Φεστιβάλ / Βραβεία

Berlinale 2014: Το «Στο Σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα είναι ένα μελόδραμα σαν σουίτα δωματίου

στα 10

Στην τρίτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας ταινία του και πρώτη ελληνική, ο Αθανάσιος Καρανικόλας σκηνοθετεί ένα σύγχρονο μελόδραμα με φόντο την Ελλάδα της κρίσης και κεντρική ηρωίδα μια γυναίκα που η συγκλονιστική Μαρία Καλλιμάνη αφήνει αυτόματα κλασική.

Berlinale 2014: Το «Στο Σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα είναι ένα μελόδραμα σαν σουίτα δωματίου

Για όσους γνωρίζουν το σινεμά του Αθανάσιου Καρανικόλα, το «Στο Σπίτι» έρχεται μάλλον ως φυσική συνέχεια του «Elli Makra - 42277 Wuppertal» και του «Echolot», ολοκληρώνοντας ένα σινεμά που βασίζεται πάνω στη λεπτομέρεια, τις λεπτές γραμμές των πιο δυνατών ανθρώπινων συναισθημάτων και ένα βλέμμα διεισδυτικό που κινείται με ισορροπία ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία - εδώ στην πιο ολοκληρωμένη και συγκινητική μορφή του.

Το «Στο Σπίτι» αφηγείται την ιστορία της Νάντιας, μια Γεωργιανής που ζει μαζί με μια οικογένεια που αποτελείται από τη σύζυγο, τον σύζυγο και τη μικρή τους κόρη σε ένα σπίτι στα Δικαστικά του Μαραθώνα, με θέα τη θάλασσα. Η σχέση τους είναι ιδανική, αφού η Νάντια δεν είναι μια απλή οικιακή βοηθός ή μια απλή οικονόμος, αλλά περισσότερο μια φίλη για τη μοναχική σύζυγο, μια μητέρα για τη μικρή Ιριδα και η εδώ και δώδεκα ολόκληρα χρόνια ψυχή ενός σπιτιού που δεν κρύβει ανομολόγητα μυστικά ή κάτι σκοτεινό, παρά μόνο την αέναη καθημερινότητα μιας ζωής στην Αθήνα της κρίσης, σήμερα και από πάντα.

Ολα θα αλλάξουν όταν η Νάντια θα μάθει πως πάσχει από μια αρρώστια, γεγονός που θα την κάνει ανεπιθύμητη εκεί όπου κάποτε ήταν το σπίτι της και το σκληρό πρόσωπο μιας ολόκληρης κοινωνίας - που όσο και αν την θεωρεί ίση θα την αντιμετωπίζει πάντα ως «ξένη» - θα φανεί διάφανο μέσα στον καθρέφτη μιας τραγικής εγκατάλειψης που θα βρει τη Νάντια μόνη. Χωρίς οικογένεια. Χωρίς σπίτι.

2

Ο Καρανικόλας δεν κάνει τίποτα λιγότερο σπουδαίο από το να χτίζει μια ολόκληρη ταινία πάνω στο είναι αυτή της γυναίκας, πάνω στην καθημερινότητα της εργασιακής της ρουτίνας, πάνω στην απέραντη μοναξιά της που νιώθεις να πηγάζει από κάτι βαθύτερο και από το γεγονός πως είναι μετανάστρια, πάνω στα ίδια της τα λάθη που την οδήγούν στο αδιέξοδο που θα βρεθεί όταν θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι στο οποίο νιώθει σπίτι της, πάνω στα γιατί της που δεν θα πάρουν ποτέ καμία απάντηση.

Το βλέμμα του είναι γεωμετρικό, παγιδεύοντας την ηρωίδα του και το σύμπαν της μέσα σε ένα σπίτι που μπορεί να ανοίγεται στην απεραντοσύνη της θάλασσας αλλά μοιάζει «έγκλειστο» μέσα στο αλόγιστο μπετόν της ανθρώπινης αδυναμίας και «φυλακισμένο» σε μια πόλη που ζει ένα αιώνιο καλοκαίρι αδιαφορίας απέναντι στο έμψυχο υλικό της - ίδιον μιας γενικότερης κρίσης από την εφήμερη οικονομική.

Σε χαμηλούς και σιωπηλούς τόνους (ακόμη και εκεί που θα χρειαζόταν ένα δραματικό κρεσέντο), έτσι όπως τους ορίζει αβίαστα η ίδια η προσωπικότητα της ηρωίδας του, ο Καρανικόλας χτίζει ένα μελόδραμα που βράζει από πάθη, επιθυμίες, κοσμική αδικία και την τραγικότητα που φέρει μια κοινωνία σε ηθικό αδιέξοδο. Αλλά το κάνει χωρίς εύκολες συγκινήσεις και εκβιαστικά διλήμματα για τον θεατή, σαν να σκηνοθετεί μια σουίτα δωματίου που κάτω από την φαινομενική αρμονία της κρύβει όλη τη διαταραγμένη αλυσίδα μιας ζωής που όταν της αφαιρούν την βασική της αποστολή χάνει για πάντα το όποιο νόημά της.

2

Στο επίκεντρο της στιλιζαρισμένης, αλλά λιτής αφήγησης του Καρανικόλα, η συγκλονιστική Μαρία Καλλιμάνη μετατρέπει τη Νάντια σε μια ηρωίδα αρχετυπική και σχεδόν κλασική.

Σε κάθε ανεπαίσθητη κίνηση του κορμιού της, σε κάθε απορημένο βλέμμα της, στον τρόπο που κουβαλάει την αξιοπρέπεια της ύπαρξής της, την ώρα του πιο μεγάλου πόνου και τη στιγμή της απέραντης δυστυχίας της, όταν νιώθει δυνατή και έτοιμη να αντιμετωπίσει τα πάντα και όταν χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της, η Νάντια γίνεται η γυναίκα - μετανάστρια, η γυναίκα - μητέρα, η γυναίκα - ερωμένη, η γυναίκα - ηρωίδα μιας ταινίας που συγκινεί βαθιά, επιλέγοντας συνειδητά να κρατήσει το μέγεθος μιας μεγάλης τραγωδίας στις καθημερινές διαστάσεις μιας ιστορίας, όπως αυτή θα συνέβαινε μέσα «στο σπίτι» του οποιούδηποτε.


Διαβάστε ακόμη: