεση να μοιραστεί, να ονειρευτεί, να γελάσει, ακόμα και όταν έξω από το σπίτι της πέφτουν βόμβες. Μιλά για τη δουλειά της, για τα σχέδιά της, για την επιθυμία να ταξιδέψει, για τη φωτογραφία που της δίνει λόγο ύπαρξης. Στις πιο τρυφερές στιγμές, συζητά με τη Φαρσί για πράγματα απλά, καθημερινά, κι όμως, πίσω από κάθε φράση ακούγεται ο ήχος του φόβου.

Οι κλήσεις τους, συχνά διακοπτόμενες, γεμάτες τεχνικά προβλήματα, μεταφέρουν αυτό το άγχος της αναμονής: κάθε φορά που το τηλέφωνο χτυπά, ο θεατής κρατά την ανάσα του. Θα απαντήσει; Θα είναι ακόμη εκεί; Το ντοκιμαντέρ μάς βάζει μέσα σε αυτή τη συνεχή αβεβαιότητα, στην ευθραυστότητα μιας ζωής που κρέμεται από τη σύνδεση του Wi-Fi.

Μέσα από τις συνομιλίες, η Φατμά βρίσκει μια φωνή και μια έξοδο προς τον κόσμο. Η Φαρσί δεν είναι απλώς σκηνοθέτιδα, αλλά συνομιλήτρια όπου η παρουσία της γίνεται μια αόρατη αγκαλιά. Για τη Φάτμα, αυτές οι κουβέντες είναι παράθυρο προς την ελευθερία, μια στιγμή όπου μπορεί να ξεχάσει τον θόρυβο των αεροπλάνων και να ονειρευτεί ξανά. Και όταν κάποια στιγμή αναφέρει, με τη φράση από το «Τελευταία Εξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», ότι «η ελπίδα είναι ένα επικίνδυνο πράγμα», δεν το λέει με κυνισμό αλλά με πλήρη συνείδηση του τι σημαίνει να επιμένεις να ζεις.

Η Σεπιντέ Φαρσί σκηνοθετεί με διακριτικότητα και σεβασμό. Δεν προσπαθεί να εξηγήσει ούτε να ερμηνεύσει. Κρατά τον φακό στα πρόσωπα, αφήνοντας τις λέξεις και τις παύσεις να πουν όσα δεν χρειάζεται να ειπωθούν. Το μοντάζ της δίνει ρυθμό στις κλήσεις, κάνοντάς τις να μοιάζουν με παλμό, έναν παλμό που άλλοτε δυναμώνει, άλλοτε σβήνει για λίγο και ξαναρχίζει.

Η ταινία ολοκληρώνεται με την τελευταία συνομιλία των δύο γυναικών. Η Φαρσί, γεμάτη ενθουσιασμό, ενημερώνει τη Φατμά ότι το ντοκιμαντέρ τους έχει επιλεγεί για τις Κάννες και την ρωτάει αν θα μπορέσει να έρθει μαζί της στο φεστιβάλ, κάτι που η Φατμά θέλει πολύ να το κάνει. Είναι μια σκηνή που μοιάζει με υπόσχεση για μέλλον - μια υπόσχεση που δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Λίγο πριν τους τίτλους τέλους, μια λιτή φράση εμφανίζεται στην οθόνη: «Η Φατμά και η οικογένειά της σκοτώθηκαν σε βομβαρδισμό από τις ισραηλινές δυνάμεις». Τίποτα περισσότερο, καμία εικόνα, κανένα βίντεο, καμία δραματοποίηση. Μόνο η σιωπή, που αφήνει τον θεατή να νιώσει όλο το βάρος της απώλειας.

Η Φατμά έλεγε πως στη Γάζα, όταν βγαίνεις έξω, πρέπει να κουβαλάς την ψυχή σου στο χέρι, για να μη τη χάσεις. Με αυτό το ντοκιμαντέρ, η Σεπιντέ Φαρσί κάνει ακριβώς αυτό: κρατά την ψυχή της φίλης της και τη μοιράζεται με τον κόσμο. Το «Κράτα την Ψυχή σου Στο Χέρι και Περπάτα» δεν είναι εύκολο φιλμ, είναι όμως βαθιά ανθρώπινο. Δείχνει τη ζωή που συνεχίζει, τη φιλία που γεννιέται μέσα στον τρόμο, την επιμονή να ελπίζεις παρ’ όλα όσα γνωρίζεις. Κι ενώ η δομή του είναι απλή, σχεδόν στατική, η συναισθηματική του δύναμη σε ακολουθεί πολύ μετά το τέλος.

Χρήστος Μπακατσέλος

blue moon

«Blue Moon» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ

Μια φορά κι έναν καιρό, καλλιτεχνικά δίδυμα έφτιαχναν μουσική και στίχους που πλαισίωναν θεατρικές παραστάσεις. Πολλά από τα αθάνατα, κλασικά τραγούδια που μετά αγαπήθηκαν ως αυτόνομες επιτυχίες, είχαν ξεκινήσει ως επένδυση έργων του Μπρόντγουεϊ των 30ς και των 40ς. Ομως κάθε λαμπερό φως ρίχνει και μία βαριά σκιά. Οπως η Χρυσή Εποχή του Μπρόντγουεϊ ήταν η απάντηση/διέξοδος στον τρόμο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι κι όσοι ήξεραν να γλυκαίνουν τις καρδιές μας με βελούδινες τζαζέ παρλάτες, μπορεί να ήταν βαθιά μελαγχολικοί, μόνοι, αλκοολικοί.

Στο «Blue Moon» ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μάς συστήνει έναν τέτοιο καλλιτέχνη, τον τεράστιο στιχουργό Λόρενς «Λάρι» Χαρτ - υπεύθυνο για τραγούδια όπως τα «My Funny Valentine», «Bewitched, Bothered and Bewildered», «Where or When», «The Lady is a Tramp», «Manhattan» και φυσικά αυτό που έδωσε τον τίτλο στην ταινία, το πιο εμπορικό όλων, το «Blue Moon».

Τον συναντάμε το πιο πικρό του βράδυ. Ο Ρίτσαρντ Ρότζερς, ο πιστός του συνεταίρος, ο μουσικός/ταίρι του στο δίδυμο «Ρότζερς & Χαρτ», σταμάτησε να συνεργάζεται μαζί του (δεν μπορούσε να συμβιβαστεί άλλο με την αναρχία του, τον αλκοολισμό του, τον δύσκολο χαρακτήρα του) και ξεκίνησε να δουλεύει με τον Οσκαρ Xάμερστιν. Πρώτη τους δουλειά, το μιούζικαλ «Οκλαχόμα!» και η κάμερα του Λινκλέιτερ τρυπώνει το βράδυ της πρεμιέρας στο απέναντι μπαρ, εκεί που θα μαζευτούν όλοι για να συγχαρούν τους δημιουργούς για την διθυραμβική επιτυχία τους. Στην άκρη της μπάρας κάθεται ο Λάρι Χαρτ. Και έχει να πει τις δικές του ιστορίες - αυτοσαρκαστικές, βιτριολικές, αστείες, πονεμένες, ερωτευμένες, σπαρακτικές.

Blue Moon, you saw me standing alone
without a dream in my heart
without a love of my own

Με ένα εξαιρετικό, ευφυές, -καλοδουλεμένο στο κόμμα και την τελεία του- κείμενο (υπογράφει ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Κάπλοου), με πανέξυπνο, κοφτερό χιούμορ, πονεμένες αλήθειες για τις ανθρώπινες σχέσεις κι ακόμα πιο επώδυνες για τις καλλιτεχνικές «φιλίες», ο Λινκλέιτερ δοκιμάζει μία ταινία δωματίου. Ολα συμβαίνουν μέσα σε αυτό το μπαρ, η κάμερα εμπιστεύεται τους ανθρώπους, τολμά να τους ακολουθεί, να τους παρατηρεί, να κρέμεται από τα χείλη τους. Το φόκους δεν είναι σε πολύπλοκα πλάνα, αλλά στη δυναμική των διαλόγων τους, στο ρυθμό των ερμηνειών, στις αλλαγές στη θερμοκρασία ανάμεσα στην κωμωδία και τη συγκίνηση, την γιορτινή ατμόσφαιρα μιας επιτυχημένης πρεμιέρας και τη σκοτεινή ανασφάλεια του αποτυχημένου, τη ζήλεια, την προδοσία, την μοναξιά, τον διακαή του έρωτα για την νέα στάρλετ, τον αντρικό ανταγωνισμό, τον πληγωμένο εγωισμό, την επαλήθευση του «ο κερδισμένος τα παίρνει όλα».

Η Μάργκαρετ Κουόλι φοράει με θάρρος και μοντέρνα φρεσκάδα την ξανθιά περούκα, τη γοητεία των νιάτων της και την καλοσυνάτη αφέλεια της φιλόδοξης ενζενί. Ο Μπόμπι Καναβάλε κλέβει τις σκηνές στο ρόλο του μπάρμαν, παίζει με σουάβε αυτοπεποίθηση τον συμβουλάτορα, φίλο, εξομολογητή πίσω από την μπάρα, και τον κάνει iconic. Ο Αντριου Σκοτ («All of Us Strangers», «Fleebag») είναι για ακόμα μία φορά ζυγισμένος, στιβαρός, μελετημένος. Ερμηνεύει τον νεότερο, ομορφότερο, πιο ισορροπημένο, μουσικό Ρίτσαρντ Ρότζερς στη βραδιά του θριάμβου του, με τη χαρά του νικητή, αλλά ταυτόχρονα και με την βαθιά, ευάλωττη ανασφάλεια του καλλιτέχνη: είναι σίγουρα καλό το έργο του, μήπως απλώς τον κολακεύουν; Κι ο παλιός του συνεργάτης; Αυτός που χώρισε; Θα τον συγχαρεί ή μπορεί να δει ξεκάθαρα το εμπορικό του ξεπούλημα;

Ομως ο Ιθαν Χοκ, ω ο Ιθαν Χοκ! Σε έναν ρόλο που πρέπει να περίμενε μία ζωή, κονταίνει (ο Χαρτ ήταν διαβόητα πολύ κοντός) και απογειώνεται την ίδια στιγμή. Κάθεται στο σκαμπό του μπαρ και σερβίρει γενναιόδωρα την αλαζονεία, την ειρωνία, το σαρκασμό του ήρωά του που ήξερε να χειρίζεται τη γλώσσα ως εργαλείο και να διασκεδάζει τους πάντες γύρω του. Παράλληλα όμως, ο ίδιος πίνει σφηνάκια τη θλίψη, την μελαγχολία, την μοναξιά του.

Φτιαγμένο με τη σύμβαση του «μια ιστορία μιας νύχτας», το «Blue Moon» θα μπορούσε να είναι βαρετό, στατικό, εγκλωβισμένο στη θεατρική του σύμβαση. Και δεν είναι καθόλου. Το παρακαλουθείς με ένα συνεχές χαμόγελο στα χείλη και το βλέμμα βουρκωμένο - όπως κι όταν ακούς τα τραγούδια των Ρότζερς & Χαρτ.

Πόλυ Λυκούργου

Το 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας διεξάγεται φέτος από την 1η έως και τις 12 Οκτωβρίου στους κινηματογράφους Cinobo Οπερα, Αστορ, Αστυ, Δαναός και στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και το Instagram.

νύχτες πρεμιέρας