
Υπήρξαν θρυλικό ζευγάρι - από το 1969 έως το 1972 (στα γυρίσματα του «Νονού» η Κίτον γνώρισε τον Αλ Πατσίνο), αν κι όλοι μάλλον τούς νιώθαμε αιώνια συνδεδεμένους.
Οχι τυχαία. Παρέμειναν φίλοι και καλλιτεχνικά συνοδοιπόροι - ο Αλεν την θεωρούσε μούσα του: συνεργάστηκαν σε 8 ταινίες, ανάμεσα στις οποίες και το «Νευρικός Εραστής», μια ταινία άμεσα εμπνευσμένη από την ίδια («Annie Hall» / Ανι ήταν το χαϊδευτικό της και Χολ το πραγματικό της επίθετο) και γραμμένη πάνω της (από την δυναμική φεμινιστική της προσωπικότητα, την χαριτωμένη της νεύρωση, μέχρι την γκαρνταρόμπα της). H tour de force ερμηνεία της εκεί της χάρισε το Οσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου, αλλα και στην θεατρική παράσταση που την είχε σκηνοθετήσει ο Αλεν (την θεατρική προσαρμογή του «Play it Again, Sam») βρέθηκε το 1971 υποψήφια για ΤΟΝΥ.
Διαβάστε ακόμη: Νταϊάν Κίτον: Το σινεμά αποχαιρετά το θρυλικό κορίτσι του
Στο βιβλίο «Woody Allen on Woody Allen», ο νοεϋορκέζος σκηνοθέτης αναφέρεται πολλές φορές, σε διάσπαρτα κεφάλαια, στην Κίτον, με εκτίμηση και θαυμασμό και αγάπη.
Ηταν η Ανι Χολ του, ήταν η Ανι Χολ μας και θα είναι για πάντα.
Η Νταϊάν ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιρροές της ζωής μου. Και πιστεύω ότι κι εγώ υπήρξα το ίδιο για εκείνη. Εγώ ήμουν ένας Νεοϋορκέζος, ένας άνθρωπος της πόλης. Μου άρεσε η ενέργεια των δρόμων της, το μπάσκετ, η τζαζ, ήμουν διαβασμένος. Εκείνη ήταν μία Καλιφορνέζα, ένας άνθρωπος των εικόνων. Της άρεσε η φωτογραφία, η ζωγραφική, τα χρώματα. Είχε τη γνώμη της για το σινεμά, κι εγώ είχα τη δική μου. Και μέσα στο χρόνια της σχέσης μας, αυτά συναντήθηκαν, αλληλοσυμπληρώθηκαν.
Ηταν πανέμορφη κι επιπλέον μπορούσε να τραγουδήσει, να χορέψει, να σκιτσάρει, να ζωγραφίσει, να τραβήξει καταπληκτικές φωτογραφίες. Μπορούσε να παίξει. Είχε αναρίθμητα ταλέντα. Και ήταν σε όλα καταπληκτική.»
Σ’ έναν μόνο τομέα διαφέρουμε, όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε, κι αυτός είναι η ποπ μουσική των 60ς και των 70ς. Εκείνη τη λάτρευε και τη λατρεύει, εγώ δεν μπορώ να την αντέξω. Πέρα από αυτά, σπάνια να διαφωνούσαμε σε κάτι.
Είχε το δικό της εκκεντρικό στυλ στο ντύσιμο. Με έκανε να γελάω μ’ έναν υπέροχο τρόπο. Δεν επηρεαζόταν από τίποτα κι από κανένα, είχε τη γνώμη της. Μπορεί δηλαδή να παρακολουθούσε Σαίξπηρ, αλλά αυτό δεν την απασχολούσε: αν δεν της άρεσε, θα το έλεγε και θα εξηγούσε και τους λόγους που δεν της άρεσε. Δεν υπήρχαν προσχήματα, ούτε κόμπλεξ. Ηταν όλα διάφανα. Το γούστο της δε, ήταν εξαιρετικό.
Η επιρροή της ήταν καταλυτική. Πρώτα απ’ όλα, η Νταϊάν έχει αλάνθαστο ένστικτο. Είναι πολύ τυχερή. Είναι ένας πολύ προικισμένος άνθρωπος. Ηταν πανέμορφη κι επιπλέον μπορούσε να τραγουδήσει, να χορέψει, να σκιτσάρει, να ζωγραφίσει, να τραβήξει καταπληκτικές φωτογραφίες. Μπορούσε να παίξει. Είχε αναρίθμητα ταλέντα. Και ήταν σε όλα καταπληκτική.
Θυμάμαι ότι την έτρεχα σε μία μικρή αίθουσα προβολής, κάπου στην πόλη, για να της δείξω πώς έβγαινε η πρώτη βερσιόν του «Πάρε τα Λεφτά και Τρέχα». Κι εκείνη είπε: «Ξέρεις κάτι; Αυτό που βλέπω είναι καλό. Είναι αστείο. κανες μία πολύ αστεία ταινία». Κι εκείνη τη στιγμή, εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο, ένιωσα ότι όλα θα πήγαιναν καλά και με το κοινό. Η έγκρισή της ήταν πολύ σημαντική για μένα, γιατί αισθανόμουν ότι το ένστικτό της ήταν πολύ ισχυρότερο από το δικό μου. Μέσα στο πέρασμα των χρόνων, υπήρξαμε ζευγάρι, ζήσαμε μαζί και σήμερα παραμένουμε δύο πολύ καλοί φίλοι. Ακόμα και σήμερα βασίζομαι σε εκείνη. Η πιο σημαντική προβολή μιας ταινίας μου είναι εκείνη που θα δει η Νταϊάν.
Οταν κάνω μία ταινία, αν εκείνης της αρέσει νιώθω ότι πέτυχα το στόχο μου κι αυτομάτως μου είναι παντελώς αδιάφορο αν θ’ αρέσει και σε οποιοδήποτε άλλον στον κόσμο. Ποσώς μ’ ενδιαφέρει πια αν θ’ αρέσει στους κριτικούς, αν θ’ αρέσει στο κοινό - δεν με νοιάζει καθόλου. Η γνώμη της Νταϊάν είναι ανεκτίμητη.»
Την σύστησα σε πράγματα με τα οποία δεν είχε επαφή. Της έδειξα ταινίες που δεν είχε δει κι εγώ θεωρούσα σπουδαίες – από ταινίες του Μπέργκμαν μέχρι... θυμάμαι την φορά που την πήγα στους «Αρπαγες της Γης», του Τζορτζ Στίβενς, και της φάνηκε υπέροχο, κάτι που δεν πίστευε ποτέ ότι θα έλεγε για ένα γουέστερν.
Πρόσφατα, πριν από ένα μήνα περίπου, την έφερα εδώ στην προσωπική μου αίθουσα και της έδειξα μία ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ που δεν ήξερε, «Το Τελευταίο Ατού». Αυτή είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες του Γουάιλντερ. Ενα αριστούργημα. Παντελώς αποτυχημένο στην Αμερική, αλλά αριστούργημα. Της έδειξα την ταινία και την συγκλόνισε. Την επόμενη μέρα ανακαλύψαμε μαζί την ταινία του Τζορτζ Στίβενς «Αστεγοι Ερωτευμένοι», με τους Τσαρλς Κόμπερν, Τζιν Αρθουρ και Τζόελ Μακρί. Μία υπέροχη κομεντί.
Τέλος πάντων, όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε πάντα μία δημιουργική επαφή ανάμεσά μας. Κι όπως σας είπα, όταν κάνω μία ταινία, αν εκείνης της αρέσει νιώθω ότι πέτυχα το στόχο μου κι αυτομάτως μου είναι παντελώς αδιάφορο αν θ’ αρέσει και σε οποιοδήποτε άλλον στον κόσμο. Ποσώς μ’ ενδιαφέρει πια αν θ’ αρέσει στους κριτικούς, αν θ’ αρέσει στο κοινό - δεν με νοιάζει καθόλου...
Τώρα μπορεί να με ρωτήσετε: υπάρχει ταινία μου που δεν της άρεσε; Ναι, μπορεί να είναι πολύ ευγενική για να το πει, αλλά εγώ μπορώ να τη διαβάσω – από το βαθμό του ενθουσιασμού της, από όσα λέει και από πώς τα λέει. Η γνώμη της Νταϊάν για μένα είναι ανεκτίμητη.
Μέσα στο πέρασμα των χρόνων αγαπηθήκαμε, υπήρξαμε ζευγάρι, ζήσαμε μαζί, χωρίσαμε, αλλά παραμένουμε δύο πολύ καλοί φίλοι. Ξέρω ότι μπορώ να βασίζομαι σε εκείνη για πάντα...»