Η ταινία του «Like Father, Like Son» προβάλλεται στο τμήμα των Ανοιχτών Οριζόντων απόψε. Βασιζόμενος σε αυτοβιογραφικές μνήμες ως γιος και προσωπικές αναζητήσεις ως πρόσφατος πατέρας, ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα («Nobody Knows») υπογράφει ένα οικογενειακό δράμα, τοποθετώντας στο επίκεντρο τους πατριάρχες δύο οικογενειών που ανακαλύπτουν ότι, εξαιτίας ενός λάθους, μεγαλώνουν ο ένας τον γιο του άλλου.
Είχαμε δει την ταινία, που εξιστορεί το δίλημμα δύο οικογενειών που μαθαίνουν ότι από λάθος στο μαιευτήριο μεγάλωναν η μία το αγοράκι της άλλης, στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής και το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής-Ειδική Μνεία. (Διαβάστε και δείτε περισσότερα για το «Like Father, Like Son» εδώ).
Και είχαμε την τύχη να τον συναντήσουμε. Τύχη, όχι μόνο γιατί είναι ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ιαπωνικού κινηματογράφου. Αλλά γιατί είναι από τους συνομιλητές που ο σεβασμός, η φυσική ευγένεια, η ποιότητα και ο βαθύς ανθρωπισμός τους σε αγγίζουν, σου μένουν ανεξίτηλοι.
Ποια ήταν η έμπνευσή σας για να κάνετε αυτή την ταινία;
Οτι υπήρξαν τέτοια περιστατικά στην Ιαπωνία. Στη δεκαετία του 70, κάποια νοσκομεία μπέρδεψαν τις ταυτότητες μωρών, έγιναν λάθη και αυτά ανακαλύφθηκαν χρόνια μετά. Οι οικογένειες τότε κατά 99% διάλεγαν να ανταλλάξουν τα παιδιά τους. Προτιμούσαν το παιδί που κουβαλούσε το DNA τους κι όχι αυτό που μεγάλωσε μαζί τους. Υπήρξαν όμως δύο οικογένειες που προβληματίστηκαν. Σ' αυτές βασίστηκε η ταινία.
Ενα μαγικό πράγμα που έχει το σινεμά είναι ότι μία ταινία την βλέπουν διαφορετικοί άνθρωποι, από άλλους πολιτισμούς, συνήθειες και παραδόσεις. Τι αντιδράσεις είχατε προβάλλοντας την ταινία σε θεατές έξω από τη χώρα σας;
Η αλήθεια είναι ότι κάθε άνθρωπος θα είχε και μία διαφορετική απάντηση σ' αυτό το δίλημμα. Oπως επίσης, να τολμήσω να υποθέσω ότι προέρχεστε από μία χώρα της Μεσογείου, όσο πιο νότια δείχνω την ταινία, τόσο πιο έντονες είναι οι αντιδράσεις «δε θα έδινα ποτέ πίσω το παιδί που μεγάλωσα». Ομως πρέπει να σας πω ότι έχουμε κι εμείς αλλάξει. Αυτές οι ιστορίες συνέβησαν στην Ιαπωνία πριν από 40 χρόνια. Οταν σκεφτόμουν να γυρίσω την ταινία ρώτησα τη γυναίκα μου τι θα κάναμε εμείς σ' αυτή την περίπτωση. Ηταν κατηγορηματική. Δεν υπήρχε περίπτωση να δίναμε το παιδί πίσω. Από την άλλη εγώ σκεφτόμουν και το άλλο: αν όμως ξέρω ότι κάποιοι άλλοι μεγαλώνουν το παιδί μου, θα το αγνοήσω; Αυτά τα διλήμματα προσπάθησα να βάλω στην ταινία.
Εχετε μια καταπληκτική ικανότητα να σκηνοθετείτε παιδιά. Καταφέρνετε να αποσπάσετε υπέροχες, νατουραλιστικές ερμηνείες από παιδιά. Ποιο είναι το μυστικό;
Σας ευχαριστώ πολύ. Aπό το «Nobody Knows» και μετά αποφάσισα ότι δεν θα δίνω σενάριο στα παιδιά. Τα παιδιά χρειάζονται κάποιον να τους εξηγεί προσωπικά, σκηνή-σκηνή, τι κάνουν. Με έναν καθησυχαστικό, απλό τρόπο. Αυτό που έκανα επίσης σ' αυτή την ταινία είναι όται ανέθεσα στην ηθοποιό που έπαιξε την μητέρα τους να είναι υπεύθυνη για αυτά στα γυρίσματα. Εκείνη φρόντιζε για το φαγητό τους, εκείνη απαντούσε αν είχαν ερωτήσεις. Αυτό έκανε τα παιδιά να δεθούν πραγματικά με τη γυναίκα. Οπότε όταν άρχισε να γυρίζει η κάμερα, υπήρχε μία φυσική οικογενειακή σχεδόν χημεία.
Είναι η ταινία μία κριτική, όχι μόνο για την ιαπωνική οικογένεια, αλλά γενικότερα για την ιαπωνική κοινωνία;
Δεν σκέφτομαι καταγγελτικά, δεν είναι το στιλ μου. Σίγουρα όμως υπάρχει ένα κριτικό βλέμμα στην κοινωνία μας - το θέμα, για παράδειγμα ότι ο άντρας, ακόμα και σήμερα, καταπιέζει τη γυναίκα. Εκείνη δεν μπορεί να αποφασίσει τίποτα. Μόνο υπακούει. Ξέρετε όμως γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί το ονομάζουμε «παράδοση», οπότε και το συνεχίζουμε - γενιά με γενιά. Το έκανε ο πατέρας μας, το κάνουμε κι εμείς. Για αυτό και ήμουν πολύ προσεχτικός: ο μορφωμένος πατέρας της ιστορίας μου κάνει λάθη. Οχι ο αγράμματος, λαϊκός πατέρας. Γιατί δεν έχει σημασία η μόρφωση ή η κοινωνική τάξη, αλλά μία κακώς εννοούμενη πειθαρχία στην παράδοση που σου ρίζωσαν από μικρό.
Επιλέξατε όμως να συγκρίνετε ξεκάθαρα δύο διαφορετικές Ιαπωνίες: μία οικογένεια λαϊκής τάξης και ένα ζευγάροι σύγχρονων νεοαστών...
Ναι. Ηθελα να εξερευνήσω αν η πρόοδος, η ανάπτυξη σημαίνει και ευτυχία. Η μία οικογένεια είναι πιο φτωχοί, απλοϊκοί άνθρωποι. Ζουν σε μία υποβαθμισμένη συνοικία έξω από το Τόκυο - όμως ζουν σε μονοκατοικία. Εχουν κήπο, έχουν κάνει πιο πολλά παιδιά, έχουν χώρο και χρόνο για αυτά. Το άλλο ζευγάρι γονιών είναι το μοντέρνο μοντέλο. Εχουν καλύτερες δουλειές, έχουν αγοράσει και επιπλώσει με γούστο ένα διαμέρισμα στην φιλέτο συνοικία της πόλης. Ομως, ζουν σ' ένα κλουβί. Απομονωμένοι και μόνο με ένα παιδί που κι αυτό δεν έχει χώρο να παίξει.
Εχετε πει ότι θέλατε να κάνετε μία ταινία γιατί είχατε να πείτε και κάτι προσωπικό. Τι εννοούσατε;
Οτι δεν ήθελα να γίνω σαν τον πατέρα μου. Εκείνος δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τα παιδιά του. Για αυτό δεν έχω καμία πραγματική ανάμνηση από τον πατέρα μου, για να σας πω την αλήθεια. Είχα αποφασίσει λοιπόν ότι όταν θα γίνω πατέρας εγώ θα τα κάνω όλα διαφορετικά. Ομως, δυστυχώς, διαπιστώνω ότι ορισμένες συμπεριφορές είναι ριζωμένες μέσα μας. Σε κάποια πράγματα έγινα ακριβώς ίδιος με τον πατέρα μου. Προσπαθώ να τα βλέπω και να τα αλλάζω. Δεν τα καταφέρνω πάντα. Είναι η προσωπική μου ήττα.
Αυτό είναι μόνο ένα κομμάτι της συνέντευξης. Ολόκληρη θα κυκλοφορήσει όταν η ταινία κάνει την πρεμιέρα της στην Ελλάδα.
Tags: Θεσσαλονίκη 2013