Οι λέξεις «φιλόδοξος», «στοχαστικός», «επικός», «σκοτεινός» επανέρχονται συχνά όταν μιλάει ή γράφει κανείς για τον Κρίστοφερ Νόλαν. Το ίδιο συμβαίνει και ακριβώς παρακάτω, σε αυτήν την αντίστροφη μέτρηση που βάζει τις εννιά μεγάλου μήκους ταινίες του στη σειρά, λίγο πριν η «Δουνκέρκη» διεκδικήσει άξια μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσα στις καλύτερες ταινίες του.
Διαβάστε ακόμη: To Flix βάζει τις ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι στη (σωστή) σειρά
9. Insomnia (2002)
Στη λιγότερο φιλόδοξη ταινία του μέχρι σήμερα, ο Νόλαν αφήνει πίσω του τα δαιδαλώδη σεναριακά μονοπάτια του «Memento» για να διασκευάσει μάλλον συγκρατημένα το ομώνυμο φιλμ του Νορβηγού Ερικ Σκίολντμπγιεργκ, ένα από τα πρώτα αξιόλογα δείγματα σκανδιναβικού νουάρ που στοίχειωσαν τη μεγάλη οθόνη. Εχοντας για πρώτη φορά στη διάθεσή του ένα οσκαρικό καστ μεγατόνων (Αλ Πατσίνο, Ρόμπιν Γουίλιαμς, Χίλαρι Σουάνκ) και σαφέστατα μεγαλύτερο μπάτζετ, ο Νόλαν μεταφέρει τη δράση από το ομιχλώδες Οσλο σε μια απομακρυσμένη μικρή πόλη της Αλάσκα, όπου ένας αστυνομικός από το Λος Αντζελες αναζητά τα ίχνη του υπεύθυνου για τον βίαιο φόνο μιας έφηβης. Στα χέρια του τα μεγαλειώδη όσο και καταθλιπτικά παγωμένα τοπία γίνονται το αγωνιώδες φόντο για ένα παραδοσιακό παιχνίδι γάτας και ποντικιού, με τους ρόλους μεταξύ διώκτη και διωκόμενου να εναλλάσσονται, την ίδια στιγμή που ο υποτιθέμενος εκπρόσωπος του νόμου βασανίζεται από ενοχές και βασανιστική έλλειψη ύπνου χάρη στον ανελέητο ήλιο του μεσονυχτίου. Με τον Πατσίνο ιδανικό θύμα της αϋπνίας, τον Γουίλιαμς ανατριχιαστικό σε έναν από τους πρώτους του ρόλους κόντρα στην καλοκάγαθη κωμική περσόνα του και με μια τουλάχιστον σκηνή ανθολογίας (το κυνηγητό των δύο ηρώων πάνω σε επιπλέοντες κορμούς δέντρων), αυτή η πρώτη εξόρμηση του Νόλαν στο mainstream είναι ένα άκρως ατμοσφαιρικό θρίλερ, σπάνιο δείγμα αξιοπρεπούς ριμέικ, έστω κι αν χάνει σε σημεία τον υπαρξιακό τόνο του πρωτότυπου και εμμένει ίσως υπερβολικά σε μια κυριολεκτική απόδοση του τίτλου. Θανάσης Πατσαβός
8. Following (1998)
To σπουδαστικό ντεμπούτο του Κρίστοφερ Νόλαν κρύβει (όπως συμβαίνει νομοτελειακά με όλες τις πρώτες απόπειρες μεγάλων δημιουργών) τα ψήγματα μιας φιλμογραφίας που θα άλλαζαν απλώς μέγεθος στο μέλλον. Ανθρωπος ορχήστρα (γράφει, σκηνοθετεί, φωτογραφίζει, μοντάρει, πληρώνει) ο Νόλαν πειραματίζεται (με το φιλμ των 16mm και το ασπρόμαυρο) υπογράφοντας από ανάγκη ένα no budget νεο-νουάρ που διαδραματίζεται στο Λονδίνο και παίζει με τους κανόνες του είδους, αλλά κυρίως παίζει με την όχι γραμμική αφήγηση που θα τελειοποιούσε στο αμέσως επόμενο «Memento». Ανακαλύπτει κανείς σε κάθε (προβαρισμένη στην εντέλεια, όπως αποκαλύπτουν οι σημειώσεις παραγωγής) μικρή ή μεγάλη σκηνή την τελειομανία του ανθρώπου που ενορχηστρώνει το όλο πράγμα, καθώς και την αγωνία του να είναι και τα 70 λεπτά της ταινίας του συναρπαστικά - πράγμα που φυσικά δεν επιτυγχάνεται στην ολότητά του, αλλά αφήνει το «Following» σαν το απαραίτητο πρωτόλειο που όταν βάζεις στη σειρά τη φιλμογραφία του Νόλαν το συμπεριλαμβάνεις, όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Μανώλης Κρανάκης
7. The Dark Knight Rises
To κλείσιμο της «Τριλογίας του Μπάτμαν» βρίσκει τον Νόλαν να επιχειρεί κάτι μάλλον αντίθετο προς την κοινή λογική και σίγουρα εξαιρετικά ενδιαφέρον και φιλόδοξο. Αντί να γίνει πιο εσωτερικός, κορυφώνοντας τη σάγκα της νυχτερίδας γύρω από τον ήρωά του, κοιτά προς τα έξω, χτίζοντας ένα τεράστιο μωσαϊκό της Γκόθαμ όπως αυτή σχηματίστηκε πάνω στο μύθο του Μπάτμαν και του Χάρβεϊ Ντεντ. Από τους υπονόμους και τις φιγούρες του υποκόσμου σαν την Κατγούμαν (η Αν Χάθαγουεϊ, απρόσμενα ίσως, είναι το καλύτερο πράγμα στην ταινία) μέχρι την άρχουσα ελίτ και μια τύπου «Occupy Wall Street» μάζα πολιτών, ο Νόλαν προσεγγίζει τον κόμικ κόσμο του ως έναν συγχυσμένο αντικατοπτρισμό του δικού μας, γεμάτο διεφθαρμένους πολιτικούς, αφοσιωμένους αστυνομικούς, εκδικητές, τρομοκράτες, επαναστάτες και ανήθικους πλουτοκράτες. Το οικοδόμημα διασώζεται από το μέγεθός του και μόνο. Ρυθμός και συνοχή δεν βρίσκονται πουθενά, οι συνθέσεις των κάδρων παραμένουν κατά τόπους ακατανόητες, με τις τεράστιες σεναριακές τρύπες να συναγωνίζονται σε μέγεθος και ασυνέπεια μόνο την ιδεολογική μουτζούρα που ζωγραφίζει ο Νόλαν, προσδίδοντας ανθρωποφαγικές διαθέσεις τρόμου, βίας και αποκλεισμού σε λαϊκά κινήματα τύπου Occupy, με τον κόσμο να ακολουθεί τον τρομοκράτη Μπέιν ενάντια σε κάθε λογικό συμφέρον ή ιδεολογία. Ο Νόλαν δεν διαθέτει το βλέμμα της εικόνας ενός Ζακ Σνάιντερ ώστε να μπορέσει σε ένα τόσο ασύνδετο κομμάτι αφήγησης να προσδώσει ουσιαστικό αισθητικό ή πολιτικό στίγμα, όμως είναι ικανός όπως πάντα για μεμονωμένα εμβληματικές στιγμές και ακόμα κι εδώ, σε μια από τις πιο αδύναμες ταινίες της φιλμογραφίας του, υπάρχει μια δομική φιλοδοξία που αξίζει εξερεύνηση. Θοδωρής Δημητρόπουλος
6. Batman Begins (2005)
Κάνοντας ίσως για πρώτη φορά μια comic book ταινία έχοντας στο μυαλό του πρωτίστως το ενήλικο κοινό, ο Κρίστοφερ Νόλαν άλλαξε με το «Batman Begins» το ίδιο το DNA των superhero films. Σκοτεινό, «αληθινό», βίαιο, συναισθηματικά επώδυνο, μακριά από την εφήμερη απόλαυση των παραφουσκωμένων από CGI ταινιών του είδους, αυτό το origin story έδωσε καινούρια πνοή στο saga του Batman κι υπήρξε αποκλειστικά υπεύθυνο για το look και το ύφος των περισσότερων ταινιών του είδους. Ομως ακόμη πιο ουσιαστικά, το «Batman Begins» δεν ήταν μια ταινία για υπερήρωες μα κυρίως για τους ανθρώπους κάτω από τις στολές τους, για τους δαίμονες που τους κατατρέχουν τις εσωτερικές τους μάχες και την ψυχολογική τους διαδρομή από το σκοτάδι στο φως και πάλι πίσω. Δομημένο ως ένα πλούσιο σε αναγνώσεις κινηματογραφικό και συναισθηματικό για θεατές με απαιτήσεις, κλεισμένο ερμητικά σε ένα θεαματικό action πακέτο με μαύρη - κατάμαυρη - κορδέλα. Γιώργος Κρασσακοπουλος
Διαβάστε ακόμη: Ο Κρίστοφερ Νόλαν διαλέγει τις 10 αγαπημένες του ταινίες από τον κατάλογο της Criterion Collection
5. The Dark Knight (2008)
Το δεύτερο, αλλά και πιο ολοκληρωμένο, σημαντικό, μέρος της «Τριλογίας του Μπάτμαν» του Κρίστοφερ Νόλαν, θα μείνει στην ιστορία για την εμβληματική ερμηνεία του Χιθ Λέτζερ ως τραγικού κι αισθαντικού Τζόκερ – αλλά όταν η ταινία επιτέθηκε στο κοινό, το 2008, ήταν πολλά περισσότερα κι από αυτό.
Ο Μπάτμαν τού Κρίστιαν Μπέιλ βυθίζεται στη δική του εσωτερική σύγκρουση: ανάμεσα στην προοπτική του για μια, επιτέλους, φυσιολογική ζωή (με τη Ρέιτσελ τής Μάγκι Τζίλενχαλ που μοιάζει ν’ απολαμβάνει το «πάρτι»), τη θεώρησή του από τον πληθυσμό τής Γκόθαμ που τον βλέπει ως υπεράνθρωπο ή ως τρομοκράτη και, φυσικά, τη θέση του απέναντι στη μεγάλη του νέμεση, τον Τζόκερ που έρχεται, σαρωτικός, να τον νικήσει στο δικό του παιχνίδι.
Απόλυτα κομιξική, μια ταινία που γυαλίζει στο σκοτάδι της, αλλά βγαλμένη από την ψυχή του Τζορτζ Οργουελ, φωτισμένη σε λαμπερό μαύρο από τον Γουόλι Φίστερ στο Σικάγο. Η δράση είναι ιλιγγιώδης, το χιούμορ διαβρωτικό, αλλά κυρίως ο Νόλαν δίνει μια γροθιά ακριβείας στην ισορροπία του καλού και του κακού, με υπαρξιακή ένταση.
Το στοίχημα κερδίζει η χορογραφημένη, ψυχολογική μάχη του Κρίστιαν Μπέιλ, που βασανίζεται μαζοχιστικά από τη δική του συνείδηση και του Χιθ Λέτζερ, που τολμά να βιώσει το κακό σαδιστικά, ωμά, με τα ζωώδη, αλλά εγκεφαλικής τελειότητας, ένστικτά του. Επειδή αυτοί οι δύο είναι καταδικασμένοι, στην ανθρώπινη ύπαρξη, να υφίστανται ως ένα. Επειδή «you complete me». Λήδα Γαλανού
4. Prestige (2006)
Αφού κατάφερε να αναστήσει μαγικά το σκοτωμένο από τον Τζόελ Σουμάχερ franchise του Batman, o Κρίστοφερ Νόλαν αποφάσισε να γυρίσει την κατά πολλούς κορυφαία ταινία του με θέμα τη μαγεία, μέσα από τη δική του εγκεφαλική και απομαγευμένη οπτική. Κι όπως κάθε μαγικό κόλπο αποτελείται από τρία μέρη, την Υπόσχεση, όπου μάγος δείχνει στο κοινό κάτι φαινομενικά απλό και συνηθισμένο, την Ανατροπή, όπου ο μάγος μετατρέπει αυτό το συνηθισμένο σε κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο, το οποίο το κοινό προσπαθεί απεγνωσμένα κι ανεπιτυχώς να αποκαλύψει, και το τρίτο και καθοριστικής σημασίας μέρος, το Prestige, στο οποίο φανερώνεται όλη η δεξιοτεχνία του μάγου και το κοινό έρχεται αντιμέτωπο με κάτι μέχρι πρότινος ασύλληπτο για τα δεδομένα της λογικής του, ο Νόλαν δομεί την ιστορία της μαθητείας, της ανόδου, της μέχρις εσχάτων διαμάχης και της πτωσης δύο μάγων στο βικτωριανό Λονδίνο πάνω σε αυτό τρίπτυχο, στήνοντας ένα ακόμα άψογα δομημένο και αφηγηματικά περίτεχνο κατασκεύασμα, που μέσα από αλλεπάλληλα φλας μπακ και αντιστικτικά μοτίβα μιλάει αναστοχαστικά για την κοινωνία του θεάματος και κατ’ επέκταση την ίδια τη φύση του κινηματογράφου ως το μαγικό εκείνο μέσο που μετατρέπει την ψευδαίσθηση σε πραγματικότητα και το αντίστροφο, σ΄ ένα αέναο κι ατέρμονο ταξίδι ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμμα, με ανταμοιβή το χειροκρότημα και τίμημα πάντα την ψυχή του καλλιτέχνη. Τάσος Χατζηευφραιμίδης
3. Inception (2010)
Δεν υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες στο Χόλιγουντ που μπορούν να συνδυάσουν με έναν μοναδικό τρόπο το θέαμα και την διασκέδαση και την τροφή για σκέψη, όπως το κάνει τουλάχιστον ο Κρίστοφερ Νόλαν στο «Inception». Δεν είναι τυχαίο ότι χρειάστηκε 10 χρόνια για να γράψει το σενάριο του έπους του. 10 χρόνια για να χαρτογραφήσει, μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, τον λαβύρινθο του βασιλείου των ονείρων και να «ξυπνήσει» τον θεατή μέσα σε μια αριστουργηματική ταινία, τόσο οπτικά όσο και εγκεφαλικά. Πετυχαίνοντας να ενώσει περίτεχνα τον ορθολογισμό με το παράλογο και τη φαντασία, ο Νόλαν ξεπέρασε (εκτός από τον εαυτό του) την πρόκληση μιας ταινίας που πέρα από τα πραγματικά εντυπωσιακά και πληθωρικά της εφέ, κατάφερε να εδραιωθεί στο πάνθεον του κινηματογράφου ως ένα φιλμ που όμοιο του δεν είχαμε δει ως τότε, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα κινηματογραφικό είδος από μόνο του που, μέχρι και σήμερα, κανείς δεν μπόρεσε να αντιγράψει συν ένα φινάλε το οποίο δεν παύει να δημιουργεί έντονες και ενδιαφέρουσες συζητήσεις ακόμη και σήμερα, 7 χρόνια μετά την προβολή του. Αν αυτό δεν κάνει την ταινία να αποτελεί σταθμό στον κινηματογράφο τότε πραγματικά δεν ξέρουμε τι μπορεί να το κάνει. Χρήστος Μπακατσέλος
2. Interstellar (2014)
Πέρα από τα μαγικά τρικ του «Prestige», μακριά από τον επαναπροσδιορισμό του υπερηρωικού genre που προσέφερε η τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη (με όλα τα καλά και τα κακά της) και βάζοντας στην άκρη κάθε επιθετικό οπτικό εντυπωσιασμό του «Inception», το «Interstellar» είναι στην πραγματικότητα η καρδιά ολόκληρης της φιλμογραφίας του Κρίστοφερ Νόλαν και εκείνη η ταινία που απενοχοποιημένα παραδίδεται στο συναίσθημα, επιβεβαιώνοντας την ίδια την δύναμη του κινηματογράφου. Ο μονόλογος της Δρος Μπραντ της Αν Χάθαγουεϊ περί αγάπης παραμένει εξαιρετικά άβολος (πέρα από την τόλμη του Νόλαν να ανάγει την αγάπη σε – κυριολεκτικά – μια ακόμα διάσταση) όμως η φιλοδοξία του project, το πάθος του Μάθιου ΜακΚόναχεϊ, η επική μουσική του Χανς Τσίμερ που αντικαθιστά στην ουσία της το κενό του διαστήματος, η σκηνή με τα cached βίντεο είκοσι χρόνων που διαλύουν κάθε ψυχρή άμυνα, η πίστη ενός κοριτσιού στον πατέρα της και ο λυρικός αποχαιρετισμός του τέλους σταδιακά δημιουργούν μια δίνη που είναι αδύνατον να μην παρασύρει τον θεατή στο άγνωστο του διαστήματος και τελικά πίσω στην καρδιά του. Το «Interstellar» είναι μεγαλεπήβολο, ενθουσιώδες και ρομαντικά αφελές, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που υπαγορεύει ότι κάθε ταινία επιστημονικής φαντασίας (και αυτή είναι όντως μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που δεν διστάζει να αγκαλιάσει μέχρι τέλους την φύση της χωρίς να περιορίζεται σε ημίμετρα) αφορά στο τέλος τον ίδιο τον άνθρωπο. Υπόκλιση. Δημήτρης Δημητρακόπουλος
1. Memento (2000)
O Λέοναρντ Σέλμπι πάσχει από μετατραυματική εμπροσθοδρομική αμνησία. Ενα χτύπημα στο κεφάλι από τον εισβολέα, ο οποίος βίασε και σκότωσε τη γυναίκα του, τον έχει καταδικάσει να θυμάται τα πάντα μέχρι το συμβάν, αλλά να χάνει τις πρόσφατες μνήμες του κάθε 15 λεπτά της ώρας. Τι κι αν ξυπνά κάθε μέρα και δεν ξέρει που βρίσκεται και γιατί; Η αποστολή του είναι η εκδίκηση και η κατακερματισμένη του αντίληψη δε θα τον εμποδίσει: γεμίζει το σώμα του tattoos με τα βασικά στοιχεία της υπόθεσης και σε polaroids κάθε καινούργιο παίκτη που γνωρίζει στο αιματοβαμμένο του ταξίδι. «Πώς μπορώ να νιώθω, όταν δεν μπορώ να νιώσω το χρόνο;» αναρωτιέται σε απόγνωση ο ήρωάς του κι ο Κρίστοφερ Νόλαν κάνει αυτή τη σύγχυση την πρώτη ύλη ενός υπερφωτισμένα καμμένου νεονουάρ. Μαζί με τον ήρωα κι εμείς – η ανασφάλεια της αφηγηματικής απώλειας να λειτουργεί ως κινούμενη άμμος κάτω από τα πόδια μας, να κάνει την καρδιά να χτυπά για 112 λεπτά ανατροπών με αμφισβήτηση κι αγωνία. Ο Νόλαν, στη δεύτερη μόλις ταινία του, συστήνεται στο αμερικανικό κοινό με το απόλυτο κινηματογραφικό mind fuck, μ' ένα σαδιστικό σεναριακό καλειδοσκόπιο: σε κάθε σκηνή η αντίληψή μας μετακινείται και τα κομμάτια του παζλ πέφτουν διαφορετικά. Ο Γκάι Πιρς (φρέσκος από την επιτυχία του «Λος Αντζελες: Εμπιστευτικό») χτυπά στο στήθος την κερδισμένη μας εκτίμηση για τον μεγάλο πρωταγωνιστή του μέλλοντός μας και η Κάρι Αν Μος αποδεικνύει ότι δε χρειάζεται τη δερμάτινη περιβολή του Matrix για να παίξει την (παρεξηγήμενη;) γυναίκα αράχνη. Πανέξυπνο, ευρηματικό, γκροτέσκα βίαιο, αυτό το concept film για την αναζήτηση ταυτότητας σ' έναν αβέβαιο κόσμο στέκεται ιδανικά ως η ταινία με την οποία ο Νόλαν έκανε χειραψία με τη συλλογική μας μνήμη. Ευτυχώς: η υπόσχεση που έδωσε για το πώς θα χειριστεί την αχόρταγη φαντασία και το αχαρτογράφητο ασυνείδητο του θεατή δεν ήταν βραχυπρόθεσμη. Οι μετάπειτα ταινίες του δεν είναι παρά polaroids που αποδεικνύουν, η κάθε μία ξεχωριστά, ότι είμαστε τυχεροί που παρακολουθούμε το ταξίδι ενός auteur προς το υπέροχο, ανατρεπτικό, απέραντο κινηματογραφικό άγνωστο. Πόλυ Λυκούργου
Περισσότερος Κρίστοφερ Νόλαν