Είναι λίγα όσα χρειάζεται να μάθεις για μια ταινία και την ανάγκη που την γέννησε, όταν η απάντηση του δημιουργού της είναι απλά πως: «Το "Στο Σπίτι" είναι μια ιστορία που απλώς έπρεπε να τη πω».
Μετά από δύο ταινίες μυθοπλασίας μεγάλου μήκους στη Γερμανία, όπου κατοικεί και εργάζεται ο Αθανάσιος Καρανικόλας, ντοκιμαντέρ και αρκετές πειραματικές ταινίες μικρού μήκους, το «Στο Σπίτι» γυρίστηκε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2013 σαν μια επείγουσα ανάγκη του δημιουργού του να επιστρέψει στη χώρα του και να μιλήσει για το σημερινό της πρόσωπο, με φόντο μια μεγαλύτερη κρίση από την οικονομική, αυτή των ηθικών αξιών.
Το «Στο Σπίτι» αφηγείται την ιστορία της Νάντιας, μιας Γεωργιανής οικονόμου που ζει μαζί με μια ελληνική οικογένεια τα τελευταία δώδεκα χρόνια μέχρι τη στιγμή που μια σοβαρή ασθένεια θα διαταράξει την καθημερινότητά της και όπως εύστοχα αναφέρει και το κείμενο στον επίσημο κατάλογο του Forum του 64ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου είναι «στιλιζαρισμένο, αλλά με το βλέμμα του στραμμένο στον αληθινό κόσμο που αντλεί από κομψές σινεμασκόπ εικόνες και απεικονίσεις του χώρου για να αφηγηθεί την ιστορία μιας ήσυχης ηρωίδας στο στιλ ενός τρυφερού μελοδράματος».
Διαβάστε ακόμη: To Flix στα γυρίσματα του «Στο Σπίτι» του Αθανάσιου Καρανικόλα
Λίγες μόνο ημέρες πριν την παγκόσμια πρεμιέρα του «Στο Σπίτι», ο Αθανάσιος Καρανικόλας μιλάει στο Flix για όλα όσα τον έκαναν να επιχειρήσει την πρώτη του ελληνική ταινία, αυτή που τον στέλνει για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά στο Forum του 64ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, καθιερώνοντας το όνομά του ως μια από τις πιο δυναμικές φωνές του σύγχρονου σινεμά.
Μετά από μια σειρά ταινιών μικρού μήκους, ντοκιμαντέρ και μεγάλου μήκους ταινιών στη Γερμανία, γιατί αποφάσισες να γυρίσεις το «Στο Σπίτι» στην Ελλάδα;
Γυρίζοντας το ντοκιμαντέρ «Khaima» πριν μερικά χρόνια στη Πάτρα, κατάλαβα πόσο πολύ χρειαζόμουν να κάνω μια ταινία στα ελληνικά, με Eλληνες ηθοποιούς και μια ιστορία που να αφορά το προβληματικό παρόν της ελληνικής κοινωνίας.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα της ταινίας; Εχει αναφορές σε πραγματικές ιστορίες που έχει ακούσει να συμβαίνουν στην Ελλάδα ή αλλού;
Η ιστορία του «Στο Σπίτι» γεννήθηκε μετά από μια προσωπική διαμάχη με έναν κοντινό φίλο, κατά τα γυρίσματα του «Khaima». Το να έχει κανείς μετανάστες να εργάζονται στο σπίτι του με πολύ χαμηλό μισθό, παράνομα, χωρίς ασφάλιση κλπ, αλλά δίνοντας τους τη ψευδαίσθηση πως ανήκουν «στην οικογένεια», για να τους τη πάρει πίσω όταν δεν τους συμφέρει οικονομικά, σημαίνει να εκμεταλλεύεται κανείς τη βαθύτερη ανθρώπινη ανάγκη για συναισθηματική ασφάλεια, πέρα απ’ολα τ’άλλα. Αυτό με εξοργίζει. Το «Στο Σπίτι» είναι μια ιστορία που απλώς έπρεπε να τη πώ.
Αν και πώς επηρέασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα το σκηνικό και την πλοκή της ιστορίας σου, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου;
Παρόμοιες ιστορίες διαδραματίζονται στην Ελλάδα από το ‘80, όταν ήρθαν οι πρώτοι Αλβανοί να δουλέψουν εδώ και τους εκμεταλλεύτηκαν οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες. Η οικονομική καταστροφή που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα μεγενθύνει αυτό που ήταν εδώ από παλιά. Τελικά «δεν είναι μόνο τα λεφτά» όπως λέει κι ο χαρακτήρας του Αλέξανδρου Λογοθέτη (ο πατέρας της οικογένειας) στη ταινία. Κάτω απ΄το βάρος του σοβαρού αυτό οικονομικού προβλήματος της χώρας εκφυλίζονται κυρίως οι κοινωνικές αξίες και δημιουργούν για μένα μια κρίση σημαντικότερη της οικονομικής. Μια κρίση ηθικών αξιών.
Πόσο σημαντικό ήταν για σένα η ηρωίδα σου να είναι μια μετανάστρια που ζει αρκετά χρόνια σε μια ξένη χώρα, πάντα στο πλαίσιο μιας Ελλάδας και μιας Ευρώπης όπου το μεταναστευτικό παραμένει ένα από τα ανοιχτά κοινωνικά θέματα εδώ και πολλά χρόνια;
Είναι γεγονός πως οι Eλληνες δε δέχονται αυτές τις δουλειές που κάνει η Νάντια στη ταινία, γιατί τις θεωρούν κατώτερες τους και γιατί είναι και φοβερά κακοπληρωμένες. Oι μετανάστες καθαρίζουν συνήθως τη βρωμιά που αφήνουμε πίσω οι Έλληνες. Η Νάντια έπρεπε πρωτ’απ’όλα να είναι μετανάστρια για να λειτουργήσει η ιστορία. Παρ’όλα αυτά, όμως, αυτό που μ’ενδιέφερε ήταν να πλάσω έναν χαρακτήρα πέρα από τα κλισέ του φτωχού και καημένου μετανάστη. Η Νάντια είναι παράδειγμα αξιοπρέπειας, αφοσίωσης και αυταπάρνησης. Είναι μια πραγματική ηρωίδα γιατί προτείνει ένα νέο πρότυπο συμπεριφοράς. Για μένα στέκει ψηλά γιατί βρίσκει τη δύναμη να συγχωρέσει αυτούς που την αδίκησαν. Για ν’απαντήσω την ερώτηση σου, ναί, πιστεύω πως η μετανάστευση είναι ΤΟ ΘΕΜΑ του 21ου αιώνα, όχι απλά γιατί πρέπει να επανεφεύρουμε την κοινωνία και τους κανόνες της για να το στεγάσουμε, αλλά κυρίως γιατί πρέπει να επανεφεύρουμε την ιδέα της ανθρωπιάς για να ζήσουμε μια ζωή που ν’αξίζει πραγματικά.
Πιστεύεις πως η αξιοπρέπεια της Νάντιας που την κάνει να κοιτάζει τον κόσμο από μια θετική οπτική γωνία είναι ο δικός της τρόπος για να επιβιώνει;
Η Νάντια κατανοεί βαθιά τι σημαίνει αυταπάρνηση και αγάπη και ακολουθεί τις αρχές τις σχεδόν με θρησκευτική αφοσίωση. Ο φίλος της την αποκαλεί ηλίθια, επειδή δε καταλαβαίνει πως μπορεί η Νάντια να συγχωρεί εκείνους που της φέρονται τόσο σκληρά και άδικα μετά από χρόνια δουλειάς. Μ’αυτή την έννοια η Νάντια είναι ένας κάπως ντοστογιεφσκικός χαρακτήρας, που αρνείται να αποδεχθεί το τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κοινωνία γύρω της και παραμένει πιστή στη δική της προοπτική ακόμη κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να πράξει τελικά ενάντια στο συμφέρον της.
Σχεδόν κάθε σκηνή της ταινίας κλείνει με την Νάντια μόνη της σε ένα λάιτ μοτίφ που κάνει εμφανή τη μοναξιά της παρόλο που η ίδια θεωρεί ότι ανήκει στο σπίτι όπου εργάζεται και μένει.
Δεν είχα πρόθεση να απομονώσω τεχνητά τη Νάντια με σκοπό να τονίσω τη μοναξιά της γράφοντας αυτές τις σκηνές. Απλώς ακολούθησα τη καθημερινότητα της. Πολλές από τις δράσεις της, οι περισσότερες ίσως, γίνονται όταν λείπουν όλοι, αλλά αυτό προκύπτει από τη φύση της δουλειάς της. Ισως να φαίνεται μόνη, αλλά απλώς εργάζεται.
Με κεντρικό «χαρακτήρα» το απομονωμένο φτιαγμένο από τσιμέντο σπίτι στο οποίο διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, όλη η ταινία χτίζεται πάνω στην αρχιτεκτονική ενός τοπίου που μοιάζει να κρατά έγκλειστους τους ήρωες σου. Πόσο σημαντική ήταν η επιλογή των χώρων για την ταινία;
Η ιδέα ενός σπιτιού-κάστρου ήταν σημαντική από την αρχή και για μένα και για τη Αλίκη Κούβακα, που έκανε καταπληκτική δουλειά με τα σκηνικά και τα κοστούμια στη ταινία, αν επίσης λάβουμε υπ΄’οψιν μας και τα ελάχιστα χρήματα που είχαμε για τη παραγωγή. Η ιδέα ενός μοντέρνου σπιτιού, με τον απομονωμένο και αυτάρκη χαρακτήρα του, προέκυψε στη διαδρομή και έγινε τελικά σημαντικό στοιχείο της ιστορίας επειδή τονίζει την αποκλειστικότητα αυτού του προνομιακού τρόπου ζωής. Αυτό το σπίτι είναι ένα «κάστρο» για εκείνους που μπορούν οικονομικά ν’αντέξουν μια ζωή μακριά από τη τοξικότητα της πόλης και ονειρεύονται την ίδια απόσταση εντέλει κι από την ασχήμια της κοινωνίας. Είναι μια καλόγουστη ζωή σ’ενα μοντέρνο και ακριβά επιπλωμένο χώρο, ένα ερμητικά κλειστό σπίτι με ανοίγματα μόνο στη θάλασσα. Αυτό το τοπίο, η ατέλειωτη θέα στη θάλασσα, αντιπροσωπεύει για μένα κάτι το υπερμεγέθες, κάτι άπιαστο, πνευματικό. Ξεπερνάει με το μέγεθος του τη κοινωνία μ’έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο.
Σε ολη την ταινία αναγνωρίζει κανείς το χαρακτηριστικό στιλ σου που ισορροπεί ανάμεσα στην μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Για ακόμη μια φορά μετά το «Εcholot», μοιάζει να μπαίνεις μέσα σε ένα σπίτι παρατηρώντας από μακριά τη ρουτίνα των κατοίκων του σαν αυτό να είναι σημαντικότερο από το να εξηγήσεις τη συμπεριφόρά τους ή τις πράξεις τους. Ποιά είναι η βασική ιδέα πίσω απ’αυτό;
Πιστεύω με βεβαιότητα πως μια ταινία μυθοπλασίας είναι ένα ντοκιμαντέρ που καταγράφει μια «πλαστή» ζωή, η οποία όμως είναι αληθοφανής στα πλαίσια των δικών της συμβάσεων. Αυτή η βεβαιότητα οδηγεί τη δουλειά μου. Μου αρέσει ν΄ ακολουθώ χαρακτήρες στη καθημερινότητα τους και να παραθέτω στιγμές που μοιάζουν αρχικά τετριμμένες, έτσι ώστε να ανακαλύπτω σταδιακά εξαιρετικές σημασίες πίσω από αυτές.
Αν ήθελε να περιγράψει κάποιος το «Στο Σπίτι» με αναφορές σε κινηματογραφικά είδη θα έλεγε πως είναι ένα μεγάλο μελόδραμα στο μέγεθος μιας σουίτας δωματίου. Υπάρχουν αναφορές στο κλασικό κινηματογραφικό μελόδραμα του Ντάγκλας Σερκ ή του πιο κοντινού σου, χωροταξικά και ηλικιακά, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ;
Και ο Ντάγκλας Σερκ και ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ είναι μεγάλοι καλλιτέχνες, τους οποίους θαυμάζω πολύ κι απολάμβάνω τη δουλειά τους, όμως η πιο συνειδητή αναφορά που κάνω με το «Στο Σπίτι» είναι στα μελοδράματα του Γιασουχίρο Οζου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Οζου αξιολογούσε τη καθημερινότητα και οι αυστηρές αισθητικές αρχές, τις οποίες υπέβαλε ο ίδιος στον εαυτό του, με γοητέυουν και με εμπνέουν. Με το «Στο Σπίτι» είμαι ο ίδιος «στο σπίτι» μου περισσότερο από ποτέ, προσωπικά, θεματικά αλλά και στυλιστικά. Αυτές οι ιστορίες που συμβαίνουν μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, με ήρωα μια γυναίκα να μάχεται με το δικό της τρόπο τα κοινωνικά λάθη έχουν μεγάλη επιρροή πάνω μου. Αυτή είναι η πρώτη συνειδητή μου προσπάθεια να βρώ τη δική μου γλώσσα στο κινηματογραφικό αυτό γένος που ονομάζεται μελόδραμα, χωρίς όμως να θέλω να κάνω μια «μελοδραματική» ταινία, που σημαίνει φθηνό συναισθηματισμό και ψεύτικα δάκρυα. Αυτό που ήθελα έξ αρχής ήταν ένα «στεγνό» μελόδραμα. Το οτι ονομάζεις τη ταινία «ένα μεγάλο μελόδραμα στο μέγεθος μιας σουίτας δωματίου» είναι πραγματικά πολύ κοντά στις προθέσεις μου.
Δούλεψες με ένα κάστ πολύ γνωστών ελλήνων ηθοποιών όπως ο Αλέξανδρος Λογοθέτης, η Μαρίσσα Τρανταφυλλίδου, ο Γιάννης Τσορτέκης, ο Ιερώνυμος Καλετσάνος, η Αλεξία Καλτσίκη, ο Νίκος Γεωργάκης, με νεότερους όπως η Νεφέλη Κουρή, η Ρομάνα Λόμπατς και η Ελευθερία Ρουσσάκη αλλά και με ένα πρωτοεμφανιζόμενο δωδεκάχρονο κορίτσι, τη Ζωή Ασημάκη. Πώς ήταν αυτή η εμπειρία σου;
Είχα τη τύχη να έχω στη ταινία αυτή καταπληκτικά ταλαντούχους ηθοποιούς, οι οποίοι εμπιστεύτηκαν το δικό μου τρόπο δουλειάς, ο οποίος είναι μεθοδικός αν και κατ’αρχάς μοιάζει λίγο ανορθόδοξος. Χρησιμοποιώ μια, σχετικά άγνωστη για τα ελληνικά δεδομένα τεχνική, την οποία διδάσκω στη Γερμανία, την «τεχνική του Sanford Meisner», η οποία βασίζεται σε απλές καθημερινές ιδέες επικοινωνίας όπως η παρατήρηση και η επανάληψη. Απ΄την αρχή της συνεργασίας μας δεν υπήρχαν στεγανά και ιεραρχίες ανάμεσα μας και όλοι «τραβούσαμε κουπί» προς μια κατεύθυνση. Υπήρχε σύμπνοια κι εμπιστοσύνη, όχι μόνο ανάμεσα στους ηθοποιούς αλλά και ανάμεσα στη παραγωγή και το συνεργείο που είναι για μένα πoλύ σημαντικές προυποθέσεις για να μπορώ να δoυλεύω ήρεμα και συγκεντρωμένα.
Πέρα και πάνω από οτιδήποτε, το «Στο Σπίτι» είναι μια κινηματογραφική σπουδή-φόρος τιμής σε μια γυναίκα. Πως διάλεξες την Μαρία Καλλιμάνη για να υποδυθεί τη Νάντια και ποιες ήταν οι σκηνοθετικές οδηγίες σου για τη διαδρομή της;
Η Μαρία Καλλιμάνη ήταν η πρώτη και μοναδική σκέψη μου για το πρωταγωνιστικό ρόλο. Την είχα δεί στον «Μαχαιροβγάλτη» του Γιάννη Οικονομίδη και ερωτεύτηκα πραγματικά τον τρόπο με το οποίο κοιτάει και περπατάει, καθώς και το εύθραυστο και ταυτόχρονα δυναμικό της προφίλ. O Αργύρης Παπαδημητρόπουλος, πού ανέλαβε το ελληνικό κομμάτι της παραγωγής, επιβεβαίωσε αυτή μου την επιλογή μέ τη γνώση που έχει για την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα και με το ένστικτο του ως σκηνοθέτης. Στη δουλειά με τη Μαρία εμπιστεύτηκα τo εξαιρετικό ένστικτο που έχει σαν ηθοποιός και αυτό που ήξερα πως θα βγεί από μέσα της, αν εμπιστευτεί η ίδια τις ποιότητες της. Στις πρόβες, η οποίες ήταν σχεδόν μόνο η άσκηση της επανάληψης του Meisner, δημιουργήθηκε μεταξύ μας μια σχέση εμπιστοσύνης. Η Μαρία δούλεψε με προσοχή για να μπεί στο πετσί της Νάντιας κι αφέθηκε στη βασική μου οδηγία ν’ακολουθήσει τη καθημερινότητα του χαρακτήρα. Συζητήσαμε το γεγονός οτι δεν θα τραβήξουμε ποτέ κοντινά πλάνα και οτι δε θα επαναλάβουμε κάνενα πλάνο σε άλλο μέγεθος πέρα από το γενικό και εκείνο του μεσαίου μεγέθους, κάτι στο οποίο ήταν αρχικά ασυνήθιστη και λίγο σκεπτική, όμως αποφάσισε να αφεθεί στις ιδέες μου. Η Νάντια δε θα ήταν ίδια χωρίς την εσωτερική ζωή της Μαρίας, τη φαντασία που έχει σαν ηθοποιός, την αντίληψη, την αφοσίωση και τη φυσική κομψότητα του χαρακτήρα της. Πέρα από τις ικανότητες της σαν ηθοποιός ήταν η ανθρώπινες ποιότητες της Μαρίας και η αγάπη που έδωσε στο χαρακτήρα που «έδωσαν ζωή» στη Νάντια.
Το «Στο Σπίτι» θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο 64ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου - βρείτε εδώ τις μέρες και ώρες προβολών.
Διαβάστε ακόμη: