H ταινία που θες να βλέπεις κάθε Χριστούγεννα δεν είναι απαραίτητα χριστουγεννιάτικη και σίγουρα δεν είναι καθόλου απαραίτητο να διαδραματίζεται (ολόκληρη) τα Χριστούγεννα. Μερικές φορές είναι και τελείως άσχετη από τις γιορτές. Αλλά είναι η πιο γιορτινή απ' όλες.
Διαβάστε παρακάτω τις επιλογές των συντακτών του Flix. Μοιάζει με λίστα ταινιών που θα σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο - και δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι πιο χριστουγεννιάτικο.
Διαβάστε ακόμη: 40 Χριστουγεννιάτικες στιγμές από αγαπημένες τηλεοπτικές σειρές
Τρία Χρώματα: Η Κόκκινη Ταινία του Κριστόφ Κισλόφσκι (Trois Couleurs: Rouge, 1994)
Υπάρχει κάτι βαθιά κατανυκτικό σχεδόν σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του Κριστόφ Κισλόφσκι, ενός σκηνοθέτη που κατάφερνε να εμφυσήσει ακόμα και στα πιο μικρά, καθημερινά πράγματα μια μεταφυσική χροιά, με τρόπο πρωτόγνωρο για το σινεμά και ανεξάρτητο από οποιαδήποτε θρησκευτική πεποίθηση και ιδεολογία. Και αυτό του το χάρισμα βρήκε ίσως την πιο προσιτή του ενσάρκωση στην «Τριλογία των Χρωμάτων», που τραγικά έμελλε να αποτελέσει και το κύκνειο άσμα του Πολωνού σκηνοθέτη.
Ολοκληρώνοντας το φιλόδοξο σχέδιο μιας κινηματογραφικής τριλογίας αμυδρά εμπνευσμένης από τα χρώματα της γαλλικής σημαίας (μπλε, λευκό, κόκκινο) και τα ιδεώδη που κρύβονται πίσω από αυτά (ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη), η «Κόκκινη Ταινία» ξετυλίγει το περίτεχνο κουβάρι της ανθρώπινης μοίρας μέσα από την ηλεκτρισμένη σχέση ανάμεσα σε μια συμπονετική φοιτήτρια και μοντέλο και σε έναν κυνικό δικαστή που παίρνει το ρόλο ενός αμέτοχου Θεού παρακολουθώντας από απόσταση τις τηλεφωνικές συνομιλίες των γειτόνων του – οι ζωές τους και των γύρω τους, αξεδιάλυτα πλεγμένες μεταξύ τους, μοιάζουν να καθορίζονται από τυχαίες ή παραλίγο συναντήσεις, κι από δυνάμεις που ξεφεύγουν από λογικές ερμηνείες.
Υπερβατικό και συνάμα απροσδόκητα προσγειωμένο στην πραγματικότητα, εκθαμβωτικά φωτισμένο με κάθε πιθανή απόχρωση του ερυθρού, αποφεύγοντας τους απλοϊκούς συμβολισμούς και τον αφελή μυστικισμό, το τελευταίο φιλμ του Κισλόφσκι είναι ένα αψεγάδιαστο αριστούργημα για τo πεπρωμένο και τις δεύτερες ευκαιρίες, τη μοίρα και τη συγχώρεση, τη μοναξιά και την ανάγκη για επικοινωνία, αλλά και μια αντισυμβατική ερωτική ιστορία στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Κι αν αυτό δεν είναι από μόνο του ένδειξη για την ύπαρξη μιας ανώτερης, απροσδιόριστης δύναμης, είναι σίγουρα το ύστατο δώρο ενός μεγάλου δημιουργού που ήξερε πώς να κάνει απτές ακόμα και τις πιο σύνθετες αφηρημένες ιδέες.
Ολα αυτά ίσως δεν ακούγονται αρκούντως «γιορτινά», τουλάχιστον όχι με τη συμβατική έννοια. Τι θα μπορούσε όμως να είναι πιο χαρμόσυνο και μεγαλόψυχο από το φινάλε στο οποίο ο Κισλόφσκι αποφασίζει να διασώσει με ένα «θαύμα» τους πρωταγωνιστές της Τριλογίας του, με τρόπο βαθιά λυτρωτικό κι όχι σαν ένα ακόμα βεβιασμένο happy end, κι από μια ταινία ικανή να αποκαταστήσει την πίστη μας στους ανθρώπους; Θανάσης Πατσαβός
Οι Ομπρέλες του Χερβούργου του Ζακ Ντεμί (1964)
Στις «Ομπρέλες του Χερβούργου» του Ζακ Ντεμί, το μιούζικαλ που διέλυσε όλα τα προηγούμενα μιούζικαλ για να αναδομήσει το είδος με τον δικό του μοναδικό και αντισυμβατικό τρόπο, η πανέμορφη κόρη μιας ιδιοκτήτριας μαγαζιού με ομπρέλες (η εκθαμβωτική Κατρίν Ντενέβ στην αρχή της καριέρας της) αγαπάει παράφορα έναν μηχανικό του γκαράζ. Οι δυο τους ερωτεύονται τον Νοέμβριο του 1957, αργότερα χωρίζουν γιατί εκείνος πρέπει να φύγει για τον πόλεμο στην Αλγερία, στα επόμενα χρόνια προσπαθούν να παραμείνουν ο ένας στη σκέψη του άλλου και, τελικά, τον Δεκέμβριο του 1963, σε ένα χιονισμένο, πρόχειρα στολισμένο βενζινάδικο, βρίσκονται ξανά πρόσωπο με πρόσωπο σε μια ύστατη συνάντηση του παρελθόντος τους και της οποιαδήποτε υπόνοιας για το μέλλον τους, πάντα υπό τις μελωδίες του Μισέλ Λεγκράντ και της ύπουλης συναισθηματικής τους επιθετικότητας.
Oλα αυτά μαρτυρούν ότι οι «Ομπρέλες του Χερβούργου» δεν είναι μια χριστουγεννιάτικη ταινία. Είναι, όμως, μια ταινία που παρακολουθεί το όνειρο, που ελπίζει στο θαύμα των Χριστουγέννων, που τολμά να ονειρευτεί και να πιστέψει στο ρομαντισμό, αλλά και που πεισματικά πατά τα πόδια της στη Γη, κοιτάζοντας πίσω από τις νιφάδες του χιονιού την πικρή αλήθεια. Είναι μια ταινία που γνωρίζει ότι δεν υπάρχει Aη Βασίλης, αλλά και που ταυτόχρονα αναζητά τη μαγεία πριν αποδεχτεί ψύχραιμα την αλήθεια. Ποιος είπε ότι κάθε χριστουγεννιάτικη αφήγηση χρειάζεται να έχει happy end; Κάποιες φορές αυτό που έχει πραγματικά σημασία είναι απλά η αναζήτηση ενός γιορτινού θαύματος. Δημήτρης Δημητρακόπουλος
Beautiful Girls του Τεντ Ντέμι (1996)
«Eνα όμορφο κορίτσι είναι παντοδύναμο κι αυτό είναι κάτι τόσο καλό, όσο η αγάπη».
Μια όμορφη ταινία σου δίνει την ίδια δύναμη, τόσο καλή όσο η αγάπη, απαραίτητη για να επιβιώσεις τα Χριστούγεννα, μια εποχή που αν έχεις περάσει τα… ας πούμε 12-13, χρειάζεται λίγη βοήθεια για να γίνει ανεκτή, λίγο περισσότερη για να γίνει στ' αλήθεια χαρούμενη. Το «Beautiful Girls» είναι μια ταινία που σε γεμίζει ομορφιά.
Η ιστορία παρακολουθεί τον Γουίλι Κόνγουεϊ του Τίμοθι Χάτον, που βρίσκει αφορμή να γυρίσει για λίγο στη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε και να κερδίσει χρόνο για να πάρει μεγάλες αποφάσεις: είναι πιανίστας, αλλά μήπως πρέπει ν’ αφήσει τη μουσική και να στραφεί στη σιγουριά των πωλήσεων; Είναι με την Τρέισι, αλλά μήπως πρέπει ν’ αφήσει αυτή τη σχέση πριν δεσμευτεί σ’ ένα γάμο;
Σ’ αυτή τη χιονισμένη κωμόπολη της Μασαχουσέτης, ο Γουίλι θα συναντήσει τους φίλους του από παλιά. Αγόρια και κορίτσια που προσπαθούν να ενηλικιωθούν (παρότι αυτό έχει συμβεί πραγματικά καμιά δεκαετία νωρίτερα), που βρίσκονται επίσης σε σημαντικά σταυροδρόμια της ζωής τους. Και την Αντέρα της Ούμα Θέρμαν, την ξαδέρφη του Στίνκι, του ιδιοκτήτη του μοναδικού μπαρ της πόλης, τόσο όμορφη που σου κόβει την ανάσα, τόσο άνετη και cool που ντρέπεσαι να της μιλήσεις.
Μια ταινία, για να σου φτιάξει τα Χριστούγεννα και να σε βάλει στην κατάλληλη διάθεση, πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις. Να είναι ρετρό και, ναι, τα ‘90s είναι πια ρετρό, αλλά να είναι και τόσο οικεία όσο ένα παλιό T-shirt, πολυφορεμένο και βολικό. Να κουβαλάει μαζί της τις δικές σου προσωπικές αναμνήσεις: από το πού και πότε την είδες για πρώτη φορά, μέχρι το πόσο καιρό έχεις να δεις τον παλιόφιλο τον Μάικλ Ράπαπορτ, τον Ματ Ντίλον πριν κάνει το σίκουελ της καριέρας του, τον Προυτ Τέιλορ Βινς όταν ακόμα ήταν παράξενα ανερχόμενος. Ν’ αναρωτηθείς τι απέγινε η Μάρθα Πλίμπτον και πώς ένιωθε η Νάταλι Πόρτμαν ως μικρή γειτόνισσα Μάρτι, στα 15 της, στον παιδικό της έρωτα με τον Γουίλι, από τον οποίο αποδεικνύεται τόσο πιο σοφή.
Πρέπει να έχει φίλους που να πίνουν ποτά σ’ ένα ζεστό μπαρ, με δυνατή μουσική και τραγούδια που αρχίζουν να λένε όλοι μαζί. Να έχει έρωτες, αγορίστικα και κοριτσίστικα μυστήρια, φωτάκια και ξεφτιλίκια που πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις το επόμενο πρωί.
Πρέπει να έχει χιόνι και τζάκι, φανελένια πουκάμισα και τζιν και ατάκες που θα λες από μέσα σου την ώρα που ακούγονται στην ταινία: «You know there are fours words I need to hear before I go to sleep. Four little words». Και να έχει αυτή τη μικρή μελαγχολία, που όμως τη γνωρίζεις καλά κι αγαπάς κάθε φορά που τη νιώθεις και την ξεπερνάς. Γιατί είσαι ένα όμορφο κορίτσι, ή ένα όμορφο αγόρι, και αυτά τα Χριστούγεννα θα είναι υπέροχα. Λήδα Γαλανού
Babe, το Γουρουνάκι του Κρις Νούναν, 1995
«Χριστούγεννα σημαίνει θάνατο, σημαίνει μακελειό» κραυγάζει μια χήνα από την κορυφή του στάβλου, προβλέποντας την κατάληξη της σύντομης ζωής της στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, στο «Babe» του Κρις Νούναν, το οποίο μπορεί να μην είναι μια τυπική χριστουγεννιάτικη ταινία, αλλά βλέπεται ακόμη καλύτερα τις γιορτές, τόσο από κρεατοφάγους όσο και χορτοφάγους.
Σε αυτήν την τόσο τρυφερή και μαγευτική ιστορία ενός μικρού γουρουνιού που έχει ένα απροσδόκητο ταλέντο και του αγρότη που θα πιστέψει σ' αυτό ρισκάροντας να γελοιοποιηθεί, τα Χριστούγεννα παίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Είναι εκείνη τη γιορτινή μέρα που ο Μπέιμπ, έχοντας γλιτώσει από το να σερβιριστεί τραγανιστός και ροδοκόκκινος ως γεύμα, θα ειδοποιήσει τον αγρότη για την κλοπή των προβάτων και θα αποδείξει πως αυτό το γουρουνάκι δεν είναι σαν όλα τα άλλα.
Κι αυτή η αξιαγάπητη ωδή στη διαφορετικότητα και την πίστη στους άλλους ξεχειλίζει από όλα εκείνα τα συναισθήματα που θα ήθελε κανείς να νιώσει τις μέρες των Χριστουγέννων: ζεστασιά, ομορφιά, ελπίδα και αγάπη. Και ναι, ακόμη και λίγη σκληρότητα και πίκρα (σε μικρές δόσεις) για να ισορροπήσει ίσως η υπερβολική γλύκα των γιορτών. Γιώργος Κρασσακόπουλος
Οταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι του Ρομπ Ράινερ (1987)
Οσο μεγαλώνεις, τα Χριστούγεννα είναι μία προσδοκία κι απαίτηση αυτόματης ευτυχίας που δεν μπορείς να ανταποκριθείς. Οσα φωτάκια κι αν κρεμάσεις σε μπαλκόνια, δέντρο, κουρτινόξυλα, τα ύπουλα σκοτάδια της ενηλικίωσης παραμονεύουν. Γι' αυτό, κλείσε τα φώτα εντελώς και βάλε να παίζει το «When Harry Met Sally». Γιατί το 1988 οι ρομαντικές κομεντί δεν ήταν ξεπέτες. Τις έγραφε η Νόρα Εφρον με τον Ρομπ Ράινερ, καταθέτοντας δικές τους προσωπικές εμπειρίες, με κατάμαυρο, πανέξυπνο εβραϊκό χιούμορ (της σχολής Γούντι Αλεν), και φωτίζοντάς τες με την ατόφια, αδιαπραγμάτευτη αγάπη μεγατόνων που τρέφουν οι Νεοϋορκέζοι για την πόλη τους.
Η Νέα Υόρκη δεν χρειάζεται τις γιορτές για να λάμψει – στέκεται στο χάρτη ως ένα αέναο χριστουγεννιάτικο στολίδι. Κι εκεί κατοικούν γυναίκες με το μουτράκι, το φαρδύ σοκολά παλτό και την αυτοσαρκαστική νεύρωση της «Σάλι» (Μεγκ Ράιαν) - κάνουν βόλτες στο Central Park, το Village και το Soho, τρώνε τα πάντα με το dressing «on the side», γκρινιάζουν για τα βαρετά πρώτα ραντεβού της προηγούμενης νύχτας στον ημιώροφο του Met κι απολαμβάνουν «οργασμικά» pastrami σάντουιτς στο Katz Deli.
Βέβαια, για να αντέξεις τη μοναξιά μιας πόλης εκατομμυρίων, να εύχεσαι να υπάρχει ένας «Χάρι» (ο ερωτεύσιμα αστείος Μπίλι Κρίσταλ), που αντισταθμίζει τον πεισμωμένο ρομαντισμό σου με μηδενιστικό σαρκασμό. Αρχικά φίλος, για χρόνια φίλος – φίλος που σου σπάει τα νεύρα με τις θεωρίες του (κυνικοί είναι οι πληγωμένοι ρομαντικοί), αλλά σε βοηθάει να κουβαλήσεις το χριστουγεννιάτικο δέντρο πέντε πατώματα και ξενυχτάει για να δείτε για άλλη μια φορά την «Casablanca» από το τηλέφωνο. Και, πάνω απ' όλα, είναι πάντα το date σου στην πιο ανυπόφορη νύχτα της χρονιάς: την Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Μια νύχτα μεγεθυντικός φακός στη μοναξιά των ανθρώπων.
Μέχρι που μια χρονιά δεν θα είναι. Δεν είναι πια φίλος, δεν είναι το date σου. Είναι κάτι πιο μεγάλο, αρκεί να μη φοβάται πια, να ανοίξει τα μάτια του και να το δει. Είναι αυτός που στο παρά πέντε θα τρέξει ξέπνοος και μετανιωμένος στους δρόμους του Μανχάταν, για να σε βρει όταν το ρολόι μετρά σε αντίστροφη μέτρηση τις τελευταίες ανάσες της χρονιάς. Είναι αυτός που απροβάριστα, ειλικρινά και σχεδόν επιθετικά θα σου κάνει την ερωτική εξομολόγηση που αξίζετε.
And it's not because I'm lonely, and it's not because it's New Year's Eve. I came here tonight because when you realize you want to spend the rest of your life with somebody, you want the rest of your life to start as soon as possible
Οσο ο Χάρι Κόνικ Τζούνιορ θα ζεσταίνει με ρετρό διασκευές κλασικών crooners τους τίτλους τέλους, ξαναάναψε σιγά σιγά τα φώτα και πάρε αγκαλιά τα μελομακάρονα. Γιατί αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες. «You're right, you're right, I know you're right...» Πόλυ Λυκούργου
A Charlie Brown Christmas του Μπιλ Μελέντεζ (1965)
«Νομίζω πως έχω κάποιο πρόβλημα, Λάινους. Ερχονται τα Χριστούγεννα, αλλά δεν είμαι χαρούμενος. Δεν αισθάνομαι όπως υποτίθεται πως θα έπρεπε να αισθάνομαι».
Για όποιον δυσανασχετεί με το εκβιαστικά χαρμόσυνο κλίμα ευφορίας και αγάπης που σηματοδοτεί η εορταστική περίοδος των Χριστουγέννων ή αδυνατεί να συντονιστεί με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το «A Charlie Brown Christmas» αποτελεί από το 1965 (και κάθε χρόνο έκτοτε) την ιδανική παρηγοριά. Κι αν πενήντα τρία χρόνια έπειτα από αυτήν την πρώτη μεταφορά των «Peanuts» στην τηλεόραση παραμένει ειρωνικό το γεγονός ότι η επίθεση του Τσαρλς Σουλτζ και της δημιουργικής του ομάδας στην εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων χρηματοδοτήθηκε από την Coca-Cola, η διαχρονικότητα της προσπάθειας του Τσάρλι και της παρέας του να βρουν το νόημα των γιορτών είναι αδιαμφισβήτητη.
Με μουσική υπόκρουση τις υπέροχες και φαινομενικά αταίριαστες τζαζ μελωδίες του Βινς Γκουαράλντι (που συνέχισαν μέσα στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη δική τους πορεία ως ένα από τα πιο δημοφιλή χριστουγεννιάτικα άλμπουμ όλων των εποχών), ο Τσάρλι, η Λούσι, ο Λάινους, ο Σρέντερ, η Σάλι και ο πανταχού παρών Σνούπι θα προσπαθήσουν ανεπιτυχώς να στήσουν τη δική τους γιορτή για να ανακαλύψουν στην πορεία ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων δεν βρίσκεται ούτε στα δώρα, ούτε στα εντυπωσιακά έλατα, αλλά στην κατάνυξη που μπορεί να εμφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όσο η απαγγελία από τον Λάινους της ιστορίας της Γέννησης από το Ευαγγέλιο του Λουκά και στη συντροφικότητα με την οποία όλη η παρέα θα στολίσει μαζί το ταπεινό χριστουγεννιάτικο δέντρο στο τέλος.
Αυτή η ταπεινότητα των υλικών με τα οποία χτίζεται η ευτυχία και η βασική παραδοχή ότι ο μόνος οδηγός επιβίωσης για τις γιορτές είναι να μοιραστείς την ενδογενή μελαγχολία τους, έχουν κάνει το «A Charlie Brown Christmas» κλασικό, αγαπημένο και απολύτως απαραίτητο. Τάσος Χατζηευφραιμίδης
Στρέλλα του Πάνου Χ. Κούτρα (2009)
O Γιώργος (Γιάννης Κοκιασμένος) έχει μόλις αποφυλακιστεί ύστερα από 14 χρόνια και προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή. Ξεκινά δεσμό με τη Στρέλλα (Μίνα Ορφανού, εμβληματική), μια εκδιδόμενη τρανς γυναίκα με την οποία περνά ένα βράδυ το οποίο οδηγεί σε όλα τα επόμενα. Το πάθος τους είναι σκληρό, είναι τρυφερό, είναι ανατρεπτικό, είναι αναπόφευκτο, είναι όλα αυτά μαζί.
Οι ήρωες του Κούτρα κινούνται στη νυχτερινή Αθήνα, με τα γιορτινά φώτα να μας οδηγούν στις παθιασμένες διαδρομές τους, καθώς κι οι δυο τους - μαζί με την ίδια την πόλη - προσπαθούν με αβεβαιότητα και ευαισθησία, ψηλαφίζοντας στο σκοτάδι, να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους.
Η ταινία, το μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, δεν διαδραματίζεται Χριστούγεννα, όμως κατευθύνεται προς τα εκεί κι αυτό την κάνει ακόμα πιο χριστουγεννιάτικη, υπό μία έννοια. Αυτή η γιορτή, εξάλλου, τι συμβολίζει παρά μια απόλυτα ζεστή, απόλυτα τρυφερή στιγμή, καθώς όλη η οικογένεια - όπως κι αν καθορίζεται, όση απόσταση κι αν έχει αναμεταξύ της - έρχεται μαζί για να γιορτάσει.
Ο Γιώργος και η Στρέλλα, ένα ζευγάρι ηρώων που γεφυρώνει την απόσταση ανάμεσα στα αρχαιοελληνικά τραγικά αρχέτυπα και στο σύγχρονο λαϊκό μελόδραμα, βρίσκονται μαζί παρά τα κάθε λογής (και συχνά εξωφρενικά) εμπόδια, ακριβώς στην καρδιά του χειμώνα.
Στα χριστουγεννιάτικα παραμύθια, συχνά ένα θαύμα (το «Θαύμα Των Χριστουγέννων»!) επιτρέπει στους πρωταγωνιστές να θριαμβεύσουν με κάποιο τρόπο απέναντι σε αντίξοες συνθήκες και να απολαύσουν ευτυχισμένοι το εορταστικό κλίμα. Για τους ήρωες της «Στρέλλας», το θαύμα είναι πως βρίσκονται μαζί. Για εμάς, το θαύμα είναι η «Στρέλλα». Θοδωρής Δημητρόπουλος
Young Sherlock Holmes του Μπάρι Λέβινσον (1985)
Δεν είναι και αρκετά δύσκολο να συνδέσει κάποιος την «Πυραμίδα του Φόβου» (όπως ήταν ο ελληνικός τίτλος της ταινίας) του Μπάρι Λέβινσον με τη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων. Οχι μόνο επειδή τα γεγονότα τα οποία εξιστορούνται κατά τη διάρκειά της λαμβάνουν μέρος δύο εβδομάδες πριν ξημερώσουν Χριστούγεννα (από τις 12 μέχρι και τις 25 Δεκεμβρίου 1870), στα σκοτεινά χιονισμένα σοκάκια του βικτοριανού Λονδίνου, αλλά γιατί σε κάθε της στιγμή, από την αρχή μέχρι το απρόσμενο φινάλε της, αυτή η αρκετά υποτιμημένη ταινία σε σενάριο του Κρις Κολόμπους και παραγωγή αυτοπροσώπως του Στίβεν Σπίλμπεργκ, έχει κάτι πάνω της που την κάνει μαγική.
Είναι ίσως εκείνο το αίσθημα μυστικισμού, φαντασίας και περιπέτειας, σε συνδυασμό με ένα καλογραμμένο μυστήριο εμπνευσμένο από τις ιστορίες και τους εμβληματικούς χαρακτήρες του Σερ Αρθουρ Κόναν Ντόιλ, που κάνουν την ταινία την καλύτερη παρέα για τις γιορτινές αυτές μέρες. Και μπορεί σύμφωνα με την ταινία ο Σέρλοκ Χολμς να γνωρίστηκε με τον Τζον Γουάτσον όταν ήταν ακόμα νεαροί μαθητές στο σχολείο, αλλά η πρώτη τους περιπέτεια είναι εξίσου συναρπαστική, καθώς προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τον μυστηριώδη θάνατο ανδρών που έχασαν τη ζωή τους έπειτα από έντονες παραισθήσεις. Η έρευνα θα τους οδηγήσει στα ίχνη μιας θανατηφόρας αιγυπτιακής αίρεσης η οποία θυσιάζει νεαρές κοπέλες στον όνομα του θεού Οσιρις.
Ο Λέβινσον, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, χτίζει μια απαράμιλλη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα, με ένα καταχιονισμένο γιορτινό Λονδίνο, βγαλμένο λες από τις ιστορίες του Καρόλου Ντίκενς, ποτισμένες με έντονες πινελιές φαντασίας. Ο καμβάς του γεμίζει γρήγορα με ιπτάμενους δαίμονες, με ιππότες από γυαλί (o οποίος σηματοδοτεί και τον πρώτο CGI χαρακτήρα που έκανε την εμφάνισή του ποτέ σε ταινία, δίνοντας στη -ναι, τη γνωστή- Pixar και στην ILM μια υποψηφιότητα για Οσκαρ Καλύτερων Εφέ), με φαντάσματα και θανατηφόρα γλυκά, και ως το φινάλε της η ταινία μοιάζει λες και έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου σκοτεινού γιορτινού παραμυθιού.
Μπορεί να βρίσκεις διάσπαρτα αρκετά στοιχεία από μια άλλη σειρά ταινιών, αυτή του Ιντιάνα Τζόουνς, και ειδικά του «The Temple of Doom», που είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν, ο Λέβινσον όμως, καταφέρνει να δημιουργήσει το δικό του σύμπαν - με κεντρικά στοιχεία τα σκηνικά, την ερμηνεία του Νίκολας Ρόου ως Σέρλοκ και το πρωτοποριακό υπέροχο soundtrack του Μπρους Μπρόουτον.
Το «Young Sherlock Holms» είναι από εκείνες τις ταινίες που άνετα κάνουν τις γιορτινές μέρες ακόμα πιο μαγικές, προσθέτοντας μια απαραίτητη νότα περιπέτειας και μυστηρίου. Ο,τι πρέπει δηλαδή για να ξεφύγει κάποιος από τη -συχνά σκληρή- πραγματικότητα του χριστουγεννιάτικου οικογενειακού τραπεζιού. Χρήστος Μπακατσέλος
Ο Aγιος Βασίλης είναι Λέρα του Τέρι Ζουίγκοφ (Bad Santa, 2003)
Ποτέ άλλοτε το σινεμά δε χρησιμοποίησε το ζωηρό, κατάφωτο, χαρούμενο περιβάλλον των χριστουγεννιάτικων εορτών για να συνθέσει μια ταινία τόσο… αντί-χριστουγεννιάτικη. Στη βλάσφημη κωμωδία του Τέρι Ζουίγκοφ («Crumb», «Φαντάσματα Εφηβείας»), που βασίστηκε σε μια ιδέα των -επίσης συμπαραγωγών- αδελφών Κοέν, Αη Βασίλης είναι ένας αυτοκαταστροφικός μέθυσος που πνίγει τη χρόνια κατάθλιψή του στο αλκοόλ και το εφήμερο σεξ.
Ο σαραντάρης Γουίλι, που μυήθηκε στην τέχνη της διάρρηξης χρηματοκιβωτίων από τον ανεπρόκοπο πατέρα του, παριστάνει κάθε χριστουγεννιάτικη σεζόν τον Αη Βασίλη σε πολυκαταστήματα, για να μπορεί στη συνέχεια να τα ληστεύει ανενόχλητος μαζί με τον νάνο συνεργάτη του, που τον έχει πάντα παρέα ως «ξωτικό». Ομως η φετινή γιορτινή «περιοδεία» τού επιφυλάσσει μια δυσάρεστη έκπληξη: έναν 8χρονο σπασίκλα, με πατέρα έγκλειστο, μητέρα απούσα και γιαγιά χτυπημένη από άνοια, που θα του γίνει κολλιτσίδα μέχρι να μάθει τα πάντα γύρω από τη ζωή του «αγίου» των Χριστουγέννων.
Οχι πως άπαντες δε θα καταλήξουν λίγο πιο μυαλωμένοι στο τέλος τούτης της απίθανης διάδρασης ετερόκλητων ηθών. Μέχρι, όμως, να γίνει αυτό, θα έχει μεσολαβήσει ένα ολικά ανίερο και ενίοτε πικρά ιλαροτραγικό πανηγύρι. Μπινελίκια σε ρυθμό πολυβόλου, σατιρικά βέλη προς κάθε κοινωνικό, ηλικιακό ή βιολογικό status, οπτικά και λεκτικά γκαγκς που μπουρλοτιάζουν ανηλεώς την πολιτική ορθότητα. Με απώτερο στόχο όχι μόνο το κατεξοχήν παρηγορητικό παραμύθι για άπαντες τους πιτσιρικάδες, αλλά κυρίως τον τρόπο που όλοι εμείς οι ενήλικες το χρησιμοποιούμε για να καμουφλάρουμε την υποκρισία και να δικαιολογούμε την πλήρη υποταγή μας στον καταναλωτισμό.
Μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη της ψεύτικης ευδαιμονίας, είναι απόλυτα φυσικό ο Γουίλι, που τον υποδύεται με υποδειγματική αφοσίωση στο επίθετο «λέρα» ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον, να ξεπροβάλλει ως πρότυπο. Ως ενσάρκωση όλων όσων απωθούμε και συγκαλύπτουμε από φόβο μην προσβάλουμε την καθόλα τακτοποιημένη δυτική μας ρουτίνα.
Γι’ αυτό, με τα χάλια σου γελάς όποτε γελάς στο «Bad Santa». Προσωπικά, λύνομαι στα γέλια κάθε που το ξαναβλέπω, κι αν τα Χριστούγεννα είναι γιορτή της χαράς, τότε τούτο το φιλμ θα έπρεπε αναμφίβολα να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πιο αντιπροσωπευτικά της. Ρόμπυ Εκσιέλ
All That Heaven Allows του Ντάγκλας Σερκ (1955)
Σε μια από τις πιο μεγαλειώδεις κινηματογραφικές απεικονίσεις της (χριστουγεννιάτικης) μοναξιάς, μια γυναίκα που έχει θυσιάσει τον μεγάλο της έρωτα για έναν νεαρότερο της άνδρα προκειμένου να ικανοποιήσει την επιθυμία των δυο της παιδιών και μιας ολόκληρης προκατειλημμένης κοινωνίας, βρίσκεται αντιμέτωπη με την κόρη της που της ανακοινώνει ότι θα παντρευτεί, με τον γιο της που θα φύγει με μια υποτροφία για το Παρίσι, την ερήμην της απόφασή τους να πουλήσουν το πατρικό τους σπίτι. Και ένα χριστουγεννιάτικο δώρο. Μια τηλεόραση που θα εισβάλλει στο αρχοντικό σαλόνι του σπιτιού της, πιο βίαια και από την αλαζονική αθωότητα με την οποία μιλούν τα παιδιά της για το μέλλον τους που δεν την περιλαμβάνει. Μια τηλεόραση που θα γίνει ο με γιορτινή κορδέλα καθρέφτης της απόλυτης μοναξιάς της.
Αν τα Χριστούγεννα είναι μια αλληγορία για το πώς θα έπρεπε να είναι η ζωή όταν όλα είναι όμορφα, χαρούμενα και γιορτινά, τότε δεν είναι καθόλου τυχαίο πως ο Ντάγκλας Σερκ ακυρώνει ακόμη και αυτή την εορταστική θαλπωρή, στην πιο καθοριστική στιγμή της διαδρομής της ηρωίδας του. Τυλιγμένο μέσα στο ζεστό - σαν να μυρίζει κουζίνα που ετοιμάζεται για ρεβεγιόν - technicolor των '50s, το «All That Heaven Allows» μοιάζει άξαφνα με τον έφηβο που έχει ήδη καταλάβει με τον πιο επώδυνο τρόπο πως το πνεύμα των Χριστουγέννων βρίσκεται κάπου αλλού από την οικογενειακή γαλήνη, την ξεροψημένη γαλοπούλα, τα θες να τα φας πουλόβερ του Ροκ Χάντσον, το γλάσο που μοιάζει να έχει σκεπάσει κάθε... πραγματικότητα.
Για τον Ντάγκλας Σερκ, την Κάρεϊ της συγκλονιστικής Τζέιν Γουάιμαν, για όλους όσους δεν φοβήθηκαν ποτέ να αγαπήσουν τις ταινίες όχι γι' αυτό που δείχνουν αλλά γι' αυτό που σε κάνουν να νιώθεις, το παραμύθι βρίσκεται πάντα εκεί έξω, έξω από προκαταλήψεις, έξω από συμβάσεις, έξω από την επίπλαστη ευημερία των προαστίων, βρίσκεται έξω στο κρύο, μακριά από το τζάκι και τα «μελοδράματα» της τηλεόρασης, βρίσκεται έξω, εκεί όπου κατοικούν οι μεγάλες αγάπες που συνθλίβονται από το φόβο της πραγματικής ευτυχίας.
Αγαπήστε, τολμήστε, απαρνηθείτε ό,τι σας κρατάει μόνους, μείνετε δίπλα σε αυτόν που ερωτευτήκατε και μην το μετανιώσετε ποτέ. Μανώλης Κρανάκης
Διαβάστε ακόμη: Απλά μαθήματα... Χριστουγέννων από τον Τζον Γουότερς