Echolot είναι ένα μηχάνημα που μετράει το βάθος της θάλασσας μέσω της ηχούς.
Με τον ίδιο τρόπο το «Echolot» του Αθανάσιου Καρανικόλα είναι μια ταινία για μια παρέα νέων που προσπαθεί να μετρήσει το δικό της βάθος, συγκεντρωμένη σε μια απομονωμένη έπαυλη κάπου στην εξοχή της Γερμανίας μετά την αυτοκτονία ενός από τα μέλη της.
Ο,τι, όμως, θα ξεκινήσει σαν ένα ξέφρενο πάρτι θρήνου με σκληρό ροκ και αλκοόλ, θα βρει τον κάθε ένα από τους ήρωες αυτής της εν είδει κηδείας σε μια προσωπική αναζήτηση ζωής, καθώς μέσα σε ένα και μόνο βράδυ όλοι τους θα διανύσουν μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό τους και τον... άλλο.
Είναι αξιοθαύμαστο πως ο Καρανικόλας καταφέρνει να μας συστήσει έναν - έναν τους ήρωες του, χωρίς ουσιαστικά να μας πει τίποτα για τον καθένα από αυτούς, αλλά αφήνοντας απλά την κάμερα να τους ακολουθεί στο αποκαλυπτικό ξενύχτι τους.
Σαν υπνωτισμένοι - περισσότερο από ένα κράμα μελαγχολίας και εσωτερικού θρήνου, παρά από το αλκοόλ -, όλοι τους περιφέρονται μέσα στην έπαυλη σαν τους θεατές μιας συναυλίας που μόλις τέλειωσε, αλλά ο απόηχός της συνεχίζει να ακούγεται μέσα στο κεφάλι τους. Και εκεί, διαταράσσοντας την απόλυτη ησυχία μιας νύχτας όχι σαν όλες τις άλλες, αρχίζουν να ψηλαφίζουν τον «άλλον».
Τα ζευγάρια που δημιουργούνται είναι άλλα τυχαία, άλλα μοιάζουν να προσπαθούσαν από καιρό να συναντηθούν, άλλα βρίσκονται μαζί από ανάγκη. Αλλα κάνουν γρήγορο, αγχωμένο σεξ. Αλλα απλά θέλουν να νιώσουν ο ένας την αγκαλία του άλλου. Δύο κοπέλες θα κοιμηθούν χώρια, επειδή η μία πήγε με ένα αγόρι. Δύο αγόρια θα γδυθούν στο πάτωμα. Ενα αγόρι και ένα κορίτσι θα κάνουν μπάνιο μαζί. Κάποιος θα θελήσει να βγει από το σπίτι και να περπατήσει μόνος στην απέραντη έκταση γης λίγο πριν ξημερώσει...
Στην πραγματικότητα, ο Καρανικόλας σκηνοθετεί μια «Μεγάλη Ανατριχίλα» για μια εποχή βαθιάς μελαγχολίας με κάτι από μια «grudge» διάθεση ενός τριπ φτιαγμένου από αγνό, γνήσια παλιομοδίτικο ροκ ρομαντισμό.
Ενα σύμπαν όπου η ανάγκη του άλλου αποκτά τις διαστάσεις μιας ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης και το σεξ μπορεί να είναι απλά ο μοναδικός δρόμος από την απώλεια στην ολοκλήρωση.
Οι ήρωες του δεν είναι απαραίτητα μια χαμένη γενιά, όπως και το ταξίδι τους δεν είναι απλά άκρως κινηματογραφικό και στιλιζαρισμένο, αλλά και ποτισμένο με μια σχεδόν υποβλητική ποίηση που ταυτόχρονα αποδεικνύεται αποκαλυπτικά ρεαλιστική όσο και καθαρτικά ερωτική.
Σε μια ταινία που υπάρχει περισσότερο για να την νιώσεις παρά να την εξηγήσεις και που από τη στιγμή που ξεκινάει μέχρι και την ώρα που τελειώνει, κάνει τα 77 λεπτά της να μοιάζουν με μια (σαν) προσωπική σου ιστορία. Που ίσως να μην θυμάσαι ότι την έζησες, αλλά που σίγουρα μετά από αυτήν ήσουν ένας διαφορετικός άνθρωπος...