Ενας άντρας ζει μέσα στο αυτοκίνητό του. Είναι 40 ετών και δεν έχει πολύ ελεύθερο χρόνο, αλλά όταν έχει, επιλέγει να τον περνά με την οικογένειά του. Συναντάει τη γυναίκα του και τα 2 παιδιά του συγκεκριμένες ώρες και ημέρες σε πάρκινγκ αυτοκινήτων. Η δουλειά του είναι να βρίσκει και να μεταφέρει το καλύτερο μέλι που υπάρχει σε έναν άντρα 50 ετών. Η εμφάνιση ενός καινούριου οδηγού οδηγεί στην απόλυση του άντρα. Η ζωή του αλλάζει και θεωρεί παράλογο το ότι δεν τον εμπιστεύεται κανείς.

Μπορεί μια σκηνή στην οποία ένας οδηγός τρακάρει ηθελημένα, επανειλημμένα, επίμονα, το αυτοκίνητό του σε μια τσιμεντένια κολόνα να είναι σχεδόν σπαρακτικά συγκινητική; Μπορεί μια άλλη στην οποία, ένας άλλος γεμάτος αίματα άντρας, κρατά ένα κομμένο χέρι, να είναι αστεία;

Στο «L» του Μπάμπη Μακρίδη, οι συνηθισμένοι τρόποι ερμηνείας των εικόνων παύουν να ισχύουν, αυτό που βλέπεις κι αυτό που νιώθεις δεν ταυτίζονται, το φιλμ μοιάζει με το είδωλο μιας «κανονικής» ταινίας, μέσα σε έναν (παραμορφωτικό) καθρέφτη.

Η ιστορία της είναι εξαιρετικά απλή: Ενας άντρας ζει στο αυτοκίνητό του, ως τη στιγμή που οι σταθερές του, όσα τον ορίζουν, καταρρέουν. Θα πολεμήσει, αλλά θα χάσει, όμως αντί να παραιτηθεί, θα δοκιμάσει να αλλάξει. Θα εγκαταλείψει τους τέσσερις τροχούς για δύο, και θα γίνει μέλος, με την ίδια θέρμη, ενός καινούριου κόσμου, αυτού των μηχανών.

Μόνο που μια τέτοια ιστορία που όχι απλά φλερτάρει, αλλά μάλλον ενώνεται σε σάρκα μία, με την υφή του παραλόγου, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ωςμια μεταφορά. Μια γυρισμένη μέσα-έξω παραβολή για τη φοβερή εκείνη ώρα, πού καλείσαι να εφεύρεις και πάλι τον εαυτό σου, να οριοθετήσεις ξανά τον κόσμο στον οποίο ανήκεις. Να μάθεις τη ζωή απ' την αρχή.

Το «L» είναι η ιστορία μιας πτώσης, αλλά και η αισιόδοξη εξιστόρηση της προσπάθειας να ανέβεις ξανά, είναι η απελπισία της αβεβαιότητας, ο τρόμος του κενού, μαζί και η ευφορία του να βρίσκεις στέρεο έδαφος. Και πάλι από την αρχή.

Τα όσα συμβαίνουν στο «L» θα μπορούσαν να είναι βγαλμένα από μια σαπουνόπερα ή από μια αρχαία τραγωδία, μόνο που ο τρόπος που συντίθενται σε αφήγηση εδώ, δεν τους επιτρέπει να κρατήσουν τίποτα από την τετριμμένη φύση του πρώτου, ούτε από την πομπώδη δραματικότητα του δεύτερου. Το «L» μιλά μια απόλυτα δική του γλώσσα, με κανόνες και εκφορά που δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα ξέρατε μέχρι σήμερα.

Με μια πρώτη ματιά, το σχήμα της ταινίας μοιάζει οξύμωρο, όπως για παράδειγμα η ιδέα πως ένας άνθρωπος που κείται ετοιμοθάνατος στην άσφαλτο, θύμα ενός διερχόμενου αυτοκινήτου, εξαρτάται από ένα ασθενοφόρο -ένα άλλο αυτοκίνητο- για τη σωτηρία του. Ομως στο σύμπαν του «L» το αλλόκοτο και το συνηθισμένο περπατούν χέρι με χέρι, ή καλύτερα συνταξιδεύουν με το ίδιο αυτοκίνητο.

Κι από το παρμπρίζ της οθόνης το «τοπίο» είναι απλά συγκλονιστικό. Ενας κόσμος από άδεια πάρκινγκ, από γκρίζα άσφαλτο, από πράσινα λιβάδια, από χαρακτήρες που ορίζονται κυρίως από τις ιδιομορφίες τους. Δομημένο με εξαιρετική ακρίβεια, φωτογραφημένο υποδειγματικά, αυστηρό στη φόρμα του αλλά αιρετικό στις αφηγηματικές επιλογές του, με τον ανέκφραστα σαρωτικό Αρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο και μια ομάδα από ηθοποιούς που ταιριάζουν απόλυτα στο κλίμα του, το φιλμ από το πρώτο υπέροχο πλάνο, ως το τελικό κρεσέντο του αλλόκοτου, θλιμμένου χιούμορ του, παραμένει απλά μαγνητικό.

Αρχικά ίσως μοιάζει με μια συλλογή από εντυπωσιακές εικόνες και αποκομμένα στιγμιότυπα, όμως στην πορεία, όλα συγκλίνουν σε ένα φιλμ που πάλλεται με υπόκωφη ένταση κι έρχεται με φόρα από το τυφλό σημείο του καθρέφτη σου. Ενα φιλμ που η εύκολη λύση θα ήταν να χαρακτηρίσεις ως μια εκκεντρική, παράξενη κωμωδία, αλλά που μέσα σου ξέρεις, πως είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Κάτι που σε κεντρίζει και σε ανησυχεί, που σε γοητεύει ακόμη κι αν σε αποπροσανατολίζει. Και που κυρίως σε ακολουθεί έξω από την αίθουσα, στρογγυλοκάθεται στη θέση του «συνοδηγού» και δεν λέει να βγει απ το μυαλό σου...