Μία αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής, ο προπονητής της, μία νοσοκόμα, ένα τραυματιοφορέας. Απόκληροι άνθρωποι με άγνωστο παρελθόν, αποτελούν τους ετερόκλητους συνεργάτες μίας παράδοξης επιχείρησης προσφοράς υπηρεσιών: αν έχασες τον άνθρωπό σου και το χτύπημα είναι απότομο και βαρύ, κάποιος από αυτούς θα τον αντικαθιστά για λίγες ώρες την ημέρα, θα φορά τα ρούχα, θα μάθει τις συνήθειες, θα λέει τις χαρακτηριστικές του ατάκες. Μέχρι να σταθείς στα πόδια σου, να ξεπεράσεις τον πόνο και να πας μπροστά. Ο τραυματιοφορέας που φέρεται και ως αρχηγός της σπείρας, τους ανακοινώνει και το όνομα της: «Αλπεις». Γιατί το μεγαλείο τους είναι αναντικατάστατο από κάθε άλλη οροσειρά στον κόσμο, ενώ εκείνες μπορούν να γεμίσουν οποιοδήποτε κενό με ευκολία.

Μπορούν; Ο Γιώργος Λάνθιμος και ο συνεργάτης σεναριογράφος του Ευθύμης Φιλίππου αναρωτιούνται μέχρι και το τελευταίο πλάνο. Σε μία ληθαργική, αντίθετη διαδρομή από τον «Κυνόδοντα», εδώ ο άνθρωπος προσπαθεί να επιστρέψει στο οικείο του σχήμα – επιζητά την οικογένεια/τη σχέση που έχασε, πονά μακριά της, τον καταπιέζει η απουσία, η απώλεια. Και παρόλο που επί της οθόνης διαδραματίζεται μία ανταλλαγή υπηρεσιών σχεδόν κυνική, η τραγικότητα να χάνεις κάτι που δεν μπορείς να αντικαταστήσεις ποτέ ξανά, βγαίνει μέσα από τη θλίψη της ανώφελης διαδικασίας, από το ψέμμα της στιγμής, από την γελοιότητα της αναπαράστασης.

Στον «Κυνόδοντα» οι ήρωες ζουν υπνωτισμένοι σε μία εικονική κι επιβεβλημένη από άλλους πραγματικότητα, από την οποία οφείλουν να δραπετεύσουν. Εδώ, ο άνθρωπος επιλέγει να εξαπατηθεί, εθελοντικά ανακατασκευάζει την αλήθεια, ο ίδιος πληρώνει για να γράψει, να σκηνοθετήσει και να συμπρωταγωνιστήσει σ' αυτό το σουρεαλιστικό παιχνίδι ρόλων. Δεν αποδρά, αντίθετα, τρέχει μάταια και σπαραχτικά πίσω προς το παρελθόν, την εστία, την μήτρα. Προσπαθεί άρρωστα και θλιβερά να δέσει τον εαυτό του με τον ομφάλιο λώρο που τον έκανε να αισθάνεται την ασφάλεια ότι η ζωή του θα παραμείνει ίδια για πάντα.

Τα μέλη της ομάδας φέρονται ξεκάθαρα ως ηθοποιοί, φορούν τα κουστούμια, στέκονται στο κέντρο της σκηνής της ζωής του πελάτη, εκφέρουν το λόγο διεκπεραιωτικά, συλλαβιστά, ψεύτικα. Ολα άλλωστε είναι ψεύτικα και κανείς δεν προσπαθεί να το κρύψει. Ο άνθρωπος λαχταρά την πλάνη του, δε χρειάζεται οσκαρικές ερμηνείες για να πιστέψει στη φαντασίωσή του. Κουβαλά μια τρύπα και για να επιβιώσει πρέπει να τη γεμίσει, όπως μπορεί.

Ειρωνικά τότε ο Λάνθιμος στρέφει την κάμερα στους «ηθοποιούς». Ποιοι είναι; Ποια η ιστορία τους; Κι αν τραγωδίες φέρνουν τους πελάτες στην ανάγκη τους, ποια δική τους τραγωδία, ποια δική τους ανάγκη τους κάνει να θέλουν να ανήκουν σε δανεικές ζωές – έστω πληρωμένα, έστω για λίγο; Τι είναι οι «Αλπεις», επιχείρηση, ομάδα ή μήπως μια... ιδιόμορφη «οικογένεια», με πατρικές φιγούρες και αιώνια χαμένα παιδιά που λαχταρούν επιβεβαίωση, τρέμουν την τιμωρία, χαίρονται με εφηβική λαχτάρα όταν τους επιτρέπεται να κάνουν ... κάτι πιο ποπ;

Ναι, οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου έχουν μία συγκεκριμένη φόρμα: αδιαφορώντας επιδεικτικά για κάθε μορφή νατουραλισμού, στήνουν τις σκηνές τους σαν πειραματικά ψυχρά μονόπρακτα, με ηθοποιούς που παίζουν τους ηθοποιούς που παίζουν τους ηθοποιούς. Καμία φυσικότητα, τίποτα το «νορμάλ». Κανένα συναίσθημα. Ή μάλλον κανένα ορατό, ερμηνευμένο, υπογραμμισμένο συναίσθημα – γιατί το λαβωμένο βλέμμα της Λαμπέντ μοιάζει με ανοιχτό παιδικό τραύμα, και η ψυχωτική ενέργεια της εξαιρετικής Παπούλια με ωμή, οργισμένη, πανκ κραυγή απόγνωσης.

Κι όμως. Η ειρωνία που διέπει τη θεατρικότητα των ιστοριών του είναι ότι καθόλου δεν απέχει από την πραγματικότητα που μοναχικά κουβαλάμε μέσα μας. Γιατί ποιος δεν έχει αντικαταστήσει κάποιον με κάποιον άλλον, απλά για να σταματήσει η πληγή να πονάει; Ποιος δεν έχει παίξει ρόλους, ποιος δεν έχει προτιμήσει την τυφλή εξαπάτηση από την κατάματα επώδυνη αλήθεια, ποιος δεν έχει προσπαθήσει να επαναλάβει τη στιγμή που χάθηκε για πάντα; Ποιος θνητός δεν έχει σταθεί ανήμπορος να αποδεχτεί το ανεπίστρεπτο του θανάτου;

Οχι όμως. Ο Λάνθιμος δεν έχει σκοπό ούτε να αναπαραστήσει, ούτε να αντικαταστήσει τίποτα. Σκοτεινός, επώδυνος, πέρα για πέρα συνεπής, κάνει σινεμά όχι για να προβάλει σεναριακό συναίσθημα, αλλά για να μας ξυπνήσει το δικό μας. Αφαιρεί το οξυγόνο για να βγάλουμε τα κεφάλια μας από την άμμο και να πάρουμε αγωνιώδεις, μακρόσυρτες, συνειδητές ανάσες. Ανασύρει την μαύρη τρύπα κάθε απώλειας που κουβαλάμε μέσα μας και μας τη φέρνει σε κοντινό. Να την κοιτάξουμε, να συμφιλιωθούμε, να αποδεχτούμε το κενό μας. Σταματά την μηχανή προβολής πριν το τέλος για να μας θυμίσει ότι αντίθετα από την πρόζα, τίποτα δεν τελειώνει τόσο απλά. Ούτε ολοκληρώνεται, ούτε επιλύεται. Τα φώτα θα ανάψουν και όλοι θα ξαναγυρίσουμε στους ρόλους μας.