Δύο έφηβοι, ένα αγόρι και ένα κορίτσι κατασκηνώνουν απέναντι από ένα βενζινάδικο στη μέση του πουθενά. Εχουν ξεκινήσει από ένα σπίτι, κουβαλάνε μαζί τους βιβλία γιατί το κορίτσι έχει μια παρουσίαση φιλοσοφίας στο σχολείο και είναι καλοκαίρι. Είναι δίδυμα αδέρφια και βάζουν ένα στοίχημα: αν το κορίτσι δεν καταφέρει να κάνει σεξ πριν αποφοιτήσει αυτός θα πάρει το αυτοκίνητο και αν κερδίσει θα πρέπει να της ζητήσει κάτι, αλλά όχι κάποιο αντικείμενο. Κάπου εκεί εξαντλούνται και τα λίγα πράγματα που θα μάθει κανείς για τους δυο τους σε όλη τη διάρκεια των περίπου τριών ωρών που σε πραγματικό χρόνο θα ζήσουν το δικό τους βίαιο πέρασμα στην ενηλικίωση.
Σκηνοθέτης με εμμονή στη διάρκεια, o Γερμανός Φίλιπ Γκρένινγκ παραμένει άγνωστος στο ευρύ κοινό. Ισως δίκαια, αφού τα λεπτά που διαρκούν οι ταινίες του είναι απαγορευτικά για το μέσο θεατή (πόσο μάλλον για κάποιον διανομέα). Ακόμη και όταν αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα (μέχρι και σε αρκετές περιπτώσεις, σπουδαία), όπως για παράδειγμα στο ντοκιμαντέρ του «Into Great Silence» του 2005 για τους Καρθουσιανούς μοναχούς στις Γαλλικές Αλπεις (162 λεπτά) ή στην προηγούμενη, βραβευμένη ταινία του στη Βενετία «Η Γυναίκα του Αστυνομικού» με θέμα την ενδοοικογενειακή βία και 60 κεφάλαια που διαδραματίζονται μέσα σε 180 λεπτά.
Τα 172 λεπτά του «Το Ονομα του Αδερφού μου είναι Ρόμπερτ και είναι Χαζός» δεν μοιάζουν όμως με τα πρότερα - εξαντλητικά μεν, αλλά αποδοτικά για το θεατή - δοκίμια του πάνω στο χρόνο, τη σιωπή, τον κατακερματισμό της πραγματικότητας, την καθημερινότητα ως ένα αέναο κύκλο της ζωής. Εδώ, αν και πιο κυριολεκτικός, αφού οι ήρωες του διαβάζουν φιλοσοφία και αναρωτιούνται πάνω στο θέμα του χρόνου (στο πώς το παρελθόν χάνεται, το μέλλον είναι απλά μια αναμονή και το παρόν βρίσκεται στον κενό χώρο ανάμεσά τους), ο Γκρένινγκ κάνει το δικό του «Ξύπνημα της Ανοιξης», ξεκινώντας από τον Φρανκ Βέντεκιντ για να φτάσει (θεωρητικά) μέχρι το «Badlands» του Τέρενς Μάλικ, διασχίζοντας όλη τη μεγάλη παράδοση της βίαιης εφηβικής αφύπνισης, με τον τρόπο που θα το έκανε ένας αλαζόνας, κενός, σε στιγμές κουτός και την ίδια στιγμή με εκλάμψεις ιδιοφυίας καλλιτέχνης.
Ξεχάστε από νωρίς την υπόσχεση πως αυτή είναι μια ταινία για δύο αδέρφια που φλερτάρουν με την αιμομιξία, όπως όλοι γνωρίζαμε πριν κάνει την πρεμιέρα της στο διαγωνιστικό τμήμα της 68ης Berlinale. Ο,τι ερωτικό συμβαίνει ανάμεσά τους είναι μόνο μια από τις... αισθήσεις που ο Γκρένινγκ θέλει να μεταφέρει, τοποθετώντας τους δύο πρωταγωνιστές του σαν άλλους πρωτόπλαστους, αρχικά μέσα στη φύση και στη συνέχεια στην κόλαση του καπιταλισμού (;) που είναι το βενζινάδικο στο οποίο μεγάλωσαν (;) πριν ζήσουν μια βραδιά ξέφρενης βίας (;).
Ξεχάστε και οτιδήποτε άλλο ο Γκρένινγκ πιστεύει ότι είναι καταπληκτικό (και καταπληκτικά όμορφο), όπως η (εξαντλητική, επιπέδου instagram) παρατήρηση της φύσης, το παιχνίδι με μια ακρίδα που ακούει Σερζ Γκενσμπούργκ, αγόρια να τρέχουν μέσα στα στάχυα, κορίτσια να ξαπλώνουν μέσα στα στάχυα, απαγελλία φιλοσοφίας μαζί με άναρθρες κραυγές, ατελείωτες σκηνές που φλερτάρουν - δήθεν - με τη χυδαιότητα, την παρανομία ή το κοινό αίσθημα των θεατών και ένα φινάλε (σε μια τέτοια ταινία μιλάμε για τουλάχιστον μια ώρα και...) που χαρίζεται ολοκληρωτικά στην πρόκληση για την πρόκληση και σε μια ατελέσφορη ένταση που είναι πολύ αργά να σου τραβήξει την προσοχή.
O Γκρένινγκ θέλει να αποδώσει τι σημαίνει να είσαι έφηβος, καυλωμένος και όλος μαζί μια τεράστια απορία για το τι είναι η ζωή. Επιλέγει την προφανή οδό της παρατήρησης, αλλά νιώθει ταυτόχρονα πως αυτό δεν είναι αρκετό σε μια εποχή (και ένα σοβαροφανές σινεμά) που όλα χρειάζονται ένα δεύτερο επίπεδο. Το ανακαλύπτει στο εύρημα του μαθήματος της φιλοσοφίας και στα εδάφια των Χάιντεγκερ και Μπρεντάνο. Και αφού καθαρίζει και με αυτό - παίζοντας φυσικά και αμυδρά με το σκοτεινό παρελθόν της Γερμανίας - νιώθει επιπλέον έντονα την ανάγκη να αποτίσει (πόσοι ακόμη;) το δικό του φόρο τιμής στο σινεμά που ακόμη και ο πιο χαρακτηριστικός του εμπνευστής (ναι, ο Μίκαελ Χάνεκε) έκανε πριν 20 ολόκληρα χρόνια με δήθεν προκλητικές σκηνές που βαθαίνουν την τραγωδία αλλά και - προς Θεού - την ειρωνία απέναντι σε ήρωες που τελικά λειτουργούν μόνο ως σύμβολα και όχι ως άνθρωποι και σε αισθήσεις που έχουν νεκρώσει ήδη από τις πρώτες στιγμές αυτής της απροκάλυπτα επιτηδευμένης και ψεύτικής κατασκευής.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς μια αλαζονική αμετροπέπεια (όχι μόνο στη διάρκεια, αλλά κυρίως στην επανάληψη και την υπογράμμιση των ίδιων ακριβώς σκηνών και των ακριβώς ίδιων ξανά και ξανά φιλοσοφικών αποθεγμάτων), μια ηθικολογία που έρχεται να καλύψει τα πάντα στις τελικές σκηνές της απροκάλυπτης, δωρεάν βίας και του (και καλά) επώδυνου σεξ και κυρίως το απόλυτο κενό που μένει μετά από μια ταινία που κανονικά έπρεπε να λειτουργεί ως εμπειρία (με χειρότερο απ' όλα το γεγονός ότι νομίζει ότι το κάνει), τότε, πραγματικά, ας μην προσθέσουμε τίποτα περισσότερο στα βασανιστικά πολλά λεπτά που προηγήθηκαν.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Μελόδραμα σε φθηνή έκδοση το «The Bookshop» της Ιζαμπέλ Κοσέτ
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»
- Berlinale 2018: O Κρίστιαν Πέτσολντ μιλά για τον πόλεμο, τον έρωτα και τον άνθρωπο στο «Transit»
- Berlinale 2018: Στο «Madeline’s Madeline», η Τζόζεφιν Ντέκερ φλερτάρει με την ανακάλυψη μιας νέας αφηγηματικής φόρμας
- Berlinale 2018: Το «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη είναι μια φιλμική εμπειρία
- Berlinale 2018: Η «Eva» του Μπενουά Ζακό είναι ένα νουάρ που δεν σκοτεινιάζει ποτέ
- Berlinale 2018: η «Προσευχή» του Σεντρίκ Καν δεν εισακούεται
- Berlinale 2018: Το «Figlia Mia» πλησιάζει, αλλά δεν φτάνει το ντεμπούτο τής Λάουρα Μπισπούρι
- Berlinale 2018: To «The Real Estate» είναι ένα κοινωνικό σχόλιο με την λεπτότητα οπλοπολυβόλου
- Berlinale 2018: To «Human, Space, Time and Human» δεν είναι μόνο η χειρότερη ταινία του Κιμ Κι-ντουκ, αλλά και μια πολύ κακή ταινία
- Berlinale 2018: Το «Season of the Devil» του Λαβ Ντίαζ είναι η κορύφωση της «Lav Lav Land»
- Berlinale 2018: To «Utøya 22. juli» είναι η ταινία που δίχασε το φεστιβάλ
- Berlinale 2018: «Don't Worry, He Won't Get Far on Foot», Γκας Βαν Σαντ, τετραπληγία και καλή καρδιά
- Berlinale 2018: «3 Μέρες στο Κιμπερόν» ή «Η Ρόμι Σνάιντερ Φωτογραφιζόταν Υπέροχα»
- Berlinale 2018: Στο «Pigs» ο σαρκασμός περισσεύει αλλά η ενέργεια δεν επαρκεί μέχρι το τέλος.