Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τη γνωριμία μας με την εκθαμβωτική, αγαπησιάρικη ζωο-ομάδα θεατρανθρώπων. Ο Μπάστερ Μουν, το κοάλα, έχει διασώσει το θέατρό του, αλλά τα προβλήματά του δεν σταματούν εκεί. Ο γκάνγκστερ ιδιοκτήτης του, ο Τζίμι Κρίσταλ, απαιτεί μεγαλύτερη κερδοφορία κι ο Μπάστερ, φυσικά, έχει την εκπληκτική ιδέα που θα την εξασφαλίσει. Θα στήσει μια παράσταση, ένα μιούζικαλ επιστημονικής φαντασίας, με πρωταγωνιστή τον Κλέι Κάλογουεϊ, ένα λιοντάρι πάλαι ποτέ ροκ σταρ που εδώ και χρόνια, από την απώλεια της συζύγου του, ζει σε απόλυτη απομόνωση. Το μόνο ζήτημα είναι ο Μπάστερ κι οι φίλοι του, η Ροζίτα η γουρουνίτσα, η σκαντζοχοιρίνα Ας, ο Τζόνι ο γορίλας κι ο Γκάντερ, το ατίθασο γουρουνάκι, να βρουν τον Κλέι και να τον πείσουν.
Ο Γκαρθ Τζένινγκς, με την υπογραφή του σε κάποια από τα ωραιότερα και σπουδαιότερα μουσικά βίντεο της τελευταίας 25ετίας, προσπαθεί να δώσει συνέχεια στην τεράστια κι απρόσμενη επιτυχία του πρώτου «Sing». Μόνο που, αυτή τη φορά, η προσπάθεια είναι ορατή. Το σενάριο εξαπλώνεται σε διακλαδώσεις και ρώσικα βουνά, για να χτίσει μια, στην ουσία, απλή και προβλέψιμη υπόθεση. Τα τραγούδια (και τα μουσικά νούμερα) συναγωνίζονται το... The Voice, με ρεπερτόριο από Prince και Τέιλορ Σουιφτ ως Μπίλι Εϊλις, αλλά και καινούριο τραγούδι των U2 και, φυσικά, τον Μπόνο πρωταγωνιστή να δανείζει τη φωνή και το status του στον Κλέι Κάλογουεϊ.
Την ίδια στιγμή, η πλοκή και οι διάλογοι χάνουν τη σπιρτάδα της πρώτης ταινίας που την έκανε απολαυστική και για ενήλικες - το σίκουελ θα κάνει να... τραγουδήσουν μόνο οι μικρής ηλικίας θεατές (η ταινία προβάλλεται, άλλωστε, μόνο μεταγλωττισμένη), έστω με τραγούδια που στοχεύουν, παραδόξως, σε ενήλικο κοινό. Σε κάθε περίπτωση, το φιλμ διατηρεί και το κέφι του και την διάθεσή του για περιπέτεια, έχοντας, μόνο, χάσει την τρυφερότητά του και τον αυθορμητισμό της πρώτης φοράς.