Industry

«Riding the Greek Wave»: Από τη θεωρία στην πράξη, Μέρος ΙI

of 10

Μέσα σε δύο μέρες, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου μετατρέπει την ελληνική κινηματογραφική κοινότητα σε φυτώριο ενημέρωσης, εκπαίδευσης και αισιοδοξίας!

«Riding the Greek Wave»: Από τη θεωρία στην πράξη, Μέρος ΙI

Η δεύτερη μέρα των παρουσιάσεων, των ομιλιών και των workshops, που οργάνωσε η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Υποτρόφων του Ιδρύματος Ωνάση, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ήταν εξίσου ενδιαφέρουσα κι εξίσου γεμάτη ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου, πρόθυμους να συμμετάσχουν και να ανοιχτούν προς τα έξω.

Πέρα από τις συζητήσεις, τις ενδιαφέρουσες απόψεις, τις εμπειρίες που ανταλλάχθηκαν και την δυνατότητα να ρίξεις μια ματιά σε μια διαφορετική θέα του διεθνούς κινηματογραφικού τοπίου, ίσως το πιο ελπιδοφόρο όλων όσων διαπιστώσαμε τις δύο αυτές μέρες, ήταν η ξεκάθαρη αλλαγή της νοοτροπίας των Ελλήνων κινηματογραφιστών: η επιθυμία και η θέρμη τους να γίνουν μέρος ενός διεθνούς τοπίου, βάζοντας τέλος στην εσωστρέφεια και την ενδοσκόπηση που αποτελούσε για χρόνια σημαντικό εμπόδιο στην έξοδο από τα σύνορά μας. Το γεγονός ότι οι θέσεις στην αίθουσα της Στέγης ήταν μονίμως γεμάτες και τις δυο αυτές μέρες, ήταν ίσως το πιο θετικό μήνυμα απ όλα όσα ακούστηκαν στη διάρκεια αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας διημερίδας.

Παρακάτω, συνοπτικά, μια ιδέα του τι ειπώθηκε την Κυριακή, 30 Σεπτεμβρίου (κι εδώ όσα συνέβησαν την πρώτη μέρα), ένα «ορεκτικό» για να μπορέσουν, όσοι δεν παρακολούθησαν τις ομιλίες, να κάνουν μόνοι τους την έρευνά τους.

Ντίτερ Κόσλικ Διευθυντής του Φεστιβάλ Βερολίνου

Ο Αλέξης Γρίβας παρουσιάζοντας τον Ντίτερ Κόσλικ στην αρχή της κουβέντας, είπε πως «είναι ο πιο μεσογειακός Γερμανός που ξέρω» και στη συνέχεια ο κ Κόσλικ βάλθηκε να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του, μιλώντας με πάθος, μπόλικο χιούμορ και χειρονομίες για το «σπίτι του εδώ και δώδεκα χρόνια», όπως είπε, το Φεστιβάλ Βερολίνου. Ο κ Κόσλικ μίλησε για το παρελθόν και το παρόν του θεσμού κι εξήγησε τους τρόπους με τους οποίους το φεστιβάλ βοηθά τους σκηνοθέτες, τους παραγωγούς αλλά και τους νέους δημιουργούς, μέσα από θεσμούς όπως το European Film market, το Talent Campus και μια σειρά από άλλα προγράμματα. Εξήγησε πως η Berlinale είναι ένα φεστιβάλ με τμήματα που χωράνε πολλές και διαφορετικές ταινίες και πως ένας παραγωγός ή ένας σκηνοθέτης, μπορούν να κοιτάζουν πέρα από το διαγωνιστικό τμήμα. Είναι καλύτερο μια ταινία να κερδίσει το βραβείο κοινού στο panorama παρά να χαθεί στο διαγωνιστικό είπε χαρακτηριστικά. Αναφέρθηκε επίσης στο πλήθος των φεστιβάλ παγκοσμίως και στο πως ο αριθμός τους μεγαλώνει σταθερά, αλλά και στο πως, όλα τα φεστιβάλ δημιουργούν έναν μικρόκοσμο που βάζει το σινεμά στο επίκεντρό του. Ενώ όλες οι προβολές, όλων των ταινιών στην διάρκεια του φεστιβάλ είναι sold out όπως είπε, όταν οι ίδιες ταινίες προβάλλονται εκτός αυτού, η ανταπόκριση δεν είναι ανάλογη. Ακριβώς γι αυτό, ένα φεστιβάλ δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν ένας διανομέας ή να αναλάβει να προβάλει ταινίες μετά την λήξη του, παρά μόνο σαν ειδικά events, όπως μια σειρά από πολύ πετυχημένες προβολές ντοκιμαντέρ που έκανε η Berlinale φέτος παρουσία των σκηνοθετών τους. Ομως για τον Ντίτερ Κόσλικ, οι αίθουσες είναι το ίδιο απαραίτητες με τις ταινίες και το να βρίσκουν τα φεστιβαλικά φιλμ διέξοδο προς τις αίθουσες, εξαιρετικά σημαντικό. Κι αυτό είναι σύμφωνα με τον ίδιο μια από τις βασικές «υπηρεσίες» ενός φεστιβάλ, να δημιουργεί τις προϋποθέσεις και το περιβάλλον ώστε καλλιτεχνικές ταινίες να βρίσκουν τελικά τον δρόμο προς τους κινηματογράφους.


Ματίλντ Ανρό: Festival Scope

Συνιδρύτρια του Festival Scope, η Ματίλντ Ανρό μίλησε αναλυτικά για τις νέες τάσεις στις διεθνείς πωλήσεις ταινιών, για τη σκοπιμότητα της online αγοράς και για το πώς, σήμερα, το κινηματογραφικό παιχνίδι παίζεται μεταξύ sales agents και A-List φεστιβάλ. Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε η Ματίλντ Ανρό στο Flix και μάθετε περισσότερα για το Festival Scope. Από τις πρακτικές συμβουλές της εισήγησής της, το σημαντικότερο εφόδιο ήταν η διαφοροποίηση των sales agents, προκειμένου ο κάθε παραγωγός ν’ απευθυνθεί στην εταιρεία που ταιριάζει καλύτερα στο προϊόν του και που θα το ωφελήσει περισσότερο.Συγκεκριμένα, η Ανρό περιέγραψε τις κατηγορίες των sales agents, όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα: 1. Οι εταιρείες που δίνουν έμφαση στη ματιά του σκηνοθέτη, όπως οι Match Factory (πωλητές μεταξύ άλλων του «Attenberg» και των «Αλπεων», Funny Balloons, Les Films du Losange, The Coproduction Office, Memento, Celluloid Dreams. 2. Οι μαζικού προσανατολισμού εταιρείες, όπως οι Films Distribution («Η Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά», «Στρέλλα» και «Ξενία» του Πάνου Χ. Κούτρα), Bavaria, Pyramid, Fortissimo, Bac, MK2 (πωλητής του «Κυνόδοντα»), που έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα διαχείρισης πακέτων. 3. Οι «καινούριες», όπως οι Alpha Violet, Doc & Film, Urban Distribution (πωλητής του «Μαχαιροβγάλτη»), Eye on Films, Films Boutique (πωλητής του «Αδικος Κόσμος»), Le Pacte, Elephant Eye (πωλητής του «Wasted Youth»), Premium (πωλητής του «Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού»), οι οποίες, έχοντας λίγους πελάτες, λειτουργούν σε στενότερη σχέση με τον παραγωγό. 4. Οι «εξειδικευμένοι», όπως η Ramonda (πωλητής του «L»), που απευθύνονται σε ταινίες συγκεκριμένου είδους. 5. Οι εταιρείες που λειτουργούν κυρίως συμβουλευτικά, χωρίς να παίρνουν δικαιώματα της ταινίας, όπως οι Film Republic και Film Collaborative, που δίνουν έμφαση στο καινοτόμο μάρκετινγκ της ταινίας. Τέλος, η Ανρό εξήγησε (όπως και όλοι οι σχετικοί εισηγητές) ότι, πια, τα Φεστιβάλ έχουν αναλάβει το μεγαλύτερο ρόλο στην παγκόσμια διανομή κι ότι εναλλακτικές μορφές διανομής, όπως το VOD ή η αποκλειστικά ψηφιακή διανομή online των ταινιών ανεβαίνουν όλο και περισσότερο στις προτιμήσεις τόσο των παραγωγών, όσο και του κοινού.


Μάικλ Βέμπερ: Διευθυντής της εταιρείας διεθνών πωλήσεων Match Factory

Περιλαμβάνοντας ανάμεσα στους τίτλους που η εταιρία του χειρίζεται και ελληνικά φιλμ, όπως το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, ο Μάικλ Βέμπερ, είναι επικεφαλής μιας από τις πλέον ανερχόμενες εταιρίες πωλήσεων, διεθνώς. Ο κ. Βέμπερ ξεκίνησε την ομιλία του περιγράφοντας το πως ξεκίνησε η εταιρία του το 2006 και πως είχαν την τύχη την πρώτη κι όλας χρονιά, να κερδίσουν τη Χρυσή Αρκτο στο Βερολίνο με το «Grbavica» της Γιασμίλα Ζμπάνιτς, μια από τις πρώτες ταινίες που ανέλαβαν να εκπροσωπήσουν. Περιγράφοντας τον τρόπο που λειτουργεί μια εταιρία πωλήσεων, εξήγησε ότι αυτό που κάνουν είναι να αναλαμβάνουν με ένα ποσοστό την προώθηση μιας ταινίας σε φεστιβάλ και την πώλησή της σε διανομείς σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πολιτική της Mach Factory είναι να συνεργάζεται συχνά με τους ίδιους σκηνοθέτες και παραγωγούς και να δημιουργεί σταθερές σχέσεις μαζί τους. Μίλησε για το πόσο δύσκολο αλλά και σημαντικό είναι να κάνεις μια ταινία να ξεχωρίσει σε ένα φεστιβάλ, καθώς το άνοιγμα μιας ταινίας σε ένα από τα μεγάλα φεστιβάλ κι η αντιμετώπιση που θα έχει εκεί, μπορεί να χτίσει την καριέρα της, ή να την καταστρέψει. Στη συνέχεια αναφέρθηκε εκτεταμένα στο παράδειγμα του «Attenberg», στον τρόπο που δούλεψαν με την Haos Films και για το πως η άψογη συνεργασία αλλά και η πίεση από την ελληνική εταιρία, σε συνδυασμό με την ποιότητα της ταινίας, την έκαναν να πουληθεί σε 30 χώρες και να ταξιδέψει σε περισσότερα από 60 φεστιβάλ. Συμβούλεψε λοιπόν τους σκηνοθέτες και τους παραγωγούς να μην αφήνουν τους sales agents να καθησυχάζονται, αλλά να υπενθυμίζουν και να τους πιέζουν για το καλύτερο της ταινίας. Εξήγησε επίσης πως δεν ζητά ποτέ καμιά αλλαγή σε ένα τελειωμένο προϊόν, με μία μόνο εξαίρεση: την διάρκεια, αφού μια ταινία μεγαλύτερη από 120 λεπτά, είναι πολύ δύσκολο να κάνει φεστιβαλική ή εμπορική καριέρα. Τέλος μιλώντας για τις νέες δραστηριότητες της Mach Factory που περιλαμβάνουν και συμπαραγωγές, ανακοίνωσε πως έχουν ήδη το πρώτο τους ελληνικό project, που δεν είναι άλλο από την νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη που ο σκηνοθέτης ετοιμάζει με τον παραγωγό Παναγιώτη Παπαχατζή.


Μαρκους Χου πρόεδρος της αμερικάνικης εταιρίας διανομής Strand Releasing

Εχοντας ιδρύσει το 1989 μια από τις πιο δυναμικές εταιρίες διανομής ανεξάρτητων και ξενόγλωσσων ταινιών στις ΗΠΑ, ο Μάρκους Χου μίλησε για τον τρόπο με τον οποίο μπορείς να προωθήσεις ένα «δύσκολο» προϊόν σε μια μάλλον κορεσμένη αγορά. Αναφέρθηκε στην σημασία που έχει η αφίσα μιας ταινίας και στο πως πρέπει να μεταδίδει με σαφήνεια ένα μήνυμα και μια ξεκάθαρη ταυτότητα και μάλιστα, όχι πλέον στο μέγεθος μιας αφίσας στον τοίχο ενός κινηματογράφου, αλλά κυρίως στο εικονίδιο του φιλμ στο itunes ή στο Netflix, εκεί που θα συνεχίσει την καριέρα του μετά την σύντομη συνήθως, έξοδό του στις αίθουσες. Μίλησε επίσης για τον τρόπο που οι ίδιοι δουλεύουν τις αφίσες τους, πως προτιμούν πάντα να έχουν μια εικόνα από το ίδιο το φιλμ και γι αυτό τόνισε την σημασία που έχει ένας καλός φωτογράφος πλατό, που θα μπορέσει να παραδώσει εικόνες καλής ποιότητας για την πιθανή αφίσα. Στη συνέχεια έδειξε παραδείγματα από δουλειές τους κι εναλλακτικές αφίσες για γνωστές ταινίες, όπως το «Attenberg», ή το «Ο θείος Μπούνμι που Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του» κι εξήγησε τι είναι αυτό που κάνει μια αφίσα να λειτουργεί ή όχι. Μια εικόνα και μόνο, μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα στο να δει κάποιος την ταινία σας ή όχι είπε και είναι πολύ σημαντικό η εικόνα που χαρακτηρίζει το φιλμ, να είναι σταθερή κι αποφασισμένη από την πρώτη κι όλας παρουσιάση του φιλμ, καθώς κατά κάποιο τρόπο, αποτελεί την ταυτότητά του.


Παρουσίαση του εργαστηρίου τρέιλερ

Το πρωί του Σαββάτου, παράλληλα με την διημερίδα, ξεκίνησε το εργαστήριο παραγωγής τρέιλερ δύο νέων ελληνικών ταινιών, του «Wild Duck» του Γιάννη Σακαρίδη και της «Κόρης» του Θάνου Αναστόπουλου, με την καθοδήγηση του Μάρκους Χου και του Μάικλ Βέμπερ. Πριν παρουσιαστούν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, ο κ Χου μίλησε για την σημασία που έχει ένα τρέιλερ στο να κάνει μια ταινία να ξεχωρίσει και μας έδειξε δυο αμερικάνικα τρέιλερ για ευρωπαϊκες ταινίες, το πρώτο για το «3» του Τομ Τίκβερ και το δεύτερο για το «La Belle Endormie» της Κατρίν Μπρεγιά. Και τα δυο ήταν διαφορετικά από τις ευρωπαϊκές εκδοχές τους δημιουργημένα από τον μόνιμο συνεργάτη του Στιούαρτ Ρόμπερτσον. Εξήγησε ότι η δουλεία τους για το τρέιλερ ξεκινά αμέσως μόλις δουν την ταινία, ότι μπορεί τελικά να έχουν να διαλέξουν ανάμεσα ακόμη και σε δέκα εκδοχές, πως θα ακούσουν την γνώμη του σκηνοθέτη, αλλά τελικά θα επιλέξουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καλύτερο. Στην περίπτωση του «3» για παράδειγμα ο Τίκβερ μίσησε το αμερικάνικο τρέιλερ, αλλά εκτός από κάποιες υποδείξεις του που έγιναν δεκτές, αυτό ήταν το τρέιλερ που χρησιμοποιήθηκε. Ο κ Χου μας σόκαρε ελαφρώς όταν είπε ότι το κόστος ενός τέτοιου τρέιλερ είναι περίπου 17 χιλιάδες δολάρια, αλλά είναι ένα απαραίτητο έξοδο, καθώς αποτελεί βασικό εργαλείο να ξεχωρίσεις. Ανάφερε χαρακτηριστικά ότι αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες της Νέας Υόρκης βγήκαν 23 καινούριες ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες παρουσιάστηκαν με δυο τρεις γραμμές στους New York Times, οπότε, το να έχεις ένα εντυπωσιακό τρέιλερ διαθέσιμο νωρίς (8 με 10 εβδομάδες πριν τη έξοδο της ταινίας) στο διαδίκτυο, είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Διαβάστε εδώ αναλυτικά όσα συνέβησαν στο workshop τρέιλερ κατά τη διάρκεια της διημερίδας.


Παρουσίαση των τρέιλερ

Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν τα τρέιλερ ξεκινώντας από το «Wild Duck». O Γιάννης Σακαρίδης παραδέχτηκε πως ήταν σκεπτικός στο να παραδώσει την ταινία του σε μια τέτοια διαδικασία τόσο νωρίς, αλλά πως η εμπειρία ήταν πολύτιμη. Και το τρέιλερ παρ ότι έγινε σε σύντομο χρονικό διάστημα, έδειξε ένα φιλμ μεστό και ενδιαφέρον. Ο Ντίτερ Κόσλικ του Φεστιβάλ Βερολίνου παρ΄ ότι εξήγησε ότι δεν διαλέγει ποτέ φιλμ με βάση το τρέιλερ, αυτό που είδε, τον έκανε να πιστέψει πως αυτή, πιθανότατα, είναι μια ταινία για την Berlinale, αλλά φυσικά θα πρέπει να την δει ολοκληρωμένη.

Το τρέιλερ της «Κόρης» από την άλλη, μάλλον δίχασε. Χτισμένο σαν ένα τεταμένο θρίλερ, με ένα έντονο κομμάτι κλασσικής μουσικής να του δίνει περισσότερη ένταση, σε προϊδεάζει για μια δυνατή εμπειρία. Ο Μάρκους Χου υπερασπίστηκε τις επιλογές του workshop, λέγοντας ότι αυτό που είναι το ζητούμενο είναι να φέρεις τους θεατές στις αίθουσες, έστω κι αν χρησιμοποιήσεις ένα εντυπωσιακό τέχνασμα, αρκεί να είσαι σίγουρος ότι η ταινία δεν θα τους απογοητεύσει. Ο Ντίτερ Κόσλικ από την άλλη, βρήκε ότι η ταινία με αυτό το τρέιλερ μοιάζει με κάτι που θα έβλεπες σε μεταμεσονύκτια προβολή και πως η χρήση της μουσικής ήταν υπερβολική. Οι διαφωνίες έδωσαν αφορμή για μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για τις πολιτιστικές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές αγορές, στο τι είδους «τεχνάσματα» μπορεί ένα τρέιλερ να χρησιμοποιεί για να κερδίσει την προσοχή, αλλά η κουβέντα κατέληξε στην παραδοχή της πλειοψηφίας των θεατών, πως τελικά ναι, το τρέιλερ της «Κόρης» θα τους κέντριζε το ενδιαφέρον να δουν την ταινία στην αίθουσα.

Η βραδιά έκλεισε με την προβολή τρέιλερ ή κλιπ από τις ταινίες της πρόσφατης Ελληνικής παραγωγής. Και του χρόνου.