Ακόμη και αν δεν γνώριζες καθόλου το παρελθόν του 40χρονου Μάρκους Σλάινζερ μπορείς να καταλάβεις ήδη από τα πρώτα πλάνα του «Μichael» πως το σινεμά του πηγάζει κατευθείαν από το σύμπαν του Μίκαελ Χάνεκε. Η κλινική κινηματογράφηση, η έλλειψη οποιασδήποτε ψυχολογίας, το παγωμένο βλέμμα ακόμη και μπροστά στην πιο αποτρόπαια πράξη, η αποστασιοποιήση του δημιουργού απέναντι στο υλικό του, φέρνει αυτόματα στο νου όσα δίδαξε χρόνια τώρα ο μεγάλος Αυστριακός σκηνοθέτης, συνεργάτης του οποίου υπήρξε ο Σλάινζερ ως διευθυντής κάστινγκ στη «Δασκάλα του Πιάνου», την «Ωρα του Λύκου» και τη «Λευκή Κορδέλα».
Εμπνευσμένος από την πραγματική ιστορία ενός 10χρονου κοριτσιού που κρατήθηκε με τη βία φυλακισμένο για οκτώ χρόνια από έναν άντρα που τον αποκαλούσε «αφέντη», ο Σλάινζερ πειράζει λίγο την πραγματικότητα για να διηγηθεί την ιστορία των τελευταίων μηνών ανάμεσα στην ανορθόδοξη συγκατοίκηση του Μάικλ, ενός 35χρονου άντρα και του Βόλφγκανγκ, ενός 10χρονου αγοριού. Το ανορθόδοξη, είναι, φυσικά μια πολύ ευγενική λέξη για να περιγράψει κανείς αυτό που είναι στην πραγματικότητα το «Michael»: η ιστορία ενός στυγνού παιδεραστή που καταφέρνει να κρύψει από όλο τον περίγυρο του το αποτρόπαιο έγκλημα που εκτυλίσσεται καθημερινά στο κλειδωμένο υπόγειο του σπιτιού του.
Κι, όμως, ο Σλάινζερ δεν αντιμετωπίζει τον Μάικλ ως έναν εγκληματία, αλλά περισσότερο σαν έναν συνηθισμένο άνθρωπο πέραν πάψης υποψίας. Χωρίς να τον κρίνει, περιγράφει την καθημερινότητα του, τις μέρες του στο γραφείο, τις προβληματικές σχέσεις του με το άλλο φύλο, την ρουτίνα ακόμη και της ίδιας της διαστροφής του. Μην περιμένετε σκηνές βίας εντός κάδρου, κλάματα παιδιών που θα σπαράξουν την καρδιά σας (και θα ξυπνήσουν την ενοχή σας) και έναν ήρωα – τέρας που θα βλέπετε το βράδι στους εφιάλτες σας. Ο Σλάινζερ κινηματογραφεί την ιστορία του πιο κλινικά και από τον ίδιο τον Χάνεκε, αποδεσμεύοντας ακόμη και τις πιο δυνατές σκηνές του ακόμη και από το πιο παραμικρό δείγμα δράματος.
Η βαρετή σαν ντοκιμαντέρ ζωή του ήρωα του σοκάρει, όχι επειδή τρέφεται από ένα απεχθές μυστικό, αλλά γιατί μέσα από την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του, όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες του πεντακαθάρου και τακτοποιημένου του σπιτιού αποκτούν τις διαστάσεις ενός συλλογικού εγκλήματος. Ο Σλάινζερ γνωρίζει πως αυτό που δεν δείχνει είναι απείρως χειρότερο από αυτό που δείχνει και πως χωρίς η ταινία του να είναι μια ταινία καταγγελίας, αυτό που τελικά ολοκληρώνει είναι ένα κοσμικό κατηγορώ.
Ο Σλάινζερ, όμως, δεν είναι Χάνεκε. Οχι μόνο γιατί αρνείται να «ζεστάνει» το παγωμένο του σύμπαν με το υποδόρροιο χιούμορ που ανέκαθεν υπήρξε χαρακτηριστικό του δασκάλου του. Αλλά κυρίως γιατί μεταθέτει συνεχώς την ευθύνη στον θεατή, ξεχνώντας πως το πρωταρχικό ζητούμενο μιας ταινίας που καταπιάνεται με ένα τόσο δύσκολο θέμα είναι να αφήσει την πόρτα ανοιχτή και να αντιμετωπίσει την αλήθεια μαζί με τον θεατή.
Απειρία, ευκολία ή η ηθελημένη πρόκληση, το μόνο σίγουρο είναι πως ο Σλάινζερ βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για κάποιο από τα μεγάλα βραβεία του φεστιβάλ, ο πρωταγωνιστής του, Μάικλ Φούιθ ισοπεδώνει οποιαδήποτε άλλη ανδρική ερμηνεία έχουμε δει μέχρι σήμερα στις ταινίες του επίσημου διαγωνιστικού προγράμματος και πως οι Κάννες έχουν ήδη ανακαλύψει έναν από τους πιο πολλά υποσχόμενους νέους σκηνοθέτες του μέλλοντος.
Tags: Cannes 2011