Αυτό που διαφέρει στο «Le Havre» από οποιαδήποτε προηγούμενη ταινία του Ακι Καουρισμάκι είναι ότι διαδραματίζεται στη Χάβρη της Νορμανδίας (στη δεύτερη γαλλόφωνη απόπειρα του φινλανδού σκηνοθέτη μετά την «Μποέμικη Ζωή» του 1992) και πως, σε μια όχι και τόσο ανοιχτή στροφή της θεματικής του, για πρώτη φορά στο σινεμά της καθημερινότητας του εισβάλλει το κοινωνικό θέμα της μετανάστευσης.
Οτιδήποτε άλλο παραμένει πεισματικά ίδιο: η κόμικ αισθητική, η rock 'n' roll ενέργεια, το ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ του, η περισσή αγάπη με την οποία παρατηρεί τους ήρωες του, ο αβίαστος ανθρωπισμός του. Με κεντρικό χαρακτήρα έναν πρώην συγγραφέα, νυν λούστρο που θα φυγαδεύσει έναν ανήλικο λαθρομετανάστη από την Αφρική, ο Καουρισμάκι θα χτίσει μια αστυνομική ιστορία στη μορφή ενός σλάπστικ αμερικάνικου νουάρ, αφήνοντας την ωστόσο ταυτόχρονα στο περιθώριο.
Η πραγματική ιστορία του «Le Havre» βρίσκεται αλλού. Στην καθημερινότητα της μικρής κοινότητας μέσα στη οποία ζει ο Μαρσέλ Μαρξ, στους μαγαζάτορες, την ιδιοκτήτρια του μπαρ, τους εργάτες του λιμανιού, τον αστυνομικό πράκτορα που ερευνά την υπόθεση, την άρρωστη γυναίκα του. Σε όλους όσους, μέσω του μικρού «εισβολέα», θα βρεθούν αντιμέτωποι με τον ...καλύτερο τους εαυτό, όχι από αλληλεγγύη, αλλά κυρίως γιατί και οι ίδιοι βρίσκονται στην ίδια ακριβώς κατάσταση: ξένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα, outsiders της ζωής, σε μια συνεχή αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Προφανής αλλά ποτέ απλοϊκός, συγκινητικός αλλά ποτέ μελοδραματικός, αστείος αλλά ποτέ φτηνός, ο αμετανόητος ρόκερ του ευρωπαικού σινεμά χειροκροτήθηκε σχεδόν από το σύνολο των δημοσιογράφων στην πρώτη του προβολή. Και πως όχι άλλωστε; Το σινεμά του παραμένει μια «ανάσα» μέσα στο συχνά δυσπρόσιτο φεστιβαλικό χάος, μια υπενθύμιση για την γοητεία της κινηματογραφικής απλότητας και μια ελπίδα πως η καλοσύνη μπορεί κάποια στιγμή να επικρατήσει όχι μόνο στο σινεμά. Αλλά και στη ζωή.
Tags: Cannes 2011