Ο Σπάικ Λι πριν σχεδόν 30 χρόνια, στο «Do the Right Thing», ήταν γεμάτος οργή για τη ρατσιστική Αμερική, έριχνε έπιπλα σε τζαμαρίες, τα βίαια ξεσπάσματά του ζητούσαν δικαιοσύνη και ισότητα: τώρα έχει μεγαλώσει, μπορεί να κριτικάρει σαρκαστικά, να γελά στα μούτρα της ΚΚΚ, να κοροϊδεύει με την καρδιά του. Να μιλάει, απλώς, και ο λόγος του να έχει την ίδια δύναμη. Εχει μεγαλώσει και μαζί του η Αμερική. Αλλά η δεύτερη όχι αρκετά.
Το «BlacKkKlansman», η καλύτερη ταινία του εδώ και χρόνια και μια από τις ωραιότερες του Φεστιβάλ, ξεκινά με το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος», τη σκηνή όπου η Σκάρλετ Ο' Χάρα ψάχνει απεγνωσμένα ανάμεσα στην τεράστια έκταση των τραυματιών του εμφυλίου. Και τελειώνει με σκηνές από έναν άλλο εμφύλιο, αυτόν που έγινε πέρσι, το 2017, στη Σάρλοτσβιλ.
Ναι, η Αμερική δεν έχει μεγαλώσει αρκετά, ο ρατσισμός είναι ολοζώντανος κι ο Σπάικ Λι, γράφοντας και σκηνοθετώντας ακριβώς μια ταινία για το φλεγόμενο «τώρα», έχει την ωριμότητα να το κάνει με χιούμορ κι αυτό το τόσο δικό του coolness που ξεχειλίζει από κάθε σκηνή του φιλμ.
Το «BlacKkKlansman» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, τόσο ακραία που μοιάζουν υπερβολικά. Στις αρχές της δεκαετίας του '70, όταν η «οργάνωση της λευκής υπεροχής» μοιάζει παντοδύναμη και οι Μαύροι Πάνθηρες καλούν τον κόσμο τους στα όπλα, ένας μαύρος αστυνομικός, ο Ρον Στάλγουερθ, αναλαμβάνει να διεισδύσει στην Κου Κλουξ Κλαν του Κολοράντο. Οχι μόνος του φυσικά, γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός από την οργάνωση, αλλά με τη συνεργασία του Φλιπ, του Εβραίου λευκού συναδέλφου του. Οι δυο τους, με τόσα κοινά όσα και διαφορετικά χαρακτηριστικά, θα γίνουν το αχτύπητο δίδυμο («εγώ θα είμαι ο λόγος, εσύ το πρόσωπο»), που θα φέρει την Αμερική στο δρόμο της ισότητας και τον Νόμο στο δρόμο του δικαίου. Τουλάχιστον για πολύ λίγο.
Αν πει κανείς ότι η ταινία του Σπάικ Λι είναι κωμωδία, δεν θα έχει άδικο. Οι ίδιες οι προσωπικότητες (και το styling!) των ηρώων το προκαλεί κι οι απανωτές διαβρωτικές ατάκες το ενισχύουν. Η πλοκή ξετυλίγεται μέχρι και σαν slapstick, ανεβάζοντας διαρκώς τα ντεσιμπέλ της ακρότητας. Αν η ταινία προκαλεί αστείρευτο γέλιο, άλλο τόσο ξεφεύγει σε περιπέτειες ανοικονόμητες, με αποκορύφωμα ένα split screen - παράλληλο μοντάζ με την (πολιτισμικά ενδιαφέρουσα φυσικά, αλλά περιττή), συμμετοχή του Χάρι Μπελαφόντε. Αλλά, από την άλλη, πότε ο Σπάικ Λι ήταν εγκρατής για να γίνει τώρα και γιατί να το θέλει;
Η ταινία του είναι η πληθωρικότητα στα καλύτερά της. Μια ιδανική επιλογή στους πρωταγωνιστές (ο Ανταμ Ντράιβερ ίσως και στον καλύτερο ρόλο του κι ο Τζον Ντέιβιντ - γιος του Ντενζέλ - Γουόσινγκτον) και ένα απολαυστικό ρεπερτόριο δευτεραγωνιστών (από τον Τόφερ Γκρέις ως τον παλιό μόνιμο του Χαλ Χάρτλεϊ, Ρόμπερτ Τζον Μπερκ), δίνει τη βάση για ν' απλώσει ο Σπάικ Λι το πέπλο της ατμόσφαιράς του. Φωτογραφία ζεστή, '70ς, εσωτερικά φλεγόμενη, ρούχα ταυτισμένα με την εποχή της αντίρρησης, λυγερά νεανικά κορμιά, όχι, όχι λευκά, που μεταδίδουν την ορμή και τον αισθησιασμό τους, εμβόλιμες γραφιστικές σφραγίδες, μουσική που διανύει το φάσμα του μαύρου ρυθμού της δεκαετίας με την άνεση του γνώστη. Ενα μοναδικό και μεταδοτικό coolness που ο Σπάικ Λι έχει έμφυτο και μεταφέρει στο σινεμά του ακέραιο και που μπορεί να μεταμορφώσει μια πολιτική κωμωδία στο πιο σέξι δίωρο.
Κι από την άλλη, ο Σπάικ Λι κάνει, το 2018, ακριβώς την πολιτική ταινία που πρέπει να κάνει, με τη δύναμη και το απόλυτο που χρειάζεται. Κατηγορώ στον Ντόναλντ Τραμπ, κατηγορώ μέχρι εξευτελισμού στους ρατσιστές, αλλά και στο αμερικανικό πολιτικό και αστυνομικό Σύστημα. Κατηγορώ έξω από τα δόντια, χωρίς διακριτικότητα ή υπονόμευση ή τεχνάσματα: κατά μέτωπο και με το βλέμμα στην ευθεία. Σινεμά επίκαιρο, της ώρας, αλλά με την ψυχραιμία του ανθρώπου που, έτσι κι αλλιώς, εδώ και δεκαετίες, μ' αυτό ακριβώς ασχολείται, γι' αυτό φωνάζει με την κάμερά του κι αυτό διεκδικεί. Και, ταυτόχρονα, σινεμά τόσο όμορφο, δυνατό στις εικόνες του, στιλάτο, πολύχρωμο, βαθιά μαύρο. Με το ύφος και το ήθος ενός αληθινού soul brother που μας κάνει να τον αγαπάμε και να τον θαυμάζουμε ξανά - όχι ότι ποτέ σταματήσαμε.
Κάννες 2018 | Οι κριτικές του Flix:
- Κάννες 2018: Στο «The House That Jack Built» ο Λαρς Φον Τρίερ βλέπει τον καλλιτέχνη ως serial killer
- Κάννες 2018: O Χιροκάζου Κόρε-Εντα κλέβει τις καρδιές μας και τις εντυπώσεις με το «Shoplifters»
- Κάννες 2018: Αργά για... θαύματα στο «Lazzaro Felice» της Αλίτσε Ρορβάκερ
- Κάννες 2018: Το «Mandy» του Πάνος Κοσμάτος ορίζει το σημείο όπου το arthouse συναντά το gore
- Κάννες 2018: Το «Diamantino» είναι εξωφρενικό, αλλά όχι τόσο εξωφρενικό όσο θα θέλαμε
- Κάννες 2018: Το «Le Μonde Εst a Τoi» του Ρομέν Γαβρά είναι απολαυστικό από την αρχή ως το τέλος
- Κάννες 2018: «Οι Κόρες του Ηλιου» της Εβά Ισόν είναι η τραγωδία των Γεζίντι με γαλλική υπεροψία και φωσκολικό περιτύλιγμα
- Κάννες 2018: Το «Girl» είναι η αποκάλυψη του φετινού Φεστιβάλ
- Κάννες 2018: Μια γυναίκα «καίγεται» σε υψηλές θερμοκρασίες στο «Ash is Purest White» του Ζία Ζάνγκε
- Κάννες 2018: Το «El Angel» του Λουίς Ορτέγκα κάνει το έγκλημα μια φωτογενή υπόθεση
- Κάννες 2018: Το «Βιβλίο της Εικόνας» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι ένα κάλεσμα στα όπλα
- Κάννες 2018: Ο «Ψυχρός Πόλεμος» μιας σχέσης στη νέα ταινία του Πάβελ Παβλικόφσκι
- Κάννες 2018: O Αλί Αμπάσι με το «Border» δεν αφήνει στο κακό να μπει (κρίμα)
- Κάννες 2018: Στο «Petra», ο Χάιμε Ροζάλες φέρνει το μεγαλείο μιας αρχαίας τραγωδίας στα μέτρα ενός απόλυτα μοντέρνου σινεμά
- Κάννες 2018: Κάννες 2018: Στο «Donbass», ο Σεργκέι Λόζνιτσα μάχεται με φρίκη την φρίκη του πολέμου
- Κάννες 2018: Το πανκ πεθαίνει τραγουδώντας στο «Καλοκαίρι» του Κιρίλ Σερεμπρένικοφ
- Κάννες 2018: «Rafiki» σημαίνει φίλη, ή κοριτσίστικο ρομάντζο με γεύση γρανίτα από λεμόνι και ακτιβισμό
- Κάννες 2018 | «Yomeddine»: Χωράει ευτυχία και στην αποικία των λεπρών (και των Καννών)
- Κάννες 2018: Τα «Αποδημητικά Πουλιά» του Σίρο Γκέρα είναι μια ταινία που (δεν) έχεις ξαναδεί
- Κάννες 2018 | «Everybody Knows» | Οχι ο Ασγκάρ Φαραντί που ξέρουμε (κι αγαπάμε)