Φεστιβάλ / Βραβεία

Restless: ανήσυχη καρδιά, εφησυχασμένο (ένα κάποιο) βλέμμα

στα 10

Μελοδραματικός, αγνώριστα εύπεπτος, σε στιγμές ακόμα και απλοϊκός. Ο Γκας Βαν Σαντ απογοητεύει τα δημοσιογραφικά πλήθη της Κρουαζέτ, αλλά ακόμα κι αν συμφωνείς ότι το «Restless» δεν είναι το καλύτερο δείγμα της φιλμογραφίας του, κάτι υπάρχει στο σινεμά του πεισμωμένα έφηβου σκηνοθέτη που δε χορταίνεις να το κοιτάς. Ακόμα κι όταν τρέχουν τα μάτια σου.

Restless: ανήσυχη καρδιά, εφησυχασμένο (ένα κάποιο) βλέμμα
Η γοητεία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού δίνει το φιλί της ζωής σε μία άνιση ταινία...

Ενα μελαγχολικό αγόρι που προσπαθεί να εξοικειωθεί με το θάνατο, έχοντας χάσει τραγικά τους γονείς του, ερωτεύεται ένα κορίτσι που έχει μόνο τρεις μήνες ζωής.

Ο Γκας Βαν Σαντ επιλέγει για άλλη μία φορά να εξετάσει τα μεγάλα ερωτήματα της μικρής μας ζωής μέσα από τα αέναα εφηβικά του μάτια. Γιατί είναι σχεδόν πάντα ανήλικοι οι κεντρικοί ήρωές του; Ακόμα και τώρα που θέλει να εξετάσει με την πένα και το φακό του τον πιο αρχέγονο φόβο του ανθρώπου, το θάνατο, επιλέγει να τον κατεβάσει, να τον φέρει στα μέτρα των εφηβικών ανησυχιών. Γιατί; Είναι πιο προκλητικό να καταγράψεις το θέμα σου μέσα από την αλαζονεία της ηλικίας, την άγνοια κινδύνου, τη σχεδόν ορμονική οργή; Είναι γοητευτικότερο να ντύσεις τους ήρωές σου ως ρετρό χαρακτήρες μιας άλλης εποχής, δυο παιδιά απότομα ρηγμένα σε ενήλικες συνθήκες, να το δεις σαν ένα κατάμαυρο... παιχνίδι; Ή μήπως, γιατί όλα αυτά που πρωτοφωλιάζουν στη συνείδησή σου στα 15 σου χρόνια, δεν τα απαντάς τελικά ποτέ; Απλά συνεχίζεις να τα κουβαλάς όσο ζαρώνει το δέρμα, κυρτώνει το σώμα, αναθέτεις σε ηθοποιούς σου να τα ερμηνεύσουν;

Ο Χένρι Χόπερ, γιος του πρόσφατα χαμένου Ντένις Χόπερ, αναλαμβάνει το ρόλο του, «τιμ-μπαρτονικά» εμμονικού με το θάνατο, Ινοχ. Εχοντας χάσει τους γονείς του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, προσπαθεί να βρει νόημα στην απόλυτη αυτή εγκατάλειψη πηγαίνοντας ακάλεστος σε κηδείες αγνώστων και έχοντας για μοναδικό του φίλο το συνομήλικο φάντασμα ενός γιαπωνέζου καμικάζι του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε μία από τις κηδείες γνωρίζει την Αναμπελ (Μία Γουασικόφσκα) μία κοπέλα που πάσχει από καρκίνο και σύντομα μαθαίνει ότι έχει 3 μήνες ζωής. Ο Ινοχ κλεισμένος στην οργή και τον μικρόκοσμό του προσεγγίζει το θάνατο μελοδραματικά, επισκέπτεται νεκροταφία, ψάχνει μεταφυσικές απαντήσεις, ζει στο παρελθόν. Η Αναμπελ αγαπά την ορθολογιστική θεωρία του Δαρβίνου, τη ζωή, το τώρα. Μετά θα χαρίσει το σώμα της στην επιστήμη. Μαζί μαθαίνουν ότι τη ζωή τη ζεις, μόνο όταν αγαπάς.

Αν αυτό σας φαίνεται κάπως μελό, είναι. Μια υπέροχη ιδέα αναλώνεται σε αρκετά κλισέ, τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά. Ο Βαν Σαντ ενορχηστρώνει την ταινία του σαν την μελαγχολική ποπ που τόσο αγαπά και μ' αυτή έχει πνίξει το σάουντρακ του: συναισθηματικά, τρυφερά, και κάπως γλυκερά. Το υπέροχο πρωταγωνιστικό του δίδυμο είναι τόσο γοητευτικό να το κοιτάς που παρασύρεται και ο ίδιος σε καρτοποσταλικές εικόνες ενός έρωτα που θα σβήσει άδοξα.

Ομως τους κοιτάς. Ή, μάλλον, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω τους. Και αν είσαι από αυτούς τους «ανήσυχους» παράδοξους ανθρώπους που ασπάζονται μία από τις τελευταίες ατάκες της ταινίας, καταλήγεις να συγκινείσαι, πέρα από κάθε λογική ή κινηματογραφικό επιχείρημα: «Ο θάνατος είναι εύκολος. Δύσκολη είναι η ζωή. Δύσκολη είναι η αγάπη.»