Με ένα διαγωνιστικό πρόγραμμα 17 ταινιών που, ειδικά φέτος, ξεχώρισε για το γεγονός ότι παρουσίασε ταινίες διαφορετικής υφής και φιλοσοφίας μεταξύ τους, όλες, όμως με κοινό παρανομαστή τη διάχυτη διάθεσή να ακουστούν νέες κινηματογραφικές φωνές και να ειπωθουν με έναν ξεχωριστό τρόπο γνώριμες ιστορίες, η οποιαδήποτε πρόβλεψη για το ποιες θα είναι αυτές που θα κερδίσουν τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ μπορεί να στηριχθεί μόνο στο ένστικτο.
Αυτό το ένστικο λέει πως η «Πέτρα της Καρδιάς» του Ισλανδού Γκούντμουντουρ Αρναρ Γκούντμουντσον - που αγαπήθηκε τόσο κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ - μοιάζει αδύνατον να φύγει χωρίς κάποιο βραβείο, ακριβώς όπως θα στοιχημάτιζε κανείς και σε λιγότερο προφανείς τίτλους όπως τον εντυπωσιακής ωριμότητας για ντεμπούτο «Σπορέα» του Γιόσουκε Τακέουτσι από την Ιαπωνία, το «Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα του Ολλι Μάκι» του Φινλανδού Γιούχο Κούοσμανεν που, αν και μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονίας, ανήκει στην κατηγορία του ήδη βραβευμένου σε πολύ μεγάλο Φεστιβάλ (Βραβείο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» στις Κάννες) και το «Δολοφονικά Αμαξίδια» του Ούγγρου Ατίλα Τιλ που μπλέκει τα κινηματογραφικά είδη σε μια αντιρατσιστική ταινία προερχόμενη από τη χώρα με το πιο ισχυρό ρατσιστικό πρόσημο των τελευταίων χρόνων.
Σαν ταινίες αλλά και σε επίπεδο μεμονωμένων αρετών ξεχώρισαν και η «Λαίδη Μάκμπεθ» του Ουίλιαμ Ολντροϊντ που διαθέτει μια εξαιρετική γυναικεία ερμηνεία στο πρόσωπο της Φλόρενς Πίου, το πρωταγωνιστικό δίδυμο των Αριάν Λαμπέντ και Σοκό στο «Stopover», το καλλιτεχνικό επίτευγμα του «Kékszakállú», ο Νίκολας Ντουράν του «Jesus», η Λένε Σεσίλια Σπάροκ στο «Αίμα των Σάμι» της Αμάντα Κέρνελ, το σενάριο του «Σπορέα», η φωτογραφία της Ολυμπίας Μυτιληναίου στο «Στην Ηλικία μου Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω» και θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε μια post-rock ταινία σαν το «Μπάχαλο» του Καρλ Λεμιέ να αναγνωρίζεται ανάμεσα σε πιο παραδοσιακές αφηγηματικές επιλογές.
Οι τρεις ελληνικές ταινίες («Park», «Afterlov» και «Πλατεία Αμερικής») υπήρξαν δυναμικές προσθήκες στο φετινό διαγωνιστικό πρόγραμμα - διαφορετικές και αυτές μεταξύ τους και με ταινίες με έντονη προσωπικότητα, δεν αποκλείεται να πρωταγωνιστήσουν στα βραβεία. Σε επίπεδο ερμηνειών, δεν θα λέγαμε καθόλου όχι σε ένα βραβείο Ανδρικού Ρόλου στον - αναμφισβήτητα καρδιά του «Afterlov» του Στέργιου Πάσχου - Χάρη Φραγκούλη ή και στους τρεις πρωταγωνιστές της «Πλατείας Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη. Και σίγουρα δεν θα λέγαμε όχι σε ένα βραβείο Γυναικείου Ρόλου στην αποκάλυψη Δήμητρα Βλαγκοπούλου του «Park» της Σοφίας Εξάρχου ή μια μνεία στο συνολικό καστ των παιδιών της ταινίας.
Διαβάστε ακόμη Θεσσαλονίκη 2016: Τo Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου
Μπάχαλο (Maudite Poutine) του Καρλ Λεμιέ, Καναδάς
Oταν μαφιόζοι της περιοχής πιάνουν τον 27χρονο μουσικό Βενσάν να κλέβει ναρκωτικά από τους λάθος ανθρώπους, απειλούν να τον σκοτώσουν αν μέσα σε πολύ λίγες ημέρες δεν βρει τα χρήματα που του ζητούν για να τον αφήσουν ήσυχο. Ο Βενσάν καταφεύγει στο δάσος, όπου και ξαναβλέπει απρόσμενα τον αδελφό του, τον Μισέλ, με τον οποίο είχαν ξεκόψει εδώ και χρόνια. Αρχικά θα προσπαθήσει να βγάλει μόνος του άκρη με τους μαφιόζους, αλλά τελικά θα ζητήσει τη βοήθεια του αδερφού του ο οποίος με τη σειρά του θα κάνει τα πάντα για να τον γλιτώσει, θέλοντας έτσι να εξιλεωθεί για τα χρόνια της απουσίας του... Ο Καναδός Καρλ Λεμιέ, μέλος της κολεκτίβας των Godspeed You! Black Emperor φτιάχνει με την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ένα ποστ-ροκ φιλμ που ακούγεται δυνατά. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Μπάχαλο».
Πλατεία Αμερικής του Γιάννη Σακαρίδη, Ελλάδα - Μ. Βρετανία
Οι ήρωες της «Πλατείας Αμερικής» είναι τρεις και ζουν και οι τρεις στην ίδια πολυκατοικία. Και για όσο διαρκεί μια ταινία θα ζήσουν ο καθένας τη δική του ταινία, με αρχή μέση τέλος και κεντρικό άξονα τη φυγή. Φυγή εκτός των ελληνικών συνόρων, εκτός της κρίσης, εκτός από αυτή τη μεγάλη σύμβαση του να μένεις ίδιος ενώ όλα γύρω σου αλλάζουν με ρυθμούς πολυβόλου. Ο Μπίλλη είναι ένας σαραντάρης tattoo artist που έχασε εδώ και καιρό την ευκαιρία να «την κάνει», η γνωριμία του όμως με την Τερέζα από την Αφρική θα είναι καθοριστική για αυτά που θα «χτυπήσει» από δω και πέρα στο κορμί του και το κορμί των άλλων. Ο Νάκος, ένας άνεργος 30something που ζει ακόμη με τους γονείς του θα βρει νόημα στην ευκολία του ρατσισμού και εμπνευσμένος από «κινηματογραφικές» ιστορίες εξόντωσης των αλλοδαπών θα σχεδιάσει το δικό του. Ο Ταρέκ, πρόσφυγας από τη Συρία, προσπαθεί να βρει τον πιο σίγουρο τρόπο για να φύγει από τη χώρα μαζί με τη δεκάχρονη κόρη του. Στη δεύτερη μεγάλου μήκους του ταινία, ο σκηνοθέτης του «Wild Duck» αποτυπώνει με γνώριμο τρόπο αλλά έξυπνη κινηματογράφηση το εδώ και τώρα μιας πόλης που αλλάζει. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την «Πλατεία Αμερικής».
Λαίδη Μάκμπεθ (Lady Macbeth) του Ουίλιαμ Ολντροϊντ, Μ. Βρετανία
Στη «Λαίδη Μάκμπεθ», ο πρωτοεμφανιζόμενος στον κινηματογράφο (αλλά έμπειρος στο θεατρικό σανίδι) Ουΐλιαμ Ολντροϊντ χρησιμοποιεί μια διαφορετική αφαιρετική προσέγγιση, αν και βασίζεται και ο ίδιος στη φύση και τα στοιχεία της για να δείξει την ανάγκη απελευθέρωσης της (αντι)ηρωίδας του. Για τον Ολντροϊντ εκείνο που έχει σημασία είναι να ξεχωρίσει, να ανακαλύψει βασικά, μέσα στην βικτωριανή αισθητική εκείνες τις κρίσιμες λεπτομέρειες και τις κομβικές στιγμές της μετάβασης της Λαίδης Κάθριν του από μία νύφη διαδικαστικού χαρακτήρα σε μια τραγική φιγούρα που αρνείται να αφήσει την τύχη της στα χέρια άλλων. Η «Λαίδη Μάκμπεθ» του δεν έχει καμία σχέση αρχικά με την ομώνυμη σαιξπηρική ηρωίδα. Ουσιαστικά αποτελεί μεταφορά της ρώσικης νουβέλας του Νικολάι Λέσκοφ «Η Λαίδη Μάκμπεθ του Μτσενσκ», αν και η διασκευή τοποθετεί την ιστορία στην αγροτική βόρεια Αγγλία του 1860. Μέχρι το τέλος όμως της ταινίας, θα υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να αιτιολογηθεί ο διακριτικός αλλά καίριος παραλληλισμός. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Λαίδη Μάκμπεθ».
Το Αίμα των Σάμι (Sami's Blood) της Αμάντα Κέρνελ, Σουηδία - Δανία - Νορβηγία
Μάλλον χρειάζεται μια νεαρή (γεννημένη το 1986) σκηνοθέτης από τη Δανία για να κάνει τη διεθνή φεστιβαλική σκηνή να μελετήσει ξανά το θέμα του ρατσισμού απέναντι στον πληθυσμό των Σάμι - και το κάνει με πάθος, έστω κι αν όχι με σεναριακή συνέπεια ή πρωτοτυπία. Η ταινία «Το Αίμα των Σάμι», της Αμάντα Κέρνελ, έκανε πρεμιέρα στη Βενετία και διαγωνίζεται φέτος στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, συστήνοντας το κατά μέτωπο, αμετακίνητο βλέμμα-τιμωρό ενός μικρού κοριτσιού, απέναντι σε όλον τον γνωστό κόσμο. Ηρωίδα είναι η Ελε Μάργια, ένα 14χρονο κορίτσι στη Σουηδία του '30, κόρη της κοινότητας των Σάμι, των ιθαγενών της Σκανδιναβίας, οι οποίοι έζησαν νομαδικά κοντά στη φύση, εκτρέφοντας ταράνδους και μιλώντας τη δική τους γλώσσα, τραγουδώντας τα δικά τους τραγούδια, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις, όπως όλοι οι παλιοί λαοί, με τα ζώα και τις φυσικές δυνάμεις. Η Ελε Μάργια θέλει ό,τι κι οποιαδήποτε έφηβη της εποχής της - να χορέψει, να φορέσει ελαφρά φορέματα κι όχι την παραδοσιακή μάλλινη φορεσιά της, να φλερτάρει. Ο κόσμος δεν είναι έτοιμος να την υποδεχτεί: αντίθετα, θα την κοροϊδέψει, θα την υποβιβάσει, θα μετρήσει με επιστημονικά εργαλεία την ανάπτυξη του εγκεφάλου της, θα την περιθωριοποιήσει, κάνοντάς την ν' απαρνηθεί την καταγωγή και την ιστορία της, να απορροφηθεί από το συνηθισμένο σύνολο. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Αίμα των Σάμι».
Οι Ενάρετοι (A Decent Woman) του Λούκας Βαλέντα Ρίνερ, Αυστρία-Νότια Κορέα-Αργεντινή
Οι κοινωνικές, οικονομικές, ακόμα και ηθικές, αντιθέσεις εντός της κοινωνίας είναι μια θεματική που πάντα ενδιέφερε το σινεμά της Αργεντινής, ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως η ιστορία δεν είχε να κάνει άμεσα με κάτι από αυτά. «Οι Eνάρετοι» του Λούκας Βαλέντα Ρίνερ, συνεχίζουν αυτή την παράδοση, εστιάζοντας στην ζωή μιας γυναίκας που ανακαλύπτει ότι πίσω από το τείχος ασφαλείας που περιτριγυρίζει την κοινότητα πλουσίων όπου εργάζεται ως οικιακή βοηθός, ζει και βασιλεύει μια κολεκτίβα γυμνιστών. Η αντίθεση ανάμεσα στον καθώς πρέπει τρόπο ζωής των πλουσίων και την απελευθερωμένη φύση των… δίπλα είναι που δίνει την αφορμή στην Μπελέν της Iριντε Μόκερτ την ευκαιρία να αρχίσει και η ίδια να απεγκλωβίζεται από τις συστολές της, από την εσωστρέφειά της, από όλη εκείνη την εικόνα που έχει χτίσει γύρω από τον εαυτό της, σε μία πορεία χειραφέτησης προς ένα διαφορετικό αύριο. Αυτό που αρχικά την σοκάρει, στην πορεία μετατρέπεται σε περιέργεια για να αναδειχθεί τελικά σε αποδοχή μιας ολόκληρης πραγματικότητας που μέχρι πριν λίγο καιρό αγνοούσε καν την ύπαρξή της. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Οι Ενάρετοι».
Αφτερλωβ (Afterlov) του Στέργιου Πάσχου, Ελλάδα
Οι ήρωές της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Στέργιου Πάσχου είναι ο Νίκος και η Σοφία, εκείνοι που γνωρίσαμε στη μικρού μήκους ταινία του «Ο Ελβις Είναι Νεκρός». Τότε αγαπιούνταν, τώρα έχουν χωρίσει, αν κι αγαπιούνται ακόμα. Ο Νίκος καλεί τη Σοφία να περάσουν λίγες καλοκαιρινές μέρες στο πλούσιο σπίτι με πισίνα που του έχει διαθέσει ένας φίλος. Μόνο που ο Νίκος κλειδώνει τη Σοφία μέσα κι απαιτεί να καταλάβει γιατί, τελικά, χώρισαν. Βγαλμένο μέσα από κουβέντες και δοκιμές του Στέργιου Πάσχου με τους πρωταγωνιστές του, Χάρη Φραγκούλη και Ηρώ Μπέζου, το σενάριο έχει, απλώς, πάρα πολλή πλάκα. Με εκπληκτικές ατάκες, του τύπου «θέλω να κάνουμε παιδιά ως επανάσταση, όχι ως καβάντζα» και μ’ ένα ρυθμό πολυβόλου, το περίπου ζευγάρι σκέφτεται, μιλά ακατάπαυστα, συγκρούεται κι ερωτεύεται απ’ την αρχή, με ενθουσιαστικό χιούμορ και τις αλήθειες που έχουν συζητήσει μεταξύ τους ζευγάρια απ’ όταν εφευρέθηκε ο όρος σε μια ταινία που μιλάει τόσο πολύ για τον έρωτα που σε καλεί να την ερωτευτείς. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Αφτερλωβ».
Η Πέτρα της Καρδιάς (Heartstone) του Γκούντμουντουρ Αρναρ Γκούντμουντσον, Ισλανδία-Δανία
Σε ένα απομονωμένο ψαροχώρι της ανατολικής Ισλανδίας, δύο φίλοι θα βιώσουν το πέρασμα από την εφηβεία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με όλα τα σκιρτήματα και τις αναταράξεις που αυτό συνεπάγεται. Ο πρώτος, μικροκαμωμένος και ντροπαλός, αρχίζει να εξετάζει κάθε μέρα με αγωνία το σώμα του, περιμένοντας μια… τριχοφυΐα που ποτέ δεν έρχεται και πειραματίζεται μπροστά στον καθρέφτη φιλώντας τον εαυτό του και κολλώντας τις τρίχες από τη χτένα στην ηβική του χώρα, ενώ πρέπει να υπομένει την κοροϊδία των δύο αδερφών του. O δεύτερος, πιο γεροδεμένος κι όμορφος, με έναν venus as a boy, αλλά και άγουρο ταυτόχρονα τρόπο, δείχνει αρχικά πιο προσγειωμένος και προσηνής, έτοιμος να προστατεύσει τον φίλο του, αλλά έχει κι αυτός τα δικά του βάσανα, που συνοψίζονται κυρίως στο ότι είναι μοναχοπαίδι σε μια οικογένεια σε κρίση, με έναν αγροίκο, ομοφοβικό πατέρα και μια συναισθηματικά ψυχρή κι απρόσιτη μητέρα. Χωρίς να λέει ποτέ κάτι πρωτότυπο για καταστάσεις που έχουν αποτυπωθεί πλειστάκις στη μεγάλη οθόνη και κυρίως έχουν βιωθεί από κάθε θεατή που υπήρξε κάποτε έφηβος, gay ή straight ή και σε όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις, αλλά ίσως κι εξαιτίας του γεγονότος αυτού, το «Heartstone» διαθέτει μια αφοπλιστική ειλικρίνεια στην καταγραφή του ξυπνήματος της άνοιξης μέσα στο κατακαλόκαιρο των δύο έφηβων πρωταγωνιστών του. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Η Πέτρα της Καρδιάς».
Η Μεταμόρφωση (The Transfiguration) του Μάικλ Ο' Σέι, ΗΠΑ
Όταν ρωτάνε τον Μάιλο ποια είναι η αγαπημένη του ταινία με βρικόλακες, εκείνος απαντάει ότι είναι το «Martin» του Τζορτζ Ρομέρο ακριβώς επειδή είναι πολύ ρεαλιστικό. «Μα δεν υπάρχουν ρεαλιστικές ταινίες με βρικόλακες!» του ανταπαντά αμέσως η Σόφι, μια κοπέλα η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται για τον απομονωμένο, λιγομίλητο νεαρό. Ο ίδιος όμως στο μυαλό του έχει πολύ τακτοποιημένα τα πράγματα, γνωρίζει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να αφορά την ζωή ενός «αληθινού» βρικόλακα και έχει έτοιμο ακόμα κι ένα ημερολόγιο που μπορεί να λειτουργήσει ως εγκυκλοπαίδεια για το πώς ζουν και συμπεριφέρονται τα βαμπίρ στην πραγματικότητα! Δεν έχει δει το «Λυκόφως» και δεν χρειάζεται κιόλας. Ξέρει ότι δεν είναι ρεαλιστικό. Τα βαμπίρ δεν λαμπυρίζουν, διάολε! Γεμάτη αναφορές σε μια horror κληρονομιά που αναζητά τον ρεαλισμό στις ιστορίες τρόμου με βρικόλακες, η «Μεταμόρφωση» μπορεί να μην… δαγκώνει αλλά αποδεικνύει ότι το να θέλεις να γίνεις βρικόλακας, ίσως να μην είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σου συμβεί στο γκέτο. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για τη «Μεταμόρφωση».
Στην Ηλικία μου Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω (Α Μon Αge Je me Cache Encore pour Fumer) της Ραϊανά, Γαλλία-Ελλάδα-Αλγερία
Το «Στην Ηλικία μου Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω» εκτυλίσσεται στο Αλγέρι το 1995, μέσα σ' ένα χαμάμ, τις ώρες που λειτουργεί, με σφαλισμένες πόρτες, μόνο για τις γυναίκες. Εκεί συναντιούνται η κυρά-πλύστρα και μασέζ, που υποδύεται επιβλητικά κι αγέρωχα η Χιάμ Αμπάς μ' ένα πλήθος από πελάτισσες, φιλενάδες κι εχθρούς. Το αντρικό βλέμμα λείπει, μαζί του κι οι επικρίσεις. Οι μαντήλες και τα ρούχα φεύγουν, οι υδρατμοί και τα σφουγγάρια ανοίγουν τους πόρους του δέρματος κι από εκεί βγαίνουν οι πιο μύχιες, διασκεδαστικές, λυτρωτικές ή αποτρόπαιες, γυναικείες εξομολογήσεις. Ανάμεσά τους βρίσκεται η επαναστατημένη φοιτήτρια που οι συμφοιτητές της έλουσαν με βιτριόλι, η νεαρή χήρα του φονταμενταλιστή ισλαμιστή που όλες φοβούνται, ένα κοριτσάκι με όλες τις επιλογές ανοιχτές, οι κυνικές, πια, μαμάδες και γιαγιάδες που, η καθεμιά, έχει τον τρόπο της να χειρίζεται τη συζυγική καταπίεση, αλλά και μια φυγάς, μια ανύπαντρη έγκυος κοπέλα την οποία ο αδελφός της καταδιώκει για να τη σκοτώσει. Εξω από την καγκελόπορτα συσσωρεύεται ο φανατισμός και η οργή. Μέσα στο λουτρό όλα είναι ανοιχτά για κουβέντα, ίσως και για δράση. Βασισμένη στο δικό της θεατρικό έργο, η Ραϊανά, Γαλλίδα ηθοποιός αλγερινής καταγωγής, στήνει μια τραγι-κωμωδία μέσα στους γεμάτους υγρασία τοίχους ενός γυναικείου χαμάμ και φέρνει κοντά όλες τις πλευρές της γυναικείας χειραφέτησης ή υποδούλωσης στον μουσουλμανικό κόσμο, σ' ένα φιλμ που απευθύνεται, όμως, στις απανταχού γυναίκες και άντρες. Κι αν η πολιτική του θέση κατά στιγμές μοιάζει σχηματική, το βίωμα της γυναικείας εγγύτητας κερδίζει τις εντυπώσεις. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Στην Ηλικία Μου Ακόμα Κρύβομαι για να Καπνίσω».
Κυλά στο Αίμα (In the Blood) του Ράσμους Χέιστερμπεργκ, Δανία
Υπάρχουν οι ταινίες που προκαλούν ανατριχίλες με την πρωτοτυπία τους. Υπάρχουν κι οι άλλες, οι σεναριακά τετριμμένες, που σε καλούν να ταυτιστείς, γιατί γνωρίζουν τη δική σου γλώσσα, τις δικές σου συγκρούσεις, το δικό σου συναισθηματικό αδιέξοδο. Τέτοια είναι και το «Κυλά στο Αίμα», σκηνοθετημένη από τον Δανό Ράσμους Χέιστερμπεργκ, διακεκριμμένο σεναριογράφο ταινιών σαν το «King’s Game» και το πρωτότυπο «Κορίτσι με το Τατουάζ» και βραβευμένο με την Αργυρή Αρκτο καλύτερου σεναρίου για το «Μια Βασιλική Σχέση» στο φεστιβάλ Βερολίνου του 2012. Ο ήρωας της ταινίας είναι ο Σίμον, με το απαλά ζωγραφισμένο πρόσωπο του Κρίστοφερ Μπεκ, φοιτητής στην ιατρική. Ο Σίμον περνάει καλά: είναι καλοκαίρι, έχει μπροστά του τρεις ζεστούς μήνες, να τους περάσει με τους τρεις συγκατοίκους του. Κάθε νύχτα βγαίνουν, πίνουν, κάνουν ντραγκς, χορεύουν, βρίσκουν υπέροχες, αιθέριες κοπέλες, κάνουν τρέλες, ζουν. Κάθε μέρα θεραπεύουν το hangover τους, παρακολουθούν τα μαθήματα στη σχολή, προετοιμάζονται για τις εξετάσεις και για το εξάμηνο περιπετειώδες ταξίδι που θα κάνουν στη Βολιβία. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Κυλά στο Αίμα».
Kékszakállú του Γκαστόν Σολνίτσκι, Αργεντινή
Η σύνοψη της ταινίας υπόσχεται «ένα αντισυμβατικό πορτρέτο κάποιων νεαρών γυναικών που βρίσκονται στο κατώφλι της ενηλικίωσης». Το να προσπαθήσει κανείς όμως να περιορίσει το «Kékszakállú» σε μια περίληψη που βγάζει νόημα περισσότερο αδικεί την ταινία παρά απλοποιεί τα πράγματα. Γιατί το ντεμπούτο του Αργεντίνου Γκαστόν Σολνίτσκι που συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό του 57ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μέσα στην εικαστική του φιλοδοξία και τις αφηγηματικές του επιρροές από το σινεμά της Λουκρεσία Μαρτέλ, είναι και παρατήρηση μιας κοινωνίας όπου οι γυναικείες φιγούρες ετοιμάζονται να λάβουν αποφάσεις που πρόκειται να επηρεάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους και η αφαιρετική διασκευή μιας όπερας όπου η μουσική συμπληρώνει την αρχιτεκτονική του χώρου αλλά και μία μελέτη της αστικής ennui, όπου το μέλλον μοιάζει να είναι ανησυχητικά απόν. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Kékszakállú».
Χεσούς (Jesus) του Φερνάντο Γκουτσόνι, Γαλλία-Χιλή-Γερμανία-Ελλάδα-Κολομβία
Ο έφηβος Χεσούς μεγαλώνει στο Σαντιάγο, μοιράζοντας το χρόνο του ανάμεσα στο ερασιτεχνικό του ποπ συγκρότημα και τα snuff movies που βλέπει με τους φίλους του, δοκιμάζοντας τις αντοχές του απέναντι σε εικόνες σκληρής βίας. Του αρέσουν τα κορίτσια σχεδόν όσο και τα αγόρια και η σχέση του με τον απόμακρο πατέρα του είναι ό,τι πιο κοντινό έχει γνωρίσει ποτέ σε οικογένεια. Ο Χεσούς είναι ένα παιδί του σήμερα, χωρίς πυξίδα για το προς τα που κατευθύνεται και ποιον δρόμο πρέπει να πάρει για να φτάσει εκεί. Οταν, μαζί με την παρέα του, θα χτυπήσει σχεδόν θανάσιμα έναν έφηβο σε ένα πάρκο – αποτέλεσμα της βίας στην οποία εκτίθεται ηθελημένα και αθέλητα, θα στραφεί για βοήθεια στον πατέρα του και θα του ζητήσει προστασία. Μια σκληρή και με καθολικές απολήξεις ιστορία ενηλικίωσης στη σύγχρονη Χιλή από τον Φερνάντο Γκουτσόνι και μια συμπαραγωγή στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Jesus».
Δολοφονικά Αμαξίδια (Kills on Wheels) του Ατίλα Τιλ, Ουγγαρία
Ο Ρουπάζοφ είναι ο πρώην πυροσβέστης που μια γενναία επιχείρηση καθήλωσε σε αναπηρικό αμαξίδιο. Αλλά ο Ρουπάζοφ είναι αποφασισμένος να σταθεί στα δυο του πόδια, πάση θυσία. Τουλάχιστον, έτσι όπως η ιστορία του ξετυλίγεται στο κόμικ των έφηβων Ζόλικα και Μπάρμπα που επίσης πάσχουν από κινητικά προβλήματα. Μέχρι τη στιγμή που ο Ρουπάζοφ, που φέρει μικρές ομοιότητες και με τον πατέρα του Ζόλικα, θα εμφανιστεί στον «πραγματικό» κόσμο και θα παρασύρει τα δυο αγόρια σ' έναν αγώνα ταχύτητας με τη ζωή, με όχημα τα αμαξίδια. Ο Ούγγρος Ατίλα Τιλ, τη στιγμή ακριβώς που η χώρα του χαρακτηρίζεται από έντονα ρατσιστικά ρεύματα, παρουσιάζει μια ταινία που δε μιλά για τον ρατσισμό, απλώς τον αποκλείει, οριστικά, στην πράξη. Οι δυο πρωταγωνιστές του είναι μη επαγγελματίες ηθοποιοί, οι ίδιοι με τα κινητικά προβλήματα των ηρώων τους και, πράγματι, στέκονται θαυμάσια απέναντι στον Ζάμπολτς Θουρόζι του «White God». Οι τρεις τους συνθέτουν ένα αταίριαστο γκρουπ έτοιμο για περιπέτεια, σ' ένα φιλμ που διατρέχει τα είδη, από το βαλκανικό γουέστερν στο γκανγκστερικό θρίλερ κι από την εφηβική κομεντί στο υπερηρωικό animation. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για τα «Δολοφονικά Αμαξίδια».
Stopover (Voir du Pays) των Ντελφίν Κουλέν και Μυριέλ Κουλέν, Γαλλία-Ελλάδα
Τα «κορίτσια» αυτής της ταινίας είναι η Ορόρ και η Μαριάν, δυο κοπέλες που μεγάλωσαν μαζί στο γαλλικό Λοριάν και κατατάχθηκαν στο στρατό, για να βρουν μια δουλειά και, κυρίως, για να γυρίσουν τον κόσμο. Επιστρέφοντας στη Γαλλία από αποστολή στο Αφγανιστάν, κάνουν μια τριήμερη στάση σ' ένα παραδεισένιο θέρετρο (η Ρόδος ποζάρει ως Κύπρος), για να αποσυμπιεστούν πριν φτάσουν στους δικούς τους. Αυτή η αποσυμπίεση είναι οργανωμένη, περιλαμβάνει ασκήσεις, χρονομετρημένη χαλάρωση και ομαδική ψυχοθεραπεία με τη βοήθεια ψηφιακής αναπαράστασης των συγκεκριμένων στιγμών που βίωσαν στη μάχη, μέσα σ' ένα ντεκόρ από ήλιο, θάλασσα, φοίνικες, μεθυσμένους τουρίστες και δυο πρόθυμους ντόπιους. Ο παραλογισμός του συνδυασμού δυο κόσμων και η ίδια η αναβίωση της μάχης δημιουργούν τις πιεσμένες συνθήκες που θα κάνουν τα βίαια ένστικτα να ξεσπάσουν πιο δυνατά απ' ό,τι στον πόλεμο. Από τα «17 Κορίτσια», το ενδιαφέρον των αδελφών Μιριέλ και Ντελφίν Κουλέν για τη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, τη σχέση της με το σώμα της και με τον κόσμο γύρω της ήταν ξεκάθαρο. Τώρα, στη νέα τους ταινία, το «Stopover» («Voir du Pays»), βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της Ντελφίν, η εξερεύνησή τους γίνεται πιο βαθειά κι αγγίζει ένα θέμα πολύ μεγαλύτερο, τη θέση του ανθρώπου - και κυρίως της γυναίκας - απέναντι στη βία, με εφαλτήριο τις ευρωπαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Stopover».
Ο Σπορέας (Sower) του Γιόσουκε Τακέουτσι, Ιαπωνία
Η μικρή Τσίε είναι ενθουσιασμένη όταν στο σπίτι τους έρχεται για επίσκεψη ο αδερφός του πατέρα της, Μιτσούο, μετά από τρία χρόνια σε μια ψυχιατρική κλινική. Ο θείος, έτοιμος να νιώσει μέρος μιας οικογένειας που έχει χάσει εδώ και καιρό θα ενθουσιαστεί αντίστοιχα με την Τσίε αλλά και την πιο μικρή 3χρονη αδερφή της Ιτσούκι. Οταν όμως, όχι ακριβώς από λάθος, η Τσίε θα ρίξει κάτω την Ιτσούκι και θα κατηγορήσει για το θανατό της τον Μιτσούο, αυτός θα αναλάβει το φορτίο, σαν αυτό να ήταν το μόνο πράγμα που θα τον έκανε να νιώσει... κανονικά. Ο,τι ακολουθεί στο βραδυφλεγές ντεμπούτο του Ιάπωνα Γιόσουκε Τακέουτσι είναι μια αγωνιώδης υπαρξιακή διαδρομή σε μια εναλλαγή συναισθημάτων που δεν μπορείς να περιγράψεις εύκολα, καθώς η ενοχή και οι τύψεις αλλάζουν μορφή και κάτοχο και μετουσιώνονται τελικά σε κάτι μεγαλύτερο από το πώς διαχειρίζεσαι μια τραγωδία. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για τον «Σπορέα».
Park της Σοφίας Εξάρχου, Ελλάδα - Πολωνία
Για την πρώτη του τουλάχιστον ώρα, το εντυπωσιακό ντεμπούτο της Σοφίας Εξάρχου λέει με τον πιο εκκωφαντικό, συναισθηματικό και σωματικό τρόπο όλα όσα μπορούν να ειπωθούν για τη γενιά του 2000, παιδιά που σήμερα περνούν την εφηβεία τους έχοντας ακούσει τη λέξη «κρίση» να συνοδεύει ακόμη και καταχρηστικά κάθε συμφραζόμενο, χαμένα στα απομεινάρια που άφησε πίσω της, εδώ, όχι μια φυσική καταστροφή - για όσους σπεύσουν να μιλήσουν για το ελληνικό «Gummo» - αλλά η απόλυτη εγκατάλειψη, εκείνο το άδειασμα που μένει όταν σε μεγαλύτερη ακτίνα από αυτή που βλέπεις δεν υπάρχει τίποτα για να σου κρατήσει το βλέμμα. O φετιχισμός με τον οποίο η Σοφία Εξάρχου κινηματογραφεί τις σωματικές εξάρσεις των ηρώων της είναι η πιο ζωντανή απόδειξη του ταλέντου της. Στη μακρά παράδοση του Λάρι Κλαρκ, ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα αφηγείται τις ιστορίες τους είναι μαζί σέξι και ψυχρός, εμμονοληπτικός τόσο ώστε να μπορέσει να εκφράσει όλα όσα αυτά τα παιδιά θα αργήσουν πολύ να εκφράσουν συγκροτημένα με λόγια, πάντα τρυφερός και με μια αθωότητα που αναδύεται φυσικά από τον μοναδικό στενό δεσμό που διατηρούν στη ζωή τους: αυτόν με το σώμα τους και την αντοχή του ή την ευλυγισία του απέναντι στη μεγάλη πρόκληση που λέγεται ζωή. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «Park».
H Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Ολλι Μάκι (The Happiest Day in the Life of Olli Maki) του Γιούχο Κούοσμανεν, Φινλανδία-Γερμανία-Σουηδία
Για όσους δεν γνωρίζετε τον Ολλι Μάκι, ήρθε η ώρα να μάθετε πως κάποτε στη Φινλανδία υπήρξε ένα πυγμάχος τόσο ταλαντούχος και πεισματάρης που προσπάθησε σκληρά για να αγγίξει το όνειρο του να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους μποξέρ του κόσμου, πριν αρνηθεί τα πάντα για τον μεγάλο του έρωτα. Σε μια μακρά παράδοση ταινιών για αθλήματα, αλλά και το μποξ ειδικά (από το «Ρόκι» μέχρι το «Οργισμένο Είδωλο» και από το «Wrestler» μέχρι το «Creed»), που χρησιμοποίησαν ευρηματικά το ρινγκ για να μιλήσουν για μεγαλύτερους και πιο κρίσιμους αγώνες έξω από αυτό, ο τρόπος με τον οποίο ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιούζο Κούοσμανεν ντύνει τη βιογραφία του πιο διάσημου Φινλανδού πυγμάχου με το κοστούμι μιας ταινίας βαθιά ρομαντικής, με κάθε πιθανή σημασία δίνει κανείς στην έννοια, είναι τουλάχιστον αφοπλιστικός. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για το «H Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Ολλι Μάκι».