Φτάνουμε στο Μααστρίχτ (που όντως στα ολλανδικά τονίζεται στη λήγουσα) μια μέρα μ’ έναν αέρα επίμονο, που κάνει τ’ αστεράκια του γλυπτού της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακριβώς απέναντι από το μουσείο Bonnefanten, να σβουρίζουν μανιωδώς. Ο κόσμος ελάχιστος, είναι κάπως νωρίς για Λιντς, αλλά και η αλήθεια είναι πως έκθεση δεν έχει λάβει τη δέουσα προβολή. Εξω από το τούβλινο συγκρότημα του Bonnefanten δεσπόζει μια γιγαντιαία αφίσα με το όνομα του DAVID LYNCH φαρδύ πλατύ και τον τίτλο της έκθεσης γραμμένο με άτσαλα χειρόγραφα γραμματάκια που μιμούνται, όπως θα καταλάβουμε πολύ σύντομα, τον γραφικό χαρακτήρα του Ντέιβιντ: some one is iN mY house.
Μόλις μπαίνουμε στο μουσείο, καλούμαστε να προσανατολιστούμε κάπως αυτοσχέδια∙ την κεντρική αίθουσα του ισογείου καταλαμβάνει ένας κυκλικός χώρος περιφραγμένος με βαριές βελούδινες κουρτίνες (και ναι, για τους μυημένους στον Λιντς αυτή η φαινομενικά αθώα και αψυχολόγητη διαμόρφωση του χώρου είναι μια πολύ ιντριγκαριστική υποδοχή!). Πολύ προτού περάσουμε από το ταμείο του μουσείου, έχουμε βρει δίοδο μέσα από τις δύο μοναδικές εσοχές του κύκλου, κι έχουμε βρεθεί στο απόλυτο λυντσικό σκηνικό, μια λιτή, μα συναρπαστική εγκατάσταση. Μέσα στο κυκλικό δωμάτιο δεν βρίσκεται τίποτ’ άλλο παρά μια προσομοίωση του Red Room του Twin Peaks (με το εμβληματικό πάτωμα, αλλά χωρίς έπιπλα και άγαλμα της Αφροδίτης) και ολόγυρα, σε διακριτική ένταση, απλώνεται σε μια στοιχειωτική λούπα το γνωστό κομμάτι του Αντζελο Μπανταλαμέντι. Πρόκειται για μια τόσο απλή επιμελητική σύλληψη, η οποία αποτελεί όμως κορυφαίο στιγμιότυπο της επίσκεψης στην έκθεση για κάθε αφοσιωμένο οπαδό, δίνοντας τη σκυτάλη στα κινητά να δημιουργήσουν την απολύτως προσωποποιημένη εμπειρία του καθενός.
H γιγάντια αφίσα στην πρόσοψη του μουσείου
Το κόκκινο δωμάτιο
Δείτε ακόμη: «In Dreams»: Ο - γοητευτικά - ύποπτος κόσμος του Ντέιβιντ Λιντς
Μόλις αποφασίσουμε να ξεκολλήσουμε από το όνειρο του Red Room, καλούμαστε να ακολουθήσουμε μια προδιαγεγραμμένη από τον επιμελητή διαδρομή. Αρχικά, πληροφορούμαστε βιογραφικά στοιχεία του Lynch, με έμφαση σ’ αυτά που αφορούν την παιδική και νεανική του ηλικία και τον τρόπο που διαμορφώθηκε η καλλιτεχνική του σφραγίδα. Δεν θα περίμενε κανείς από μια εικαστική έκθεση να κατορθώσει να ξεμπλέξει το κουβάρι που βρίσκεται μέσα στο μυαλό του Ντέιβιντ Λιντς. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι βήμα βήμα, προχωρώντας ανάμεσα στα εκθέματα, που είναι τοποθετημένα με χρονολογική σειρά, μπορεί να δει πώς οι πυρήνες των εικόνων του δημιουργήθηκαν από την προεφηβεία του ήδη, πώς τα βασικά του θέματα ήταν ανέκαθεν εκεί και κυριολεκτικά τον βασάνιζαν, πολύ προτού σπουδάσει στην Καλών Τεχνών της Πενσιλβάνια. Μια παιδική του ζωγραφιά γεμάτη έντονα χρωματισμένα σπιτάκια, που έκανε σε ηλικία 6 ετών, αποτελεί το πρώτο δείγμα για το βασικό θέμα του σπιτιού που θα δεσπόζει αργότερα στο έργο του. Σπίτια βλέπουμε παντού, η δε αγάπη του για το κλασική αμερικανική ξύλινη οικία πρωτοστατεί σε ταινίες και φωτογραφίες (χαρακτηριστική η σειρά Snowmen στο τέλος της έκθεσης, με μια συλλογή χιονάνθρωπων που αργολιώνουν δυσοίωνα σε αυλές σπιτιών).
Ο ίδιος ο Λιντς εξηγεί τι τον συναρπάζει σ’ αυτά: «Πολλές φορές βλέπεις σπίτια, καθώς προχωράς, επιβραδύνεις το βήμα, και αναρωτιέσαι τι να συμβαίνει μέσα σ’ αυτά το βράδυ».
Bob Sees Himself Walking Toward A Formidable Abstraction, 2000
Change The Fuckin Channel Fuckface, 2008-2009
Matchbook Drawing #21, early 1970s
Six Men Getting Sick, 1967
Στα έργα των φοιτητικών του χρόνων κάνουν ήδη την εμφάνισή τους ο παροιμιώδης αυτοσαρκασμός και ο κυνισμός του. Επίκεντρο αυτής της προσέγγισης ένα έργο που συνδυάζει ζωγραφική, φιλμ, γλυπτική και ηχητική εγκατάσταση, το «Six Men Getting Sick (Six Times)» (1966). Πρόκειται για μια γλυπτή οθόνη με γύψινες προτομές του ιδίου και ενός φίλου του πάνω στην οποία προβάλλονται έξι μορφές. Υπό τους ήχους μιας σειρήνας, τα στομάχια των προσώπων γεμίζουν με υγρό, ώσπου αυτό εκτοξεύεται στη οθόνη.
Την ίδια περίοδο, βλέπουμε το ενδιαφέρον του να ζουμάρει σε λεπτομέρειες, καθώς τα σκίτσα του κατακλύζονται από κάθε λογής ζωύφιο που εντοπίζει στην πίσω αυλή του σπιτιού του. Φτάνοντας στα τέλη της δεκαετίας του ’70, βλέπουμε μια σειρά από εντυπωσιακές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αρχιτεκτονικής από εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, ένα θέμα που του κέντρισε το ενδιαφέρον κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Ο Ανθρωπος Ελέφαντας», και που από τότε δεν σταμάτησε να τον γοητεύει. Γεγονός, πάντως, είναι ότι ο χαρακτήρας των εικόνων του σκοτεινιάζει, κυρίως από τη στιγμή της μετεγκατάστασής του στη Φιλαδέλφεια.
Οπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Το μέρος εκείνο είχε ωραία ατμόσφαιρα -εργοστάσια, καπνό, σιδηροδρόμους, ντάινερ, τους πιο παράξενους τύπους ανθρώπων και τις πιο σκοτεινές νύχτες. Οι άνθρωποι είχαν ιστορίες χαραγμένες πάνω στα πρόσωπά τους, και είδα ζωντανές εικόνες -πλαστικές κουρτίνες πιασμένες με τραυμαπλάστ, χαλιά παραχωμένα σε σπασμένα παράθυρα».
Philadelphia, 2017
Small Boy In His Room, 2009
Καθώς προχωράμε, πληθαίνουν οι τεράστιοι πίνακες με φτηνά και απροσδόκητα υλικά -λαδομπογιές σε συνδυασμό με σύρματα και μονωτική σιλικόνη-, οι οποίοι φέρουν αφηγηματικές λεζάντες εντός τους. Μια χαρακτηριστική σειρά περιλαμβάνει βίαια στιγμιότυπα από τη ζωή ενός ήρωα ονόματι Bob -της προσωποποίησης του Κακού, όπως θα εκφραστεί αργότερα επί της οθόνης, στη σειρά «Twin Peaks». Επονται διάφοροι άλλοι ήρωες, κυρίως ζευγάρια σε σκηνές καθημερινής οικιακής παράνοιας, όπως το «Change the Fucking Channel Fuckface», τιτλοφορούμενο από την ατάκα που λέει μια γυμνή ξεμαλλιασμένη γυναίκα προς τον σύζυγό της κραδαίνοντας ένα μαχαίρι.
Διάσπαρτα μέσα στις εικαστικές συνθέσεις βλέπουμε κέρματα, ζάρια, μέχρι και μπούτια κοτόπουλου: μεταξύ άλλων, και στο «Chicken Kit» (1983), ένα σετ από μέλη κοτόπουλου με οδηγίες προς συναρμολόγηση, «ρομαντικό» δωράκι για την Ιζαμπέλα Ροσελίνι, την εποχή που είχαν σχέση. Ιδιαίτερη τρυφερότητα κι ευαισθησία, ωστόσο, δείχνουν οι σειρές Matchbox series και Binder Works, που καλύπτουν ένα χρονικό φάσμα μεταξύ 1970 και 1990, την περίοδο κατά την οποία ο Lynch είχε αφοσιωθεί στις ταινίες του. Περιοριζόταν τότε στο σκιτσάρισμα σε κάποιο καφέ, πάνω σε χαρτοπετσέτες και σπιρτόκουτα, όσο έπινε τον καφέ του.
Παρά το μικρό τους φορμά, τα έργα αυτά είναι πολύ σοβαρά και περιλαμβάνουν λεπτομέρειες, χρωματικές παλέτες και σκηνικά στοιχεία από τις ταινίες του.Ενδιάμεσα στις αίθουσες με τα ζωγραφικά εκθέματα παρεμβάλλονται 3 μικρές αίθουσες προβολής. Εκεί μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στον δικό του χρόνο μια εντυπωσιακή συλλογή από μικρού μήκους ταινιάκια-σπουδές πάνω σε θέματα που βλέπουμε πλέον να αναπτύσσονται σε ολόκληρες σεκάνς στο κινηματογραφικό του έργο: ένα διαβολικό κορίτσι ποτίζει φυτά σ’ ένα πειραματικό φιλμ του 1968, μια τριάδα κούνελων σ’ ένα δωμάτιο που επιδίδεται σε ασυνάρτητους διαλόγους στο «Rabbits» (2002) -ένα «sitcom», όπως το χαρακτηρίζει ο Λιντς, δείγμα του οποίου χρησιμοποίησε και στο «Inland Empire»-, ένα καρικατουρίστικο ομοίωμα κεφαλιού κατακλύζεται από μυρμήγκια στο «Ant Head» (2018) με μουσική υπόκρουση συνθέσεις της Thought Gang, της μπάντας που έφτιαξε ο Λιντς με τον Μπανταλαμέντι.
Snowman #14, 1993
untitled (Lodz), 2000
Διαβάστε ακόμη: Οι αγαπημένες ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς
Η κυρίαρχη εντύπωση που μας μένει από όλη αυτή τη ρετροσπεκτίβα είναι πως ο Ντέιβιντ δεν έπαψε ποτέ να είναι ένα μικρό αγόρι που προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο. Και τον προσεγγίζει άλλοτε με απόλυτη παιδικότητα, άλλοτε με τη χοντροκοπιά ενός εφηβικού χιούμορ, πάντοτε όμως με μια θαυμαστή αφέλεια, σαν να μην ενηλικιώθηκε ποτέ. Ο Ντέιβιντ Λιντς παίζει. Πάντοτε. Ακόμα και μέσα στα μαύρα σκοτάδια. Και γι’ αυτό τον αγαπά όποιος τον αγαπά. Και γι’ αυτό χαίρεται να έχει την τιμή να είναι καλεσμένος στο σπίτι του μυαλού του.
Η έκθεση Bonnefanten Museum θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Μαΐου. Επειτα θα ταξιδέψει σε διάφορα μέρη του κόσμου. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Bonnefanten Museum.