Μπορείς να θαυμάσεις τον Ξαβιέ Ντολάν για πολλά πράγματα. Την ταχύτητα με την οποία γυρίζει τις ταινίες του - οκτώ ταινίες σε δέκα χρόνια είναι κάτι που το λες και μεγάλο κατόρθωμα. Το θάρρος του να αναμετρηθεί όχι μόνο με «δύσκολες» θεματικές (οικογενειακές σχέσεις, θέματα φύλου, αυτοδιάθεσης, coming out), θεατρικά έργα και τους μεγαλύτερους σούπερ σταρ του (γαλλικού) σινεμά. Το θράσος του να μιλάει ελεύθερα χωρίς φόβο και πάθος εναντίον του Φεστιβάλ Καννών, του Netflix. Την multitasking αγωνία του να είναι και σκηνοθέτης και σεναριογράφος και ηθοποιός (και σε ταινίες άλλων) και να σκηνοθετεί βίντεο κλιπ και να θεωρείται fashion icon και να περνιέται για αυτοσχέδιος κριτικός κινηματογράφου γράφοντας παιάνες για τους «ανταγωνιστές» του. Την ναΐφ επιμονή του να διατηρεί ζωντανούς τους ήρωες της παιδικής του ηλικίας - είτε αυτοί είναι ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο του «Τιτανικού», είτε ο τρόμος της παιδικής ηλικίας στα βιβλία του Στίβεν Κινγκ.
Ναι, μπορείς να θαυμάσεις τον Ξαβιέ Ντολάν για πολλά πράγματα. Δύσκολα όμως για το σημαντικότερο, που είναι οι ταινίες του. Ταινίες φτιαγμένες με την κεκτημένη ταχύτητα ενός hype που δεν υποστηρίχθηκε μόνο από το Φεστιβάλ Καννών (που δεν θα σταματήσει ποτέ να αναζητά διακαώς και διαχρονικά ένα παιδί-θαύμα για να το αναθρέψει και να διεκδικεί την πατρότητα του - μέχρι το επόμενο), αλλά και από ορδές εκστασιασμένων σινεφίλ που αντέδρασαν στο «ωστικο κύμα» του Ξαβιέ Ντολάν, λες και δεν είχαν ξαναδει ποτέ τους πριν εφηβικές μέτριες ποπ ταινίες με ωραία αγόρια, φανταχτερά κορίτσια και μελό τραγούδια στη διαπασών.
Κάποτε ίσως μιλήσει κανείς ειλικρινά για το γεγονός πως ο κόσμος, οι κριτικοί, όλοι αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με τις ταινίες του Ξαβιέ Ντολάν απλά επειδή αυτές συνεχίζουν να υπάρχουν και επειδή, μπαίνοντας σε κούρσα βραβεύσεων, βραβεύονται, δίνοντας έδαφος και στις επόμενες. Κάποτε ίσως μιλήσει κανείς ειλικρινά για το χάος ανάμεσα στο εφηβικό ενδιαφέρον που είχε το ντεμπούτο του «Σκότωσα τη Μητέρα Μου» πίσω στο 2009 και τις διαστάσεις του «αριστουργήματος» που πήρε, όπως αντίστοιχα για τις φανταστικά άδειες «Φανταστικές Αγάπες», το όλο λάθος (συναισθηματικά κυρίως) «Laurence Anyways», το πιο υστερικά πεθαίνεις ψεύτικο «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου».
Ναι, ανάμεσα σε οκτώ ταινίες, φυσικά και μπορείς να διακρίνεις ότι οι δύο που λείπουν από την παραπάνω λίστα είναι σαφώς καλύτερες, με την έννοια ότι είναι πιο ολοκληρωμένες και δεν μοιάζουν «δανεικές» αλλά φτιαγμένες από έναν δημιουργό που ίσως και να έχει κάτι να πει, όταν σταματάει να «θέλει» να το πει και απλά το λέει. Ο λόγος για το «Tom at the Farm» του 2013 και το «Mommy» του 2014 - καταδικασμένες κι αυτές, λόγω του όλου ψευδούς περιτυλίγματος που παρά την αγωνία του ο Ντολάν δεν προσπαθεί καθόλου να σκίσει για να δούμε τι κρύβεται από κάτω, να έχουν μείνει στην όποια ιστορία, η πρώτη επειδή τσάντισε τον Ντολάν που δεν τον πήραν οι Κάννες και πήγε Βενετία και το δεύτερο επειδή βραβεύθηκε εξ ημισείας με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ στα βραβεία των Καννών.
Δεν έχουμε δει και το «The Death and Life of John F. Donovan» που παίχτηκε στο Τορόντο, αλλά μετά εξαφανίστηκε από προσώπου γης κι ας ήταν το πολυαναμενόμενο αγγλόφωνο ντεμπούτο του με all-star cast (ακόμη και μετά το κόψιμο στο μοντάζ της Τζέσικα Τσαστέιν), αλλά μπορούμε να αντιληφθούμε το επείγον του «Matthias et Maxime», ως μια επιστροφή στον Καναδά, στο μεγάλο εφηβικό αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, σε μια ταινία που θα έσωζε το χαμένο hype του δημιουργού της, που θα έπαιρναν οι Κάννες από κεκτημένη ταχύτητα στο Διαγωνιστικό τους τμήμα και οι (συνεχίζουν) εκστασιασμένες ορδές των φανατικών του θαυμαστών θα ετοίμαζαν ήδη τους διθυράμβους για τον Ντολάν που ξέρουμε και αγαπήσαμε.
Μα ναι. Στο «Matthias et Μaxime» συναντάς τον Ξαβιέ Ντολάν που ξέρεις και... αγαπάς. Αυτόν που κάνει ταινίες που ουρλιάζουν αλλά δεν λένε κάτι και αυτόν που προσπαθεί πολύ και με τόσο προφανή τρόπο να γεμίσει κινηματογραφικό χρόνο με σκηνές που θα μπορούν να σχολιαστούν στη συνέχεια στα social media ή να γίνουν wallpaper στα ipads των θαυμαστών του, σαν αυτές να ήταν και ο μόνος λόγος για τον οποίο κάνει ταινίες. Αυτόν που κάνει μια ταινία για δύο φίλους που ανάμεσά τους υποβόσκει μια ερωτική επιθυμία, επιλέγοντας μια διαδρομή κενή από συναίσθημα, από κινηματογραφικό βάρος, από ακόμη και αυτήν την ίδια την εξερεύνηση του «ανδρισμού» που μάταια ξύνει, στην επιφάνεια μιας ταινίας που αγγίζει μέχρι και τα όρια του προσβλητικού για τη θέση των γυναικών, για την ομοφυλοφιλική ταυτότητα, για το ίδιο το buddy movie ως genre που τελικά δεν... κάνει.
Δεν ξέρει κανείς αν είναι αυτοβιογραφική η ιστορία αυτών των δύο φίλων που κάποτε φιλήθηκαν στο σχολείο και τώρα τους ζητείται να κάνουν το ίδιο σε μια αυτοσχέδια ερασιτεχνική ταινία μικρού μήκους - αφορμή για να ξεκινήσει μια διαδρομή που θα τους βρει σχεδόν αποκομμένους τον έναν από τον άλλον, σε μια διαρκή έλξη και άπωση, κυρίως από τη μεριά του Ματίας που είναι θεωρητικά ο στρέιτ της υπόθεσης. Δεν έχει και σημασία, αφού ο Ξαβιέ Ντολάν, που υποδύεται (τι ειρωνία, πόσο ψεύτικα) τον γκέι Μαξίμ, σκηνοθετεί την (κατά τα άλλα, θα ήθελες να την δεις) ιστορία τους χωρίς κανένα πυρήνα, με μηδενική συναισθηματική εμπλοκή, επιτηδευμένα στο όριο του αντιπαθητικού, αλλά - και για να μην κατηγορηθεί η ταινία ως ελαφριά - σαν να έχει πέσει πάνω τους όλο το βάρος του κόσμου.
Επειδή φυσικά δεν αρκεί το βάσανο να είναι μόνο... ερωτικό, ο Ντολάν υποβιβάζει μια στο χαρτί ωραία ποπ ρομαντική ιστορία σε ένα τρομερά βαρετό (και «καθολικά» συντηρητικό) κύκλο γύρω από το τι σημαίνει ανδρισμός - τόσο ανόητα όσο το ότι για να καταλάβουμε ότι ένας ήρωας που κρύβει ότι είναι γκέι και βασανίζεται γι' αυτό ακούει το «It's a Sin» των Pet Shop Boys. Αλήθεια; Αλήθεια.
Δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει τον Μαξίμ - ο οποίος έχει ένα σημάδι γέννας στο πρόσωπό του (χωρίς λόγο, επειδή τον κάνει πιο βασανισμένο) - που ζει με την βίαιη μητέρα του (σε μερικές από τις πιο κακές με όλη τη σημασία της λέξης σκηνές της ταινίας) και ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αυστραλία (!), με τον Ματίας, ο οποίος είναι αρραβωνιασμένος, δουλεύει σαν δικηγόρος και γοητεύεται (;) από έναν Αμερικάνο που φτάνει στον Καναδά ο οποίος του μιλάει συνέχεια για γυναίκες και το σεξ. Επίσης δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει τους δύο τους με την παρέα τους, αν θεωρήσει κανείς πως το «Matthias et Maxime» κατά βάση μιλάει για μια παρέα μέσα στο χρόνο και διαθέτει περισσότερες από μία (ανούσιες) σκηνές πλήθους όπου δεν γίνεται τίποτα, δεν γνωρίζεις κανέναν χαρακτήρα και συνεχίζεις να αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που βλέπεις.
Αυτό που βλέπεις είναι μια ταινία του Ξαβιέ Ντολάν. Ναι, μια από τις χειρότερές του αφού αναγκαζόμαστε να μπαίνουμε σε συγκρίσεις. Μια ταινία που τον προδίδει χωρίς καμία ενοχή ως προς το έλλειμμα ταλέντου και συναίσθησης που (δεν) διαθέτει. Και μια ταινία που μάλλον τον φέρνει - επιτέλους - σε μια κατάσταση ωρίμανσης μέσα στην οποία πια κανένα τραγούδι της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, καμία αναφορά στο «Good Will Hunting», κανένα «Dragonball Z», καμία ειρωνία για τον «Ελμοδόβαρ» και κυρίως κανένα hype δεν μπορεί να σε κάνει (σπουδαίο) κινηματογραφιστή, αν δεν είσαι.