Και κλείνουμε την ανασκοπική μας ματιά στο πρώτο μισό του 2017, με το πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι όλων: Τις καλύτερες νέες σειρές. Με το ρυθμό εξάλλου που λανσάρονται, είναι δεδομένο πως πλέον κάθε χρονιά φέρνει ένα σωρό ενδιαφέρουσες νέες προτάσεις κάθε είδους.
Ξεχωρίσαμε τις κορυφαίες από τις νέες σειρές της -μισής- χρονιάς, από κωμωδίες εποχής και δικηγορικά spin-offs μέχρι λογοτεχνικές διασκευές και τηλεοπτικές αναβιώσεις που δε θυμίζουν απολύτως τίποτα που έχουμε ξαναδεί στο μέσο.
Διαβάστε επίσης: Οι καλύτερες σειρές που συνεχίστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2017**
«GLOW»
Προσωπικά δεν είχα ιδέα πως μια λίγκα σαν το GLOW υπήρχε όντως, οπότε αυτή η σειρά ήταν τελικά διπλή απόλαυση για μένα. GLOW σημαίνει gorgeous women of wrestling, μια λίγκα φτιαχτών αγώνων πυγμαχίας στα ‘80s, με την οποία εμπλέκεται η ηθοποιός Ρουθ (της Αλισον Μπρι) η οποία δε μπορεί να βρει με τίποτα ρόλο της προκοπής. Η σειρά ανοίγει με την Ρουθ να διαβάζει το λάθος ρόλο, αυτόν του άντρα - ο σωστός γυναικείος ρόλος απαιτεί από εκείνην απλά να τον ρωτήσει αν θέλει καφέ. Το GLOW αρχικά μοιάζει με ξεπεσμός, και φυσικά είναι, διότι αποτελεί ένα κυνικό εγχείρημα γεμάτο στερεότυπα για φύλα και εθνότητες: υπάρχει η κακιά ρωσίδα, η πατριωτική επαρχιώτισα αμερικάνα, η επικίνδυνη μουσουλμάνα τρομοκράτισα (με όνομα Beirut the Mad Bomber!) κλπ.
Ομως είναι σε συμβολικό επίπεδο, απολύτως ενδεικτικό των ευκαιριών που γυναίκες του περιθωρίου είχαν ώστε να μπορέσουν να χαράξουν τις δικές του αφηγήσεις, και πράγματι αυτό συμβαίνει. Στη διάρκεια της 1ης σεζόν, η Ρουθ μαζί με την υπόλοιπη λεγεώνα outsider γυναικών (συμπεριλαμβανομένης της πρώην φίλης νυν νέμεσής της, Ντέμπι, μια πρώην σταρ σαπουνόπερας με της οποίας τον άντρα διατηρούσε παράνομη σχέση η Ρουθ) επιτυγχάνουν ενδυνάμωση μέσα από τη μόνη προσφερόμενη οδό, ανατρέποντας στερεότυπα και μονοδρόμους- όσο είναι δυνατόν.
Σε παραγωγή Τζέντζι Κόχαν (των «Orange is the New Black» και «Weeds») έχει ένα σάουντρακ-’80s δυναμίτη, διαθέτει ένα τρομερό γυναικείο ensemble (η Μπρι πραγματικά ίσως και να είναι η λιγότερο ενδιαφέρουσα όλων, για να φανταστείτε), ανάλαφρη διάθεση, χιούμορ, και πολλή, μα πάρα πολλή πίκρα (ακόμα και μέσα από τον Μαρκ Μάρον, στον ρόλο του δημιουργού της λίγκας, πάλαι ποτέ «κανονικό» σκηνοθέτη), την οποία χρησιμοποιεί ως καύσιμο. Από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του πρώτου εξαμήνου του 2017, όχι μόνο για το πόσο καλή σειρά προέκυψε, όσο γιατί προέκυψε καλή με τρόπο που δεν περιμέναμε, απαραιτήτως.
Διαβάστε επίσης: Βραβεία Emmy 2017: Οι υποψηφιότητες
«The Good Fight»
To πρώτο ουσιαστικά μετα-Τραμπ τηλεοπτικό έργο ξεκινά με τη Νταϊάν Λόκχαρτ του «The Good Wife» να αντικρύζει την εκλογή του πορτοκαλί εμετού μην πιστεύοντας αυτό που βλέπει, μα η αναφορά δεν είναι απλά διακοσμητική. Η σειρά spin-off του σημαδιακού προηγούμενο σόου των Ρόμπερτ & Μισέλ Κινγκ δεν είναι ένα απλό follow-up, όσο ένα σίκουελ γεμάτο ορμή και νέες ιδέες. Οι οπερατικές διαθέσεις του «The Good Wife» διατηρούνται, με την προσθήκη χαλαρών φολκ ροκ πινελιών που υπογραμμίζουν μια πιο προσγειωμένη στη Γη διάθεση και κατεύθυνση των νέων ηρωίδων της σειράς. Η πυκνή, καθηλωτική αφήγηση της πρωτότυπης σειράς διατηρείται, και στο νέο της αυτό κεφάλαιο, η Νταϊάν χάνει τα πάντα. Η περιουσία της βρίσκεται μπλεγμένη στη μία ή την άλλη κομπίνα (δίχως τη γνώση της φυσικά) όμως αυτή η οικονομική ατυχία δεν χρησιμοποιείται ως απλό σεναριακό εφαλτήριο, μα ως κινητήριος δύναμη για τις ίδιες τις θεματικές της νέας σειράς.
Το νέο περιβάλλον της (μια κατά κύριο λόγο μαύρη δικηγορική φίρμα) δίνει ευκαιρία στη νέα σειρά να κοιτάξει με μεγαλύτερο ενδιαφέρον την κοινωνία γύρω από την υπό συντριβή κυρίαρχη liberal ελίτ, την ώρα που ο κόσμος χάνεται. Γύρω από την Κριστίν Μπαράνσκι (η μακράν καλύτερη πιθανή επιλογή για να στηριχτεί spin-off σειρά) στήνεται ένα εκπληκτικό καστ νέων προσώπων (με μπροστάρηδες τη Ρόουζ Λέσλι ως μια νεαρή δικηγόρο που κληρονομεί τις αμαρτίες γονέων, και τον Ντελρόι Λίντο ως νέο αφεντικό) αλλά και παλιών γνώριμων που επιστρέφουν, από τον Μάθιου Πέρι ως εμμονικό εχθρό της κοινωνικά ευαίσθητης αυτής φίρμας ως τον Τζον Κάμερον Μίτσελ ως, βασικά, τον Μάιλο Γιαννόπουλος. Στο τέλος της 1ης σεζόν, θα θες να ξαναδείς από την αρχή όχι μόνο αυτό, αλλά και όλο το «The Good Wife» ξανά.
Διαβάστε επίσης: Το «The Good Fight» συνεχίζει τον αγώνα από εκεί που μας άφησε η «Good Wife»
«Great News»
Από το σίτκομ εργοστάσιο των Τίνα Φέι και Ρόμπερτ Κάρλοκ («30 Rock», «Unbreakable Kimmy Schmidt»), η σειρά της Τρέισι Γουίνγκφιλντ (βραβευμένη με Έμμυ σεναριογράφο του «30 Rock» η ίδια) ήταν μια από τις πιο χαριτωμένες νέες εισόδους της σεζόν. Κλασικού τύπου workplace κωμωδία, για μια ομάδα δημοσιογράφων πίσω από ειδησεογραφική εκπομπή στην τηλεόραση, έχει τα απαραίτητα συστατικά για μια συμπαθέστατη 1η σεζόν και -κυριότερα- για φανταστική εξέλιξη στην πορεία.
Δηλαδή, όχι απλά καλό χιούμορ και επεισόδια που κυλάνε ευχάριστα με συχνά τρελές πλοκές (η συνωμοσία για να σωθεί το κανάλι με το heist πλάνο και τις ανατροπές, ας πούμε) να μπλέονται με γνώριμα tropes παιγμένα με όσο-χρειάζεται ειρωνικό τρόπο (ο μετα-σχολιασμός για την ανύπαρκτη χημεία των will-they-won’t-they κεντρικών χαρακτήρων), αλλά και ένα καστ με διαμάντια. Το καστ είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε τέτοιου τύπου κωμωδίες: μπορεί να τις κουβαλάει όταν οι σεναριογράφοι προσπαθούν ακόμα να βρουν ακριβώς τον τόνο τους, και μπορεί να απογειώσει ένα κωμικό σενάριο που είναι ήδη καλό.
Εδώ, στο ρόλο των παρουσιαστών, ο Τζον Μάικλ Χίγκινς (ως ο παλιός, παραδοσιακός, ψιλοξεπεσμένος, ο ‘θείος Αιμίλιος’ της φάσης) και η Νικόλ Ρίτσι, ναι, αυτή η Νικόλ Ρίτσι (ως η χιπ νέα παρουσιάστρια που όλο μιλάει για selfies και viral βιντεάκια) έχουν φανταστική χημεία. Ενώ αφηγηματικό όχημα για την εισαγωγή μας στη σειρά, είναι μια παραγωγός της εκπομπής (η Κέιτι της Μπρίγκα Χίλαν) που θέλει να την πάρουν πιο σοβαρά στη δουλειά, αλλά την ίδια στιγμή βλέπει τη μάνα της (η Κάρολ της απολαυστικής Άντρεα Μάρτιν) να ξεκινά να δουλεύει εκεί ως intern. Η σειρά έχει πάρει 2η σεζόν και πολύ καλή θέση στο πρόγραμμα του NBC για την επόμενη χρονιά, που σημαίνει πως το κανάλι την πιστεύει πολύ. Θα πω κι εγώ, παρομοίως.
Διαβάστε επίσης: Οι καλύτερες σειρές που τελείωσαν το πρώτο εξάμηνο του 2017
«Santa Clarita Diet»
H απολαυστική Ντρου Μπάριμορ κι ο Τίμοθι Όλιφαντ (σε μια απρόσμενη όσο και φανταστική στροφή από έναν ρόλο τύπου «Justified») παίζουν ένα ζεύγος μεσιτών των οποίων η ζωή ταράζεται όταν η σύζυγος ξερνάει τη ζωή από μέσα της και γίνεται απέθαντη κανίβαλος. Και γιατί όχι, φίλες μου. Η σειρά του Netflix δεν επιχειρεί στο παραμικρό της σημείο να προσποιηθεί βαρύτητα ή σοβαρότητα, αντ’αυτού περνά επεισόδια ολόκληρα στα οποία η κατά τα άλλα τυπική προαστιακή λευκή οικογένεια προσπαθεί να συνεχίσει να ζει σαν όλα να είναι φυσιολογικά, με τη διαφορά πως η Σίλα πρέπει να τραφεί με φρέσκια ανθρώπινη σάρκα για να ζήσει.
Αυτό οδηγεί σε απίστευτες σκηνές τύπου “το ξέρω πως έπρεπε να σκοτώσουμε έναν άνθρωπο σήμερα αλλά πρέπει να είμαστε καλοί γονείς κάθε μέρα, αγάπη μου!”. Τα 10 επεισόδια κυλάνε σα γάργαρο νεράκι ή, αν προτιμάς, σαν γάργαρο αιματάκι. Και ο Όλιφαντ, που παραδίδει τις πιο “ωχ! Διάβολε!” ατάκες της καριέρας του αξίζει κάθε είδους ανύπαρκτο Έμμυ μπορούμε να σκεφτούμε. Το «Santa Clarita Diet» είναι η πιο απολαυστική σαχλαμάρα που έχουμε δει τελευταία.
Διαβάστε ακόμη: Μια πρώτη ματιά στο «Santa Clarita Diet»
«American Gods»
Παλιοί θεοί εναντίον νέων, ξεχασμένα είδωλα που γέννησαν τον κόσμο, την Δύση, την Αμερική, σε ευθεία σύγκρουση με τις νέες θεότητες ενός νέου κόσμου. Η ιδέα στην καρδιά του «American Gods» δεν είναι απλά μια πιθανώς πολύ διασκεδαστική αφήγηση, αλλά και ένα στόρι με έντονες αλληγορικές διαστάσεις που βρίσκει τις εικόνες που που άξιζε, στη μεταφορά των Φούλερ και Γκριν.
Μέσα από μια αφήγηση που ρίχνει το βάρος πλοκής και ιδεών στην εικόνα και τον ήχο, οι δημιουργοί πετυχαίνουν μια ανάδειξη του συμβόλου σε πλήρη αποκοπή από τις λέξεις, εξάλλου οι λέξεις πάντα φτηναίνουν τα σύμβολα. Σύμβολα: o κεντρικός ήρωας Σάντοου Μουν λιντσάρεται και κρέμεται από μια θηλιά σε μια εικόνα ενοχλητική όσο και διαχρονικά (και ενοχικά) αμερικάνικη. Η μοντέρνα κυριαρχία περνά μέσα από στιβαγμένες τηλεοράσεις που προβάλουν ειρηνικά γνώριμες εικόνες μιας φιγούρας πλήρους αποδοχής (και παράδοσης) όπως η Λούσι Ρικάρντο (κι όχι Λουσίλ Μπολ!, όπως η Νέα Θεότητα Media τονίζει στον Σάντοου).
Ομως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αυτή η πρώτη σεζόν ολοκλήρωσε την εισαγωγή μας σε ένα σύμπαν χαρακτήρων, με τρόπο μεγαλειωδώς αισθητικό. Αν ο Φούλερ στο «Hannibal» απέδιδε την πλοκή και τους χαρακτήρες ως μεταβαλλόμενους πίνακες εύθραυστων ψυχολογικών μαχών, στο «American Gods» κάθε ματιά στην πινακοθήκη ηρώων και θεών, κάθε νέα μας διαδρομή στον κόσμο των θνητών ή μη, κάθε λέξη, εικόνα ή διεισδυτικός ήχος, συνθέτει μια σύντομη νέα βίβλο από βίαιες αγιογραφίες.
Διαβάστε ακόμη: Στo «American Gods» η μάχη των θεών έγινε εντυπωσιακή τηλεόραση
«Imposters»
Σαν το «Catch», αν το «Catch» ήταν η fun, καθηλωτική σειρά που θέλαμε και ελπίζαμε να είναι. H Μάντι, γυναίκα-απατεώνας ξεγελά σειρά μνηστήρων ώστε να τους τρώει τα χρήματα, αλλά δεν υπολογίζει πως όλοι οι πρώην της θα βρεθούν μεταξύ τους σχηματίζοντας την απόλυτη ομάδα Εκδικητών losers. Στην πορεία μπλέκεται το αφεντικό της απατεώνισας, καθώς και το FBI, σε μια αφήγηση γεμάτη ανατροπές και απρόσμενα συναρπαστικούς χαρακτήρες.
Είναι εκπληκτικά fun, αλλά είναι και κάτι παραπάνω: Η σειρά αυτή κρύβει μέσα της, κάτω από όλα τα άκρως απολαυστικά στρώματα ανάλαφρης διασκέδασης και μπόλικο πόνο. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός του στόρι σημαίνει πως δεν έχουμε εδώ απλώς την ιστορία μιας οποιασδήποτε κομπίνας. Δεν είναι ληστές που αδειάζουν μια τράπεζα. Είναι άνθρωποι που παίζουν -που ποντάρουν- σε συγκεκριμένους πόνους, σε συγκεκριμένα κενά των άλλων.
Τα πάντα έχουν στη βάση τους το πόσο καλοσχηματισμένοι είναι οι χαρακτήρες (τόσο πρωτογενώς όσο και μέσα από τον αντικατοπτρισμό τους στη Μάντι) και πόσο απολαυστικά πλεγμένες οι καταστάσεις στις οποίες μπλέκουν καθώς κυνηγούν ο ένας τον άλλον (ενίοτε και τις ουρές τους). Δεν είναι κάποια τρομερά βαθιά σειρά ή αισθητικά θαρραλέα- είναι ωστόσο μια σειρά που δε θα την αφήσεις κάτω μέχρι να την τελειώσεις όλη.
Διαβάστε ακόμη: Το «Imposters» είναι η πιο διασκεδαστική σειρά που δεν ήξερες ότι παίζεται στην τηλεόραση
«Legion»
O Νόα Χόλεϊ έφερε στην τηλεόραση μια ιστορία μεταλλαγμένων υπερηρώων όπως ενδεχομένως να μην έχουμε ξαναδεί, αλλά όπως έχουμε ξαναδιαβάσει. Ο Ντέιβιντ Χάλερ, μια δημιουργία των Κρις Κλέρμοντ και Μπιλ Σίνκιεβιτς στον ιστορικής αξίας τίτλο «New Mutants» το 1985, είναι μεταλλαγμένος του οποίου η διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας του επιτρέπει (ή μάλλον τον αναγκάζει) να χρησιμοποιεί τις διαφορετικές δυνάμεις που κατέχει η κάθε του περσόνα.
Κι όπως ακριβώς οι Κλέρμοντ/Σίνκιεβιτς ζωγράφισαν κάποτε έναν πανέμορφο, επιβλητικό εφιάλτη στο χαρτί, έτσι κι ο Χόλεϊ (δημιουργός του τηλεοπτικού «Fargo») βουτά μες στην ταραγμένη ψυχοσύνθεση του ήρωά του δίχως να μοιάζει καθόλου να αγχώνεται για τη γραμμικότητα της αφήγησής του. Παρά επιχειρώντας μέσα από αμφιβόλου αντικειμενικής αλήθειας ραγισμένες, διάσπαρτες αναμνήσεις και φοβίες, να σκιαγραφήσει το πορτρέτο ενός άντρα που κι ο ίδιος προσπαθεί να ανασύρει τις βαθύτερες αλήθειες του εαυτού του, από μέσα του.
Ένα εξαιρετικό καστ (με τον Νταν Στίβενς στον κεντρικό ρόλο) ερμηνεύει το φανταστικό ensemble αυτών των εναλλακτικών X-Men που ο Ντέιβιντ γνωρίζει σε αυτό το εσωτερικό του (και όχι μόνο) ταξίδι, καθώς ο Χόλεϊ βρίσκει διαρκώς φρέσκους τρόπους να αποπροσανατολίσει θεατές και χαρακτήρες με συνεχή εφευρετικότητα και μπρίο (το επεισόδιο με τον Ζεμέιν Κλεμέντ στον πάγο παραμένει εντυπωσιακό highlight) προτού φέρει τελικά αντιμέτωπο τον ήρωα με το(ν) κακό που κρύβει μέσα του. Η πιο ξεχωριστή νέα σειρά της σεζόν.
Διαβάστε επίσης: Το «Legion» λέει «Ζήτω η τρέλα!»
«Riverdale»
Η σειρά ανοίγει με ένα πτώμα. Δηλαδή όχι πτώμα, γιατί ο Τζέισον Μπλόσομ απλώς αγνοείται, όμως το μυστήριο είναι εκεί, ακριβώς στην όχθη του ποταμού. Δεν είναι και dead, wrapped in plastic, όμως νιώθεις σχεδόν να το ακούς. Αυτή η μοντέρνα, νέον, «Twin Peaks» επιρροών επαναπροσέγγιση των ηρώων των Archie Comics, συνδυάζει τις legacy ευαισθησίες κάθε σειράς του CW (με το κατάλληλο κάστινγκ πάντα να προδίδει τους στόχους, από το προαναφερθέν «Twin Peaks» ως τον «Beverly Hills, 90210» του Λουκ Πέρι που παίζει τον πατέρα του Άρτσι) με εφηβική σαπουνόπερα και στυγερό whodunnit επαρχιακό στόρι.
Η σειρά απογειώνεται όταν εστιάζει στη φιλία των Μπέτι και Βερόνικα (κάτι που ήταν μια κάποια πρόκληση) και βρίσκει στιγμές πάθους σε απρόσμενα μέρη (από τις ενδοοικογενειακές δυσκολίες της Σέρυλ μέχρι ένα ρομάντζο που έρχεται από το πουθενά). Δεν βρίσκει απαραιτήτως ουσία πίσω από τη συρραφή των homage, αλλά σε αυτό τον πρώτο του κύκλο, το φαν παιχνίδι των αναφορών και της επαναδιατύπωσης των κλασικών ηρώων στην ποπ κουλτούρα του 2017, αρκεί από μόνο του για αυτό το εξαιρετικά όμορφο, ερωτικό παιχνίδι μυστηρίου.
Διαβάστε επίσης: To «Riverdale» είναι το «Twin Peaks, 90210» των ονείρων μας
«The Handmaid’s Tale»
To «Handmaid’s Tale» γράφτηκε φυσικά το μακρινό 1985 από την Μάργκαρετ Ατγουντ και περιγράφει ένα εφιαλτικό κοντινό μέλλον όπου η αγονία που ακολούθησε μια διευρυμένη ατμοσφαιρική μόλυνση έχει σαν αποτέλεσμα την επιστροφή των ΗΠΑ σε φονταμενταλιστικές κοινωνικές δομές ιεραρχίας όπου οι γυναίκες δεν έχουν δικαιώματα ή τον έλεγχο του εαυτού τους, αποτελώντας τίποτα παραπάνω από δοχεία αναπαραγωγής που ανήκουν στον εκάστοτε Οίκο της ελίτ. Ο Μπρους Μίλερ (του «The 100») το μεταφέρει στην τηλεόραση του σήμερα, αντιδρώντας σε κοινωνικά ερείσματα που κάθε χρόνο που περνά γίνονται και πιο εμφανή. Κεντρική ηρωίδα είναι η Οφρεντ, αληθινό όνομα Τζουν, ερμηνευμένη εδώ από την Ελίζαμπεθ Μος, μια από τις πιο χαρακτηριστικές ερμηνευτικές φάτσες της τελευταίας δεκαετίας, έχοντας παίξει Τζέιν Κάμπιον και «Mad Men» στη διάρκεια των καθοριστικών αυτών πρόσφατων χρόνων της πλατινένιας εποχής της τηλεόρασης.
Η Μος είναι ανατριχιαστική χάρη στο πώς κρύβει σπίθες οργής στο βλέμμα και στο συχνά ακίνητο σώμα της, κάτω από στρώματα σιωπής, μα ακόμα πιο ανατριχιαστικός είναι ο τρόπος που την ακολουθεί η κάμερα, τοποθετημένη από τη Ριντ Μοράνο (στα έξοχα πρώτα 3 επεισόδια που αυτή σκηνοθέτησε) της σε γωνίες λήψης που υπονοούν έλεγχο. Η αφήγηση μπλέκει έντεχνα τις αποστειρωμένες σκηνές της παροντικής αφήγησης με συχνά συγχυσμένα φλάσμπακ στο ζωή του Τότε, μια ζωή που θυμίζει το δικό μας σήμερα, και που μπλεγμένες μέσα στις νεκρές ζωγραφικές παλέτες της μελλοντικής κοινωνίας, κάνουν τα πάντα ακόμα πιο εφιαλτικά. Το να βλέπουμε την πάλαι ποτέ Τζουν να ζει την καθημερινότητά της με τους φίλους και την οικογένειά της, σε ένα πολυπολιτισμικό κοινωνικό χώρο, με γήινα χρώματα, με αναφορές, με την κάμερα να κινείται ελεύθερα, κάνει την ελευθερία αυτή να μοιάζει με ξύπνημα στον εφιάλτη.
Διατηρώ προσωπικά κάποιες ενστάσεις σχετικά με τον τρόπο που η σειρά επιλέγει, ιδίως μετά το μέσον της πρώτης σεζόν, να ανοίξει το σύμπαν της με τρόπο που νιώθω πως αποσυμπιέζει την αφόρητη αλληγορική πίεση της αρχικής δόμησης της ιστορίας. Αυτό γίνεται προφανώς ώστε να υπάρχει χώρος ανάπτυξης για περαιτέρω σεζόν. Ο Μίλερ έδειξε στο «The 100» πως ξέρει πώς να απλώσει συναρπαστικά μια δυστοπική ιστορία στο χάρτη, μπλέκοντας πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές προεκτάσεις στο μίξερ. Από όλες τις πρόσφατες σειρές που δεν είμαι σίγουρος αν όντως θα σήκωναν 2η σεζόν (από το «Stranger Things» μέχρι το «13 Reasons Why» ή το «The OA»), ετούτη είμαι εκείνη που είμαι περισσότερο έτοιμος να το εξερευνήσω.
Διαβάστε επίσης: To «Handmaid’s Tale» είναι κάτι παραπάνω από το δυστοπικό sci-fi που έχεις συνηθίσει
ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Στο καλογυρισμένο «Feud» του Ράιαν Μέρφι που αποτέλεσε συμπαθές θέατρο της Δευτέρας με δυνατές ερμηνείες αλλά χωρίς απαραίτητα να μπορέσει να αποτέλεσει μια ουσιαστική αφήγηση με τον τρόπο του «People v. O.J. Simpson». Στο «Taboo» του Τομ Χάρντι και του Στίβεν Νάιτ, ιδανικό για τους φανς των σκληρά πανέμορφων εικόνων από τις αρχές του 19ου αιώνα και των απολαυστικών γρυλισμάτων του Τομ Χάρντι, έστω κι αν θα μπορούσε να είναι 2-3 επεισόδια συντομότερο. Στο «Brockmire» και την κωμική του παρακμή, όσο και την απρόσμενη on-screen χημεία του Χανκ Αζάρια και της Αμάντα Πιτ. Στο «A Series of Unfortunate Events» για την συνεπή απόδοση της ιδέας, μέσα από μια σειρά κατάμαυρων παιδικών ιστοριών, πως τα πάσης φύσεως όργανα εξουσίας πάντοτε θα εθελοτυφλούν ανοήτως μπροστά στις προφανείς υποδείξεις των αγνότερων (παιδιών).
ΕΞΤΡΑ ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Στο τρομερά παράξενο, αινιγματικό, παντελώς άνισο μα απολύτως καθηλωτικό «The O.A.» της Μπριτ Μάρλινγκ, που πήρε 8 επεισόδια για να αναπτύξει ένα διφορούμενο new age μυστήριο περί πίστης, συναδελφικότητας και παράλληλων κόσμων, χωρίς να μας αφήσει να το σταματήσουμε για να αναρωτηθούμε τι βλέπουμε. Στο «Trollhunters» του Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, ένα εκπληκτικό παιδικό παραμύθι για νεαρούς φίλους στο κατόπι απειλητικών τεράτων που έχουν κι εκείνα τα δικά τους issues, όλοι άνθρωποι είμαστε εξάλλου. Και οι δύο αυτές σειρές βγήκαν στο Netflix προς το τέλος του Δεκέμβρη, καθιστώντας το αδύνατον να εκτιμηθούν στην ώρα τους ως κυκλοφορίες του ‘16, οπότε τις συμπεριλαμβάνουμε από το παράθυρο εδώ.
Και τέλος στο «The Good Place» που τεχνικά είναι νέα σειρά του 2016 αλλά η πρώτη σεζόν ολοκληρώθηκε τις πρώτες βδομάδες του 2017. Η παραδεισικά suburban κωμωδία με την Κρίστεν Μπελ και τον Τεντ Ντάνσον κράταγε μάλιστα τo καλύτερό της επεισόδιο για το τέλος, με ένα εκπληκτικό φινάλε που παραδίδει την τηλεοπτική ανατροπή της χρονιάς με την άνεση και τον κρότο που θα έκαναν τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν να ουρλιάξει από το κακό του. (Ναι, το «Split» ήταν από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς ως τώρα, οι ποπ αναφορές με τον Μ. Νάιτ Σιάμαλαν είναι και πάλι in, αφήστε με.)
Διαβάστε ακόμη:
- Οι 10 καλύτερες τηλεοπτικές σειρές του 2016
- Αυτές είναι οι must τηλεοπτικές πρεμιέρες του καλοκαιριού
- Το όγδοο επεισόδιο της επιστροφής του «Twin Peaks» ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της τηλεόρασης
- Στo «American Gods» η μάχη των θεών έγινε εντυπωσιακή τηλεόραση
- Είστε έτοιμοι για τον Δράκουλα με τον τρόπο του «Sherlock»;