Στο Φεστιβάλ των Καννών του 2017, ο παραγωγικός και συνήθως ανατρεπτικά δημιουργικός Κιγιόσι Κουροσάουα είχε παρουσιάσει το «Before We Vanish», μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που παρακολουθούσε τις αλλαγές που επιφέρει σε μια ομάδα ανθρώπων μια επερχόμενη εξωγήινη εισβολή. Σε εκείνη την ταινία, ένα ζευγάρι που δεν βιώνει ακριβώς τον πιο ευτυχισμένο γάμο ελπίζει σε μια δεύτερη ευκαιρία της σχέσης του, όταν ο σύζυγος εξαφανίζεται για λίγο και επιστρέφει αλλαγμένος, ευγενής και τρυφερός, εξηγώντας στην γυναίκα του ότι απλά είχε πάει μια «βόλτα». Μόνο που τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται καθώς σύντομα αποκαλύπτεται πως ο άνθρωπος αυτός όχι απλά δεν είναι ο εν λόγω σύζυγος αλλά και ότι, στην πραγματικότητα, δεν είναι καν άνθρωπος παρά ένας εξωγήινος, ένας από τους πρώτους που έχουν φτάσει στη γη με σκοπό να καταλάβουν τον πλανήτη.
Το «Yocho (Foreboding)» λαμβάνει χώρα στην ίδια πραγματικότητα, κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ακολουθώντας περίπου τους ίδιους κανόνες, παρακολουθώντας αυτή τη φορά ένα διαφορετικό σετ ανθρώπων και επεκτείνοντας περισσότερο ανθρωποκεντρικά την μυθολογία της ταινίας, δημιουργώντας ουσιαστικά όχι ακριβώς ένα sequel αλλά ένα αφηγηματικό συμπλήρωμα του πρώτου φιλμ. Βασισμένο και αυτό, όπως και το «Before We Vanish», στο ομώνυμο θεατρικό του Μαεκσάουα Τομοχίρο , το «Yocho» δημιουργήθηκε αρχικά ως μίνι σειρά που προβλήθηκε στην ιαπωνική τηλεόραση τον Σεπτέμβριο για να μονταριστεί εκ νέου στην τελική, κινηματογραφική του μορφή και να παρουσιαστεί ως παγκόσμια πρεμιέρα (αν μπορεί να νοηθεί πια κάτι τέτοιο) στην Berlinale.
Βασικοί πρωταγωνιστές του φιλμ είναι η Ετσούκο, μία νεαρή γυναίκα που αρχίζει όλο και περισσότερο να παρατηρεί μικροδιαφορές στο περιβάλλον της, από περίεργους ήχους και τριξίματα μέχρι αλλαγές στην συμπεριφορά των ανθρώπων και το χρώμα του ουρανού, και ο σύζυγός της, ο Τετσούο, ο οποίος γίνεται όλο και πιο απόμακρος όσο το χέρι του μυστηριωδώς σταδιακά παραλύει. Τα φαινόμενα γύρω τους γίνονται όλο και πιο ανησυχητικά. Κόσμος αρχίζει να ξεχνάει βασικές έννοιες όπως «οικογένεια», «φόβος», «αξιοπρέπεια», βροχοπτώσεις που παγκόσμια γίνονται όλο και πιο έντονες προμηνύουν μια μεγάλη καταστροφή και ξαφνικές αφίξεις περίεργων ανθρώπων μεγεθύνουν ακόμα περισσότερο το κλίμα ανασφάλειας και την αγωνία ακόμα και για το «τέλος του κόσμου».
Γίνεται εμφανές λοιπόν ότι χρειάζεται αρκετή επεξήγηση για να περιγράψει κανείς ακριβώς τι είναι το «Yocho» μόνο που, ατυχώς, αυτή η πολυπλοκότητα και το φαινομενικά πλατύ εύρος των προβληματισμών της ταινίας δεν μεταφέρεται τελικά ποτέ με επιτυχία στην μεγάλη οθόνη. Ο Κουροσάουα δεν είναι άπειρος με την τηλεόραση και τους ρυθμούς της (το απέδειξε άλλωστε το 2012 με το «Shokuzai (Penance)», μια ακόμη μίνι σειρά που συνδύασε διάφορα genre για να καταλήξει ανθρωποκεντρικά στον ψυχολογικό αντίκτυπο της ιστορίας), όμως εδώ μοιάζει να επιβαρύνεται από τους περιορισμούς του μέσου παρά να μπορεί να χρησιμοποιήσει την εγγενή ελευθερία που του προσφέρεται για να αναπτύξει χωρίς φόβο και αναστολές τη δημιουργικότητά του.
Στο «Yocho» που τελικά παρουσιάζεται το καστ περιορίζεται σε μερικούς μόνο βασικούς χαρακτήρες με παντελή έλλειψη υποστηρικτικών ρόλων ή αφηγηματικών δομών, το μελόδραμα ακολουθεί μια σχηματική αφηγηματική γραμμή που μάταια προσπαθεί να προκαλέσει την συγκίνηση καταφεύγοντας σε εκείνες τις έννοιες που ορίζουν τι ακριβώς σημαίνει «άνθρωπος» και ακόμα και η ίδια η υφή της εικόνας χαρακτηρίζεται από μια ανέμπνευστη, επίπεδη αίσθηση που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν όντως έχεις καταλάβει από ποιον σκηνοθέτη προέρχεται η ταινία. Ο Κουροσάουα μπορεί να αντλεί από την τις ταινίες τρόμου, τα αποκαλυπτικά θρίλερ και τα θρίλερ επιστημονικής φαντασίας, όμως ξεχνάει να προσθέσει στο τελικό μείγμα τη δική του μελαγχολία, την χαρακτηριστική του αυστηρότητα αλλά και ευαισθησία και τη συνήθη του εκκεντρικότητα, δημιουργώντας τελικά κάτι άτολμο, αφελές και παιδιάστικο.
Γιατί δεν είναι μόνο το γεγονός ότι, με πλήρη σοβαροφάνεια, οι εξωγήινοι έρχονται τελικά αντιμέτωποι με την «δύναμη της αγάπης» για μια τελική αναμέτρηση. Δεν είναι ότι οι ερμηνείες χαρακτηρίζονται από μια πρωτοφανή υστερία χωρίς ίχνος βάθους, ενσυναίσθησης ή έστω μιας κάποιας πολυπλοκότητας. Δεν φταίει μόνο το γεγονός ότι το «Yocho» φαντάζει προχειροφτιαγμένο, επιφανειακό και ελλιπές (ίσως γιατί χάθηκε μια ολόκληρη ώρα στη μετάβαση από μίνι σειρά σε ταινία για τον κινηματογράφο).
Πέρα από αυτά, η δημιουργία του Κουροσάουα αποδεικνύεται και ληθαργική, προκαλώντας, εκτός από την λογική, και τις αντοχές του θεατή, καθώς κάθε απόπειρα αγωνίας ή δημιουργίας δραματικής έντασης προκύπτει εντελώς άνευρη και, τελικά, βαρετή. Για να μην μιλήσουμε για την κορύφωση της δράσης ανάμεσα στους βασικούς χαρακτήρες, η οποία το μόνο που μπορεί να προκαλέσει είναι το ειρωνικό μειδίαμα και το σήκωμα του φρυδιού.
Το «Yocho» ουσιαστικά παρουσιάζεται ως συμπλήρωμα στο «Before We Vanish» μόνο που αυτό που καταφέρνει τελικά είναι να σκοτώσει αναδρομικά το όποιο ενδιαφέρον είχε ήδη δημιουργηθεί για εκείνη την ταινία. Δεν είναι καλό σινεμά, δεν είναι καλή τηλεόραση, είναι απλά μια αδιάφορη, κενή προβολή. Και είναι πραγματικά εξοργιστικό να βλέπει κανείς έναν δημιουργό που χρησιμοποίησε στο παρελθόν τόσο ικανά το σκοτάδι («Pulse», «Cure», «Creepy») αλλά και τον λυρισμό («Tokyo Sonata», «Ταξίδι στην Αλλη Οχθη») να στερείται πλήρως αφηγηματικής δύναμης, σαν να έχει καταληφθεί και ο ίδιος από κάποιον μοχθηρό, εξωγήινο οργανισμό.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Μελόδραμα σε φθηνή έκδοση το «The Bookshop» της Ιζαμπέλ Κοσέτ
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»
- Berlinale 2018: O Κρίστιαν Πέτσολντ μιλά για τον πόλεμο, τον έρωτα και τον άνθρωπο στο «Transit»
- Berlinale 2018: Στο «Madeline’s Madeline», η Τζόζεφιν Ντέκερ φλερτάρει με την ανακάλυψη μιας νέας αφηγηματικής φόρμας
- Berlinale 2018: Το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη είναι μια φιλμική εμπειρία
- Berlinale 2018: Η «Eva» του Μπενουά Ζακό είναι ένα νουάρ που δεν σκοτεινιάζει ποτέ
- Berlinale 2018: η «Προσευχή» του Σεντρίκ Καν δεν εισακούεται
- Berlinale 2018: Το «Figlia Mia» πλησιάζει, αλλά δεν φτάνει το ντεμπούτο τής Λάουρα Μπισπούρι
- Berlinale 2018: To «The Real Estate» είναι ένα κοινωνικό σχόλιο με την λεπτότητα οπλοπολυβόλου
- Berlinale 2018: To «Human, Space, Time and Human» δεν είναι μόνο η χειρότερη ταινία του Κιμ Κι-ντουκ, αλλά και μια πολύ κακή ταινία
- Berlinale 2018: Το «Season of the Devil» του Λαβ Ντίαζ είναι η κορύφωση της «Lav Lav Land»
- Berlinale 2018: To «Utøya 22. juli» είναι η ταινία που δίχασε το φεστιβάλ
- Berlinale 2018: «Don't Worry, He Won't Get Far on Foot», Γκας Βαν Σαντ, τετραπληγία και καλή καρδιά
- Berlinale 2018: «3 Μέρες στο Κιμπερόν» ή «Η Ρόμι Σνάιντερ Φωτογραφιζόταν Υπέροχα»
- Berlinale 2018: Στο «Pigs» ο σαρκασμός περισσεύει αλλά η ενέργεια δεν επαρκεί μέχρι το τέλος.
- Berlinale 2018: Τρεις ώρες μετά, η φιλοσοφία του τίποτα στο «Το Ονομα του Αδερφού μου είναι Ρόμπερτ και είναι Χαζός»
- Βερολίνο 2018: Το «Unsane» είναι ένα ψυχολογικό, pulp θρίλερ στην εποχή του #MeToo