«Το να γράψεις έστω και ένα ποίημα μετά το Αουσβιτς είναι βάρβαρο», είχε πει κάποτε ο Τεοντόρ Αντόρνο, στον κινηματογράφο, ωστόσο, το Ολοκαύτωμα, αυτό το σημείο μηδέν για ολόκληρη την ανθρωπότητα δεν σταμάτησε ποτέ να αποτελεί πηγή έμπνευσης, άλλες φορές με ανατριχιαστικά αποτελέσματα που κατάφεραν να αποτυπώσουν τη φρίκη της γενοκτονίας των Εβραίων, των Ρομά, των ομοφυλόφιλων και των υπόλοιπων μειονοτήτων, κι άλλες με μια μανιχαϊστική ευκολία που δεν απέχει πολύ από τον συναισθηματικό εκβιασμό.
Κι ενώ η επίσημη Ιστορία έχει πλέον αποκρυσταλλώσει την ευθύνη της ναζιστικής Γερμανίας, ο αντισημιτισμός και η μισαλλοδοξία που επικράτησαν σε όλη την Ευρώπη και κυρίως στα κράτη που συνεργάστηκαν με τους Ναζί, έστω και πρόσκαιρα, παραμένουν, ακόμα και ογδόντα χρόνια μετά, μια σκοτεινή σελίδα που δεν έχει θέση σε κανένα συλλογικό αφήγημα που προτιμά να εθελοτυφλεί από ντροπή κι αποτροπιασμό και να επιμένει σε πιο ηρωικές κι ένδοξες στιγμές, βολικά κατασκευασμένες για να αναπτερώνουν το ηθικό και των πατριωτισμό σε εθνικές επετείους.
Το «"Αδιαφορώ αν Καταγραφούμε στην Ιστορία ως Βάρβαροι”», η νέα ταινία του Ράντου Ζούντε (μετά το «Aferim!» και το «Ραγισμένες Καρδιές») προσπαθεί να ρίξει φως σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ρουμάνικης ιστορίας, τη σφαγή χιλιάδων Εβραίων από το στρατό της χώρας στο Ανατολικό Μέτωπο το 1941. Το αποτέλεσμα είναι τολμηρό, προκλητικό, καταιγιστικό και αδυσώπητο, μια απαιτητική και δύσκολη ταινία 140 λεπτών για δυνατούς λύτες, που στοχεύει κυρίως στη σκέψη του θεατή και την τροφοδοτεί με αλλεπάλληλα και απανωτά ερεθίσματα για συζήτηση και περισυλλογή.
Μετά από μια εισαγωγή με ασπρόμαυρα επίκαιρα του 1941 , στα οποία ο ρουμανικος στρατός παρουσιάζεται αγέρωχος και θριαμβευτικά απελευθερωτικός, μια νεαρή γυναίκα εμφανίζεται σε ένα στρατιωτικό μουσείο, μπροστά από τις προθήκες με τα απομεινάρια του πολεμικού παρελθόντος, συστήνεται ως η πρωταγωνίστρια της ταινίας που θα ακολουθήσει και περιγράφει την ηρωίδα που θα υποδυθεί, καθώς και το θέμα της ταινίας. Είναι η Ιοάνα Ιακόμπ και θα υποδυθεί την Μαριάνα Μαρίν, μια θεατρική σκηνοθετη που έχει αναλάβει να σκηνοθετήσει ένα δημόσιο θέαμα στην κεντρική πλατεία του Βουκουρεστίου, μια ιστορική αναπαράσταση της απελευθέρωσης της Οδησσού υπό την ηγεσία του Ρουμάνου στρατηγού (και συνεργάτη των Ναζί) Ιον Αντονέσκου από τους Μπολσεβίκους, η οποία όμως σήμανε ταυτόχρονα και τη γενοκτονία δεκάδων χιλιάδων Εβραίων από το στρατό της χώρας της.
Αυτή η πανηγυρική ανάδειξη σε δημόσιο χώρο μιας από τις πιο ντροπιαστικές στιγμές ενός έθνους που ακόμα προσπαθεί να συνέλθει από τα δεινα της δικατορίας του Τσαουσέσκου προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο των ερασιτεχνών ηθοποιών που συμμετέχουν στο δρώμενο, όσο και της δημοτικής αρχής που έδωσε την έγκριση για το project. Κι ενώ η εμπεριστατωμένη και διεξοδική μελέτη των ιστορικών πηγών καταδεικνύει την ακρίβεια και την αλήθεια των όσων προτίθεται να παρουσιάσει η σκηνοθέτης, το εγχείρημα δυναμιτίζεται από την απροθυμία μεγάλης μερίδας των συμμετεχόντων να αποδεχτούν τη συμμετοχή της χώρας τους σε μια τόσο μεγάλη θηρωδία (η Ρουμανία ήταν η δεύτερη χώρα στην Ευρώπη μετά την Γερμανία στις μαζικές δολοφονίες Εβραίων), όσο και από την προσπάθεια ενός εκπροσώπου του δήμου να λογοκρίνει το έργο, αρχικά χρησιμοποιώντας σοφιστείες και ρητορικά τεχνάσματα προκειμένου να αφαιρεθούν οι αντι-εθνικές αιχμές του και φτάνοντας στο τέλος μέχρι τις ευθείες απειλές για ακύρωση της παράστασης.
Ο Ράντου Ζούντε είχε ήδη δείξει τις προθέσεις του να αναπλάσει φορμαλιστικά το παρελθόν της χώρας του με τις δύο προηγούμενες ταινίες του, το «Aferim!» και το «Ραγισμένες Καρδιές», εδώ όμως στήνει το πιο μεγαλόπνοο διανοητικό κατασκεύασμα της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του, μια εγκεφαλική και μεταμοντέρνα επανάγνωση της ιστορίας ως τραγωδίας και φάρσας ταυτόχρονα στην παράδοση της νεομαρξιστικής κριτικής θεωρίας. Κι αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο και υπερβολικά εγκεφαλικό και αυτιστικό, πρώτον, (ξεκάθαρα και ανερυθρίαστα) είναι, και δεύτερον, δεν παύει να είναι συναρπαστικό με αμιγώς κινηματογραφικούς όρους, αφού ο Ρουμάνος σκηνοθέτης προ(σ)καλεί σε ένα οργασμικό παιχνίδι αποδόμησης και διακειμενικότητας που ξεκινάει από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν και την Χάνα Άρεντ και φτάνει μέχρι τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ (της δεύτερης, γνωστής κι ως “δύσκολης” περιόδου), τα κινηματογραφικά δοκίμια των Ζαν-Μαρί Στρομπ και Ντανιέλ Ουιγέ και -φυσικά- τον Μπέρτολντ Μπρεχτ, μέσα από πολλαπλά επίπεδα αποστασιοποίησης και αναστοχασμού για τον ρόλο του θεατή/αναγνώστη της Ιστορίας.
«Η συνείδηση ότι πρόκειται να ανατινάξουν το συνεχές της ιστορίας είναι χαρακτηριστικό των επαναστατικών (υποτελών) τάξεων τη στιγμή της δράσης τους», γράφει ο Μπένγιαμιν στις «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας», ένα έργο που προφανώς επηρέασε τον Ράντου Ζούντε, αφού η Μαριάνα Μαρίν (όνομα που καθόλου τυχαία παραπέμπει σε μια από τις πιο γνωστές αντικαθεστωτικές ποιήτριες της Ρουμανίας) και κατ’ επέκταση ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ως alter ego του οποίου αυτή δρα μέσα στην ταινία, αυτό ακριβώς φιλοδοξεί να κάνει, να φέρει δηλαδή αντιμέτωπους τους θεατές εντός και εκτός έργου με τις συλλογικές ψευδαισθήσεις ενός αψεγάδιαστου ιστορικού κατασκευάσματος.
Οι στιχομυθίες της σκηνοθέτη τόσο με τους απλούς, ακαλλιέργητους κομπάρσους του θεάματος που στήνει, όσο και με τον διανοούμενο και διανοητικά εκλεπτυσμένο εκπρόσωπο της δημοτικής αρχής είναι αποκαλυπτικές για τις βολικές αυταπάτες στις οποίες επαναπαύονται τα ιστορικά υποκείμενα. Οι πρώτοι αρνούνται να πιστέψουν ότι ο Ίον Αντονέσκου ήταν εγκληματίας πολέμου (αν και καταδικάστηκε σε θάνατο ως τέτοιος!), ένας μάλιστα δηλώνει πως “δεν θέλει να δουλέψει με Ρομά, αν κι ο καλύτερος του φίλος είναι τέτοιος”, κι ο δεύτερος θα καταφύγει στον ιστορικό σχετικισμό και στον συγκριτικό ευτελισμό για να πείσει την σκηνοθέτη να παρουσιάσει ένα πιο mainstream θέαμα με κωμικοτραγικά επιχειρήματα, όπως ότι υπήρξαν μεγαλύτερες συγκριτικά γενοκτονίες στην ιστορία και πως ακόμα και στο Χόλιγουντ παρουσίασαν έναν Γερμανό ως ήρωα στη «Λίστα του Σίντλερ», άλλο ένα ειρωνικό κλείσιμο του ματιού του σκηνοθετη στην κινηματογραφική αντιμετώπιση μιας συλλογικής τραγωδίας ως ατομικό success story.
Οι αφορισμοί είναι διάσπαρτοι στην ταινία και σαρδόνια απολαυστικοί («Κανένας δεν θα έβλεπε ποτέ το "Ναγκασάκι, Αγάπη μου"»), όπως και οι πνευματώδεις διάλογοι, που φλερτάρουν (ή παραδίδονται ασύστολα) στην διανοητική υπεροψία, δεν παύουν όμως να θέτουν τον θεατή σε διαρκή εγρήγορση. Σε μια εποχή μάλιστα που οι περισσότερες ταινίες βρίθουν από εύπεπτες απολιτίκ εξυπνάδες, είναι αναζωογονητικό να παρακολουθείς ένα σινεμά βαθύτατα πολιτικό και ουσιαστικά μοντέρνο που έχει απόλυτη επαφή και συνάφεια με το τώρα και την εποχή του post-truth, των fake news και όλων αυτών των (διαχρονικών τελικά) μορφών διαστρέβλωσης της αλήθειας.
Είναι, όμως το τελευταίο εικοσάλεπτο, το πιο ανατριχιαστικό και ταυτόχρονα άβολο κομμάτι της ταινίας, όταν τελικά η σκηνοθέτης, παρά την υπόσχεση που έδωσε στον εκπρόσωπο του δήμου να αφαιρέσει τα πιο προκλητικά μέρη του έργο της, αποφασίζει να παρουσιάσει ακέραιο και ατόφιο το όραμά της και να αποκαλύψει τελικά την αλήθεια σε ένα κοινό που όχι μόνο μένει παγερά αδιάφορο μπροστά στο θέαμα, αλλά και προτιμά να βγάζει σέλφι, να χασκογελά, ακόμα και να φωνάζει εθνικιστικά και αντισημιτικά συνθήματα. Αυτή η παγερή και αντι-αριστοτελική (μη) κορύφωση, όπως εκδηλώνεται στο ακροτελεύτιο πλάνο, είναι που καθιστά τελικά το όραμα του Ράντου Ζούντε τόσο επιτακτικά επίκαιρο.