
[Προσοχή: το παρακάτω άρθρο περιέχει spoilers από το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν της σειράς «The Last of Us», με τίτλο «Future Days».]
Η δεύτερη σεζόν του «The Last of Us» δεν ξεκινάει με εντυπωσιασμούς. Δεν χρειάζεται εξάλλου. Ο,τι είχαμε να δούμε έχει ήδη συμβεί – τώρα ήρθε η ώρα να αντέξουμε τις συνέπειες. Και το πρώτο επεισόδιο το ξέρει. Το νιώθει. Το παρουσιάζει με ρυθμό σχεδόν τελετουργικό. Και κυρίως: μας κοιτά στα μάτια, χωρίς να προσπαθεί να μας παρηγορήσει.
Πολλές σειρές που εξελίσσονται μέσα σε ένα μεταποκαλυπτικό και δυστοπικό κόσμο έχουν προσπαθήσει πολλάκις να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες του. Σπάνια όμως έχει καταφέρει να το κάνει με τόση σεμνότητα, ακρίβεια και συναισθηματική ωριμότητα όσο το «The Last of Us». Η σειρά δεν πατάει σε σασπένς, ούτε σε ανατροπές. Πατάει στο ανθρώπινο βλέμμα. Στο πένθος. Στο τραύμα. Στο «μετά».
Διαβάστε τα recaps του Flix για όλα τα επεισόδια της πρώτης σεζόν του «The Last of Us»:
- Πρώτο επεισόδιο: «When You're Lost in the Darkness»
- Δεύτερο επεισόδιο: «Infected»
- Τρίτο επεισόδιο: «Long, Long Time»
- Τέταρτο επεισόδιο: «Please Hold My Hand»
- Πέμπτο επεισόδιο: «Endure and Survive»
- Εκτο επεισόδιο: «Kin»
- Εβδομο επεισόδιο: «Left Behind»
- Ογδοο επεισόδιο: «When We Are in Need»
- Ενατο επεισόδιο: «Look For The Light»
Το πρώτο επεισόδιο της δεύτερης σεζόν φέρει τον τίτλο «Future Days» — δανεισμένο από το τραγούδι των Pearl Jam που ο Τζόελ τραγουδάει στην Ελι στο τέλος της πρώτης σεζόν. Ενα κομμάτι που κάποτε ήταν υπόσχεση: «If I ever were to lose you, I’d surely lose myself». Τώρα, όμως, είναι φάντασμα. Η στιγμή εκείνη δεν επιστρέφει. Η Ελι δεν τραγουδά. Ο Τζόελ έχει ήδη χαθεί μέσα του. Και το μέλλον – εκείνο το ιδανικό που κάποτε είχαν τολμήσει να ονειρευτούν – δεν ήρθε ποτέ.
Το επεισόδιο ξεκινά ακριβώς εκεί που τελείωσε η πρώτη σεζόν, με ένα εντάξει – ένα ψέμα – αλλά τώρα βλέπουμε τον Τζόελ και την Ελι να συνεχίζουν το δρόμο τους προς το Τζάκσον, με μια αίσθηση ανησυχίας να έχει περικυκλώσει και τους δύο. Αλλά η πιο σημαντική αλλαγή, σε σχέση πάντα με το παιχνίδι, είναι πως μας εισάγει τον χαρακτήρα της Αμπι (Κέιτλιν Ντέβερ), στο Σαλτ Λέικ Σίτι, εκεί που εξελίχθηκαν τα τελευταία δραματικά γεγονότα της πρώτης σεζόν, να κλαίει πάνω από έναν τάφο. Δεν μας αποκαλύπτεται ποιος είναι αυτός που έχει χάσει, αλλά καταλαβαίνουμε πως είναι πολύ σημαντικός για εκείνη.
Εκείνη και οι φίλοι της ορκίζονται να βρουν το υπεύθυνο για αυτό το μακελειό, τον Τζόελ, και να πάρουν εκδίκηση. «Αργα. Οταν τον σκοτώσουμε. Θα το σκοτώνουμε αργά», λέει η Αμπι με το βλέμμα της να ξεχειλίζει από θλίψη και οργή. Η αποκάλυψη της Αμπι και των κινήτρων της τόσο νωρίς (στο παιχνίδι η αποκάλυψη αυτή γίνεται πιο μετά) χάνει ίσως λίγο από τη δυναμική κάποιων μετέπειτα στιγμών, αλλά αυτό θα χρειαστεί να περιμένουμε λίγο ακόμα για να το δούμε.
Το επεισόδιο αρνείται την πλοκή με τον ίδιο τρόπο που οι χαρακτήρες αρνούνται τη μνήμη. Η κάμερα κινείται αργά, με σεβασμό. Οι χώροι είναι κλειστοί, παγωμένοι. Το φως έχει χάσει τη ζεστασιά του – σαν να βλέπουμε τον κόσμο μετά το συναίσθημα. Οι σκηνές δεν κορυφώνονται – απλώς υπάρχουν. Κι αυτή η απόλυτη απουσία έντασης γίνεται η ίδια η ένταση. Κορυφαία στιγμή: η σκηνή της ψυχοθεραπείας του Τζόελ, με τη εισαγωγή ενός καινούργιου χαρακτήρα, της Γκέιλ (Κάθριν Ο' Χάρα). Οχι γιατί λέγεται κάτι συγκλονιστικό – αλλά γιατί δεν λέγεται τίποτα. Είναι μια σκηνή κατάδυσης: όχι σε εξομολογήσεις, αλλά στην αδυναμία τους. Στον πυρήνα της, δεν βλέπουμε έναν άντρα που προσπαθεί να «θεραπευτεί», αλλά έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμα βρει το θάρρος να παραδεχτεί το βάρος του. Η κάμερα τον παρατηρεί ήσυχα, σχεδόν ενοχικά, καθώς τοποθετείται με σταθερότητα απέναντί του, ελαφρώς χαμηλά, όπως ακριβώς θα τον κοιτούσε ένας θεραπευτής· όχι όμως με κλινική αποστασιοποίηση, αλλά με υπομονή. Το κάδρο είναι σφιχτό, περιορισμένο – όπως και ο εσωτερικός του χώρος. Πίσω του, οι τοίχοι γυμνοί, χωρίς κάτι να αποσπά την προσοχή. Μένουμε αντιμέτωποι με το πρόσωπο του Τζόελ: τις ρωγμές του, την προσπάθεια να αρθρώσει το ανείπωτο. Δεν ακούμε τι λέει τόσο όσο πώς το λέει – και κυρίως τι δεν λέει.
Δεν μπορείς να θεραπεύσεις κάτι αν δεν είσαι αρκετά γενναίος να το πεις δυνατά.»
Ο Πέδρο Πασκάλ μετατρέπει κάθε παύση σε κραυγή: τα χέρια του, η φωνή του, η αποφυγή στο βλέμμα. Δεν προσπαθεί να συγχωρηθεί. Απλώς δεν αντέχει άλλο να κουβαλάει την επιλογή του – ούτε να την αποκηρύξει. Δεν είναι μόνο η ενοχή του Τζόελ για όσα έκανε στο τέλος της πρώτης σεζόν – είναι η ενοχή για το ότι ακόμη δεν μπορεί να μετανιώσει πραγματικά. Και το ξέρει. Κι αυτό τον σπάει. Οχι γιατί ήταν λάθος. Αλλά γιατί θα το έκανε ξανά.
Σε αντίθεση με τη σκηνή της ψυχοθεραπείας του Τζόελ – όπου οι λέξεις παλεύουν να βγουν – η Ελι επιλέγει να μην πει απολύτως τίποτα. Η σιωπή της δεν είναι απουσία – είναι δήλωση. Είναι μια συνειδητή αποκοπή από τον κόσμο, από τον Τζόελ, από την ίδια της την παιδικότητα. Αν το τέλος της πρώτης σεζόν την τραυμάτισε, το ξεκίνημα της δεύτερης τη βρίσκει μουδιασμένη, σχεδόν κρυσταλλωμένη σε ένα συναίσθημα που δεν μπορεί να κατονομάσει: δεν είναι μόνο θυμός, δεν είναι μόνο λύπη – είναι προδοσία. Και αυτή η προδοσία έχει ένα όνομα: Τζόελ. Η Ελι δεν θέλει να μιλήσει γι’ αυτό που της είπε ο Τζόελ. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το έχει ξεχάσει. Αντιθέτως: η σιωπή της είναι το πιο δυνατό κατηγορώ. Οταν δεν αντιδρά, δεν απαντά, δεν συμμετέχει, δεν είναι επειδή δεν έχει κάτι να πει – είναι επειδή δεν ξέρει πώς να ζήσει με αυτό. Κι αυτή η σιωπή είναι το πιο δυνατό σχόλιο για το βάρος που κουβαλά.
Η ερμηνεία της Μπέλα Ράμσεϊ είναι ένα μάθημα στη λεπτότητα. Δεν φωνάζει, δεν ξεσπά, δεν παίζει για να συγκινήσει. Αντιθέτως, η απόλυτη παθητικότητα του προσώπου της υπογραμμίζει τη συναισθηματική ένταση. Βλέπουμε ένα παιδί που δεν είναι πια παιδί. Κάθε κίνηση – από το πώς κάθεται, πώς κοιτάζει μέσα από ένα παράθυρο ή διαβάζει ένα περιοδικό – είναι φόρτιση. Και κυρίως, η αμηχανία της απέναντι στον Τζόελ: ένα μείγμα ανάγκης και απόστασης. Δεν τον απορρίπτει – αλλά ούτε και τον εμπιστεύεται πια.
Η σχέση του Τζόελ και της Ελι μοιάζει με ποτήρι που έχει ραγίσει χωρίς να έχει σπάσει. Εξωτερικά, εξακολουθούν να κινούνται μαζί, να ζουν σε έναν κοινό χώρο, να λειτουργούν σαν οικογένεια. Εσωτερικά όμως, κάτι έχει μετατοπιστεί ανεπανόρθωτα: δεν είναι πια ο ένας το καταφύγιο του άλλου – είναι ο καθρέφτης της ενοχής, της απογοήτευσης, του μη ανεκπλήρωτου.
Από την άλλη έχουμε και την εισαγωγή της Ντίνα, μια πραγματικά υπέροχη Ιζαμπέλα Μέρσεντ, η οποία δείχνει ένα ανέλπιστη ζεστασιά, που χρειάζεται η σειρά, αλλά και μια γοητεία που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, ενώ η χημεία της τόσο με την Ελι της Ράσμεϊ όσο και με τον Τζόελ του Πασκάλ είναι αμέσως εμφανής. Το επεισόδιο μας παρουσιάζει κι έναν καινούργιο μολυσμένο, του starlkers, αλλά είναι και γεμάτο από easter eggs από το παιχνίδι, όπως την Ελι να καθαρίζει το όπλο της σε έναν πάγκο, αλλά και την εμφάνιση του Γκουστάβο Σανταολάγια (ο οποίος γράφει τη μουσική τόσο για το παιχνίδι όσο και για την σειρά) στην σκηνή του χορού παίζοντας το μπάντζο.
Το «The Last of Us» ξεκινάει τον νέο του κύκλο όχι με εκρήξεις, αλλά με τριγμούς. Και σε μια εποχή τηλεόρασης γεμάτη θόρυβο, αυτοί οι τριγμοί λένε περισσότερα. Μια σειρά που αρνείται να ξεχάσει, αρνείται να απλοποιήσει, αρνείται να ησυχάσει. Και – ευτυχώς – αρνείται να μας χαρίσει εύκολες απαντήσεις.
Γιατί εδώ, δεν υπάρχει σωστό και λάθος. Υπάρχει μόνο το μετά.
Δείτε παρακάτω ένα βίντεο που συγκρίνει την σκηνή του χορού από το παιχνίδι με εκείνη από την σειρά.
Το «The Last of Us» προβάλλεται στην Ελλάδα αποκλειστικά στο Vodafone TV.