H Eϊλις είναι μία νεαρή κοπέλα που ζει σε μία ήσυχη, επαρχιακή πόλη της Ιρλανδίας με την αδελφή και τη μητέρα της. Δουλεύει στο μπακάλικο της γειτονιάς, αλλά μόνο τις Κυριακές - δύσκολοι καιροί, δεν υπάρχει περιθώριο για παραπάνω εισόδημα. Το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο κι αδιέξοδο. Κάποια στιγμή θα παντρευτεί ένα ντόπιο χωριατόπουλο, θα κάνει παιδιά, θα ζήσουν στη φτώχια. Ή θα πεθάνει φροντίζοντας τη σκληρή, αμίλητα εκβιαστική μητέρα της. Και τότε η μεγαλύτερη αδελφή της, μια γυναίκα με αποφασιστικότητα κι αυτοθυσία, κανονίζει την απόδρασή της: τής βρίσκει εισιτήριο και βίζα για τη Νέα Υόρκη, ενώ ο ιερέας της κωμόπολης κανονίζει τη στέγη και την εργασία της στο Μπρούκλιν. Κι έτσι η Εϊλις μπαίνει στο υπερωκεάνιο «Queen Victoria» και ξεκινά τη νέα της ζωή. Μία ζωή δύσκολη, μετρημένη, αλλά που έχει μόνο ορίζοντα: αν δουλέψεις σκληρά, χτίζεις την τύχη σου. Αυτό μαθαίνει από τον Τόνι, έναν νεαρό Ιταλό μετανάστη που την ερωτεύεται και την αρραβωνιάζεται. Μόνο που μία μέρα χτυπά το τηλέφωνό της. Μία τραγωδία την καλεί πίσω στην Ιρλανδία. Οταν φτάσει εκεί πρέπει να επιλέξει: θα μείνει από φόβο και τύψεις στα οικεία, ή θα διασχίσει ξανά ωκεανούς απαιτώντας, όχι την επιβίωση, αλλά την ευτυχία;
Ο Νικ Χόρνμπι («Αn Education», «High Fidelity», «About a Boy») διασκευάζει με την τρυφερότητα που τον χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα του Κολμ Τόιμπιν κι ο Tζον Κρόουλι («Boy A») σκηνοθετεί με αυτοσυγκράτηση και συγκινητική επιμονή στις μικρές, φευγαλέες στιγμές μία ιστορία 50ς ενηλικίωσης που έχει πολλά να πει για το σήμερα. Γιατί, σε πρώτο επίπεδο, ναι η ταινία είναι ένα αξιοπρεπές, συγκινητικό δράμα εποχής που τσεκάρει όλα τα κουτάκια της λίστας: πυκνή μεταπολεμική ατμόσφαιρα, προσεγμένη παραγωγή, μεταναστευτικό μήνυμα για τα «χέρια που έχτισαν την Αμερική». Σε ένα δεύτερο όμως (και πολύ πιο ενδιαφέρον ιστορικά), εξετάζει τι πραγματικά σημαίνει «πατρίδα», «οικογένεια». Ποιες μάς γεννούν, ποιες μάς διώχνουν, ποιες μάς υποδέχονται.
Η Εϊλις είναι μετανάστης. Μπορεί να μην προέρχεται από μία χώρα εν βρασμώ, σε πόλεμο, σε διωγμό, αλλά αυτό κάνει πολύ πιο ενδιαφέρουσα την επιλογή στο δίλημμά της. Κι αυτό το δίλημμα, μετατρέπει την ταινία του Κρόουλι σε ένα βαθιά προσωπικό -για τον κάθε θεατή- βίωμα, κι όχι σε ρετρό κινηματογραφική εξιστόρηση που θυμίζει ξεθωριασμένη σέπια φωτογραφία από το άλμπουμ της γιαγιάς. Φοβάσαι, δεν τολμάς, βολεύεσαι με τα απλά, τα οικεία, τα εύκολα; Θα μείνεις στη μικρή ζωή σου. Οτιδήποτε άλλο θέλει ρίσκο και κουράγιο.
Ο Χόρνμπι πλέκει το χαρακτήρα της Εϊλις με χειρουργική σταυροβελονιά, δημιουργώντας ένα πλάσμα ωχρό αλλά ατσάλινο, ντροπαλό αλλά θαρραλέο, σοβαρό αλλά απολαυστικά απρόβλεπτο. Ο Κρόουλι κοιτά την πρωταγωνίστριά του με προστατευτικότητα, αλλά ποτέ χειραγωγικά - αντιθέτως, με θαυμασμό. Ολοι οι δευτεροχαρακτήρες (ειδικά ο αυτός της μεγάλης αδελφής) δημιουργούν ένα πλέγμα κατανόησης, αναγνώρισης, ενσυναίσθησης, ενώ ο συμπρωταγωνιστής Εμορι Κοέν (στο ρόλο του Τόνι) είναι μία πραγματική, γοητευτική αποκάλυψη.
Ομως όλοι οι προβολείς, και δικαιολογημένα, οφείλουν να πέσουν στην Σέρσι Ρόναν. Πόσο αξιοθαύμαστα ωρίμασε, πόσο υπέροχα ενηλικιώθηκε, πόσο άξια κέρδισε το πρωταγωνιστικό ειδικό της βάρος. O τρόπος που προσεγγίζει την Εϊλις σπάει τα κουμπιά της σφιχτά κουμπωμένης vintage ζακετούλας, ξεπερνά τη φοδραρισμένη επιφάνεια του κλισέ ιρλανδικού period-drama, δεν συμβιβάζεται με διεκπεραιωτικές, κι εύκολες, μελό μεγαλοστομίες. Αντιθέτως, η Ρόναν ψιθυρίζει, αφουγκράζεται, σιωπά. Παίζει τη σκηνή στο βλέμμα της και δεν την προδίδει ποτέ.
Κάπως έτσι αποφεύγονται οι παγίδες μίας υπογραμμισμένης φορσέ συγκίνησης, ενός βαρύγδουπου μελοδράματος για την ξενιτιά και την απώλεια. Γιατί ο Κρόουλι, ακόμα κι όταν δεν αποφεύγει τον καλλιγραφικό ακαδημαϊσμό του είδους, ποτέ δεν υποκύπτει στη νοσταλγία - κοιτά σύγχρονα και δυναμικά. Η Εϊλις θα μπορούσε να ζει σήμερα στην Ελλάδα, η μητέρα της να την εκβίαζε με την εύθραυστη υγεία της, το μέλλον στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς και το βαρύ σύννεφο της κρίσης να έμοιαζε μονόδρομος. Να μια ταινία όμως που ανοίγει το παράθυρο στη μοναδική ζωή που έχουμε, φυσά φρέσκο αέρα κουπαστής και μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα τα επιβλητικά υπερωκεάνια προς το άγνωστο, ή τις συμβιβασμένες, μη-τρομαχτικές, θυματοποιημένες μοίρες μας.
Διαβάστε και δείτε ακόμη: