Το 1941, η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης αριθμούσε 52.000 ανθρώπους, αποτελώντας το ένα έκτο του συνολικού πληθυσμού της πόλης και το ένα πέμπτο της οικονομίας της. Διέθεταν 15 συναγωγές, και άλλες 40 περίπου συνοικιακές, στεγαζόμενες οι πιο πολλές μέσα σε σπίτια. Λειτουργούσαν 7 κοινοτικά δημοτικά σχολεία, και 2 κεντρικά μαζί με 6 ιδιωτικά, 14 κοινοτικά ιδρύματα και 20 σωματεία. Σήμερα η Ισραηλιτική κοινότητα Θεσσαλονίκης αριθμεί 1.100 μέλη. Τι συνέβη ενδιάμεσα; Και, κυρίως, γιατί δεν είναι γνωστό - μέσω των μαθητικών βιβλίων Ιστορίας μας, των μνημείων, των δημόσιων συζητήσεων στα media, ή των στοχασμών προγόνων μας στα οικογενειακά τραπέζια; Πώς και γιατί έχει κρατηθεί αυτό το κομμάτι Ιστορίας βαθιά θαμμένο στη σιωπή;
Οι εδώ και χρόνια συνεργάτες, ο καταξιωμένος δημιουργός Σύλλας Τζουμέρκας κι ο σεναριογράφος, σκηνοθέτης και ένας από τους πιο δυναμικούς πρωταγωνιστές της γενιάς μας Χρήστος Πασσαλής, αποφασίζουν να συνσκηνοθετήσουν ένα πολυμορφικό πρότζεκτ που διαγωνίζεται στο τμήμα Encounters της Berlinale, και ρίχνει για πρώτη φορά τολμηρό φως στα σκοτεινά, επονείδιστα κεφάλαια της νεότερης ελληνικής ιστορίας, αλλά και στη βολική λήθη που έπεται αυτών.
Διαβάστε κι αυτό: «Σχεδόν αρνηθήκαμε να βάλουμε κανόνες.» Χρήστος Πασσαλής και Σύλλας Τζουμέρκας μιλούν στο Flix για το «Η Πόλη και η Πόλη»
Το ερώτημα είναι σκληρό: Συμμετείχε η Θεσσαλονίκη, κι η ελληνική κυβέρνηση γενικότερα, στον αφανισμό των Εβραίων από τους Ναζί, είτε ενεργητικά (επιτρέποντας τον), είτε παθητικά (στρέφοντας αλλού το βλέμμα); Μήπως ο αντισημιτισμός είχε καλλιεργηθεί κι εκδηλωθεί από πολύ πιο πριν, και την περίοδο της κατοχής βρήκε απλώς μία προσβάσιμη εκτόνωση;
Έχοντας τη στήριξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τη σφραγίδα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, οι Τζουμέρκας και Πασσαλής, πρωτίστως, κάνουν μία ενδελεχή και τολμηρή έρευνα για να ανασύρουν τα ανατριχιαστικά γεγονότα. Παράδειγμα; Να ακούς στις προσωπικές μαρτυρίες επιζώντων τα ελληνικά ονόματα των συνεργατών των Ναζί που μετέφεραν και παρέδιδαν ανά χιλιάδες τις εβραϊκές οικογένειες των συμπολιτών τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης - όπου συμμετείχαν στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια. Ή να πληροφορείσαι ότι οι κατοχικές δυνάμεις κατέστρεψαν το ανεκτίμητης αξίας εβραϊκό νεκροταφείο, σκάβοντας και ξεριζώνοντας τις ταφόπλακες που αποτύπωναν την ιστορική διαδρομή της ελληνικής Μακεδονίας στο βάθος αιώνων. Όμως δεν είναι αυτό το πιο σοκαριστικό. Όσο ότι τα μάρμαρα «χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπλαση της πόλης» και τα… κόκκαλα των νεκρών κονιορτοποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε οικοδομικά υλικά.
Γνωρίζοντας την κινηματογραφική γλώσσα του Τζουμέρκα και την καλλιτεχνική έκφραση του Πασσαλή, δεν είναι έκπληξη ότι η έρευνα αυτή δεν καταλήγει σ’ ένα γραμμικό, αφηγηματικά συμβατικό ντοκιμαντέρ. Ξεκινώντας από installation, που συνδυάζε ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία και δοκίμιο, το «Η Πόλη και η Πόλη» μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη ως μία εξίσου υβριδική εμπειρία που μπλέκει την καταγραφή των γεγονότων με τον φιλμικό λυρισμό, την κινηματογράφηση στο χέρι με τις φωτογραφίες αρχείου, την φιξιόν αναπαράσταση με voice over επιστολών που αποκαλύπτουν τη βάρβαρη, συγκλονιστική αλήθεια. Το αποτέλεσμα είναι ελεύθερο από κινηματογραφικούς κανόνες, αλλά κρατά την κάμερα σταθερή σε όσα θέλει να πει. Ποια είναι αυτά;
Ο τίτλος δηλώνει τον άξονα, το επίκεντρο, τον στόχο της ταινίας. Υπάρχει μία πόλη που συνυπάρχει με την σύγχρονη πόλη. Μια πόλη θαμμένη - κυριολεκτικά, πολιτικά, κοινωνικά συναισθηματικά. Με χιλιάδες νεκρούς που επανασκοτώνονται καθημερινά - όσο τους ποδοπατάμε, τους προσπερνάμε, τους αγνοούμε. Για αυτό και οι Τζουμέρκας και Πασσαλής επιτρέπουν στα πλάνα να ανοίξουν κατά τη διάρκεια μίας εποχικής αναπαράστασης (όπως το «Μαύρο Σάββατο» στην Πλατεία Ελευθερίας, όπου χιλιάδες άντρες Εβραίοι συγκεντρώθηκαν για δημόσιο εξευτελισμό και βασανιστήρια) και να φανεί από πίσω η σύγχρονη κίνηση της παραλίας. Ή οι νεκροί χαρακτήρες μίας αφήγησης να ξανασυναντούν τους αγαπημένους τους στην εμπορική Τσιμισκή, για μία σπαραχτική αγκαλιά ανάμεσα στα λεωφορεία. Φαντάσματα που περιπλανιούνται, χωρίς λύτρωση.
Μαζί με το παρελθόν και το παρόν, και η ασπρόμαυρη εικόνα μπλέκεται έντεχνα με την έγχρωμη. Όχι, όπως συνηθίζεται, για να διαχωρίσει το τότε και το τώρα, αλλά για να κάνει μία σαφή ταξική διάκριση. Οι φτωχικές συνοικίες, ειδικά μετά την κρίση του 29, που βρέθηκαν αντιμέτωπες με το αφήγημα «οι Εβραίοι φταίνε για όλα» σκιαγραφούνται σε μίζερο, υγρό, εγκλωβιστικό ασπρόμαυρο. Οι αστικές εβραϊκές οικογένειες απεικονίζονται έγχρωμα, σε εκδρομές στην εξοχή, μέσα από μία στυλιστικά «ταρκοφσκική» σεκάνς που μπλέκει την ηλιόλουστη ανεμελιά με τα σύννεφα που παραμονεύουν να ξεσπάσουν σε εκδικητική καταιγίδα. Στο τέλος, όλοι συναντιούνται στα κρεματόρια- μπροστά στο μίσος, στον βαθύ αντισημιτισμό, καμία ταξική υπεροχή δεν έσωσε κανέναν, κι ακόμα και τα χρώματα έσβησαν στο σκοτάδι της ανθρώπινης σκατοψυχιάς.
Το παιχνίδι με το χρόνο, τη φόρμα, την αισθητική, τα είδη άλλες φορές είναι συγκινητικό, άλλες ανατριχιαστικό κι κάποιες άνισο κι όχι και τόσο επιτυχημένο. Η ιδέα να αποτυπώσει κανείς την ένοχη Ελλάδα κατά την πικρή επαύριο των γεγονότων (πώς κυβερνήσεις, νομοθεσίες, δικαιοσύνη έστησαν ένα σύστημα που παραλόγως δεν επέστρεψε ποτέ πίσω στους επιζώντας τις περιουσίες τους) μέσα από ένα καφκικό σκηνικό, δεν είναι αυτόματα κατανοητή. Όπως και η προσγείωση μας στα γκροτέσκα 80ς με τους νεοέλληνες να παραδίδονται σε ηδονιστικό trash, επιτίθεται στις αισθήσεις δημιουργώντας απορία. Είναι κριτική μιας πόλης/χώρας που ξεχνά την Ιστορία της και παρτάρει στο εφήμερο παρόν, γιατί αυτή είναι η παιδεία και η (αν)ωριμότητα της; Μπορεί.
Οι δημιουργοί θα σε αφήσουν με αυτή την ηλεκτρικά πολύχρωμη («σαν την Χαλκιδική δεν έχει») σεκάνς και τα ερωτηματικά σου. Κι εσύ κάτω από τα φλούο φώτα του ατελείωτου πάρτι θα βλέπεις ακόμα τα ακίνητα μάτια του Λεόν, της Σάρα, της Νίνα, της Σαρίνα. Την Πόλη μέσα/κάτω/δίπλα από την Πόλη. Και, βγαίνοντας από την αίθουσα, ποτέ δεν θα ξαναπερπατήσεις στην Τσιμισκή χωρίς να συνυπάρχεις, συνειδητά, με τα φαντάσματα της.