Ο Ιταλός Τζιανφράνκο Ρόζι κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία πριν δυο χρόνια με το «Sacro Gra», παρατηρώντας, με μια αμέτοχη μεν, εστέτ δε, κάμερα τους παράξενους ανθρώπους στον περιφερειακό της Ρώμης. Τώρα καταπιάνεται με μια άλλου είδους περιφερειακή ζωή, σε μια ταινία επίκαιρη, στιβαρή, αποστασιοποιημένη και, ξαφνικά, σπαρακτική, που του χάρισε τη Χρυσή Αρκτο του Φεστιβάλ Βερολίνου.

Ο μικρός Σαμουέλε ζει στη Λαμπεντούζα, το νησάκι 20 τετραγωνικών χιλιομέτρων που ζει ψαράδικη ζωή εδώ και χρόνια - όπως, εδώ και χρόνια, αποτελεί και το πιο συμβολικό ευρωπαϊκό σύνορο ανάμεσα στην Αφρική και την Ευρώπη. Χιλιάδες άνθρωποι περνούν από τη Λαμπεντούζα κάθε χρόνο, χιλιάδες απ' αυτούς πεθαίνουν στη θάλασσα, οι υπόλοιποι συνεχίζουν το δρόμο τους για μια καλύτερη ζωή. Ο Σαμουέλε δεν το βλέπει αυτό. Κατ' αρχάς, γιατί δε βλέπει καλά από το ένα του μάτι - είναι τεμπέλικο και γι' αυτό φορά «μπάλωμα» στα γυαλάκια του. Κατά δεύτερον, γιατί είναι πάρα πολύ απασχολημένος να φτιάχνει, με τον κολλητό του, σφεντόνες με ξύλα που κόβουν στο δάσος, ή ν' ακούει τις ιστορίες των συγγενών του, παλιών ναυτικών.

Κανείς δεν ψαρεύει πια ψάρια στη Λαμπεντούζα. Ούτε η κυρία Ανα που μαγειρεύει εξαιρετικό καλαμάρι κοκκινιστό, ούτε η κυρία Μαρία που αφιερώνει στη ραδιοφωνική εκπομπή του Πίπο τραγούδια για τον άντρα της που έχει άνοια, ούτε ο υπέροχος γιατρός που εξομολογείται στην κάμερα ότι τελευταία κάνει όλο και πιο πολύ αυτό που αγαπά λιγότερο: όχι να φροντίζει ζωντανούς, αλλά να κάνει νεκροψίες. Ομως η ζωή κυλά ήσυχα, μαζεμένα, σ' ένα μικρό παραδοσιακό τόπο που δε φορά τη σφραγίδα που του έχει φορεθεί από την Ιστορία. Μόνο το λιμενικό δέχεται, κάθε βράδυ, εκκλήσεις από τον ασύρματο, βοηθήστε μας, 250 άτομα, 130 άτομα, δεν έχουμε νερό. Τη μέρα όλα μοιάζουν κανονικά.

Ο Τζιανφράνκο Ρόζι είναι και πάλι παρατηρητής. Με χιούμορ, με τρυφερότητα, με ανοιχτά μάτια. Με μια ταινία γυρισμένη ψηφιακά, γιατί πώς αλλιώς να τρυπώσει τόσο κοντά στα πρόσωπα, αλλά με μια ομορφιά που θ' ανταποκρινόταν στο πιο απαιτητικό σινεμασκόπ. Η κυρία Μαρία αφιερώνει το Fuocoammare: φωτιά στη θάλασσα, ένα τραγούδι σιτσιλιάνικο, απομεινάρι του πολέμου, όταν η θάλασσα ήταν γεμάτη κινδύνους και οι ψαράδες δεν μπορούσαν να δουλέψουν. Ομως η θάλασσα βρίσκεται σε πόλεμο και τώρα. Αφού το φιλμ στήσει το ρυθμό του, χαριτωμένο και απαλό σαν ταραντέλα, κοντά στο φινάλε της ταινίας, μόνο τότε ο Ρόζι πλησιάζει την «άλλη» πλευρά, αυτή της νύχτας, των αφυδατωμένων, ταλαιπωρημένων, καμμένων, ματωμένων, αλλά ζωντανών ανθρώπων που μια μέρα πριν, κάθε μέρα, πάτησαν το πόδι τους στη στεριά κι έχουν το κουράγιο κι αυτοί ν' αφηγηθούν στην κάμερα την ιστορία τους. Κι έτσι όπως η αφήγησή τους σκάει στο απαλό κινηματογραφικό κύμα, αποκτά μια δύναμη υπερφυσική, κόντρα σε κάθε ανθρώπινη κανονικότητα.

Το «Fuocoammare» καταγράφει το πιο σκληρό «τώρα», με τα πιο αριστοτεχνικά επιλεγμένα κάδρα και την πιο λυρική φωτογραφία, σε σημείο που ν' αναρωτιέσαι κάθε τόσο αν βλέπεις πράγματι ένα ντοκιμαντέρ κι αυτή είναι κι η μοναδική αδυναμία του φιλμ, ότι στιγμές χάνει την πειστικότητά του από ομορφιά. Ωστόσο ο Ρόζι ποτέ δεν ξεχνά ότι είναι σκηνοθέτης, ότι δεν κάνει ένα ντοκιμαντέρ-κατηγορώ αλλά ότι γεμίζει την οθόνη με σινεμά. Πάντα μ' αυτήν την ελαφριά υπεροψία του «ασφαλούς», δείχνει απόλυτο σεβασμό σε μια τραγωδία που ξετυλίγεται μπροστά μας αλλά που, σαν κάθε δυνατή τραγωδία, είναι συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή, μπλεγμένη στα δίχτυα των ψαράδων και στους περιπάτους ενός πιτσιρικιού.

Διαβάστε περισσότερα: