Το έτος είναι 1993. O Ματέο Μεσίνα Ντενάρο, αφεντικό της Σικελικής Μαφίας από το Καστελβετράνο, θεωρείται ένας από τους πιο καταζητούμενους εγκληματίες στον κόσμο. Παρά τις συστηματικές προσπάθειες των Αρχών δεν συλλαμβάνεται. Αντ’ αυτού, παραμένει κρυμμένος και συνεχίζει τη δράση του, δίνοντας εντολές μέσα από «pizzini» (δηλ. επιστολές που χρησιμοποιούνταν ως κοινή πρακτική από μέλη της μαφίας, γραμμένες σε μικρά κομμάτια χαρτιού, οι οποίες μεταφέρονταν από τον αποστολέα στον παραλήπτη, και αντιστρόφως, κάτω από άκρα μυστικότητα).
Εμπνεόμενοι από την πραγματική ιστορία του Ντενάρο, ο Φάμπιο Γκρασαντόνια και ο Αντόνιο Πιάτσα στην τρίτη τους ταινία μεγάλου μήκους, η οποία διαδέχεται τα πολυσυζητημένα «Salvo» (2014) και «Τα Μυστήρια της Σικελίας» (2018), επικεντρώνονται στην περίοδο ανταλλαγής των προαναφερθεισών επιστολών μεταξύ του αρχηγού της μαφίας και του Κατέλο (Τόνι Σερβίλο), ενός διεφθαρμένου (πρώην) πολιτικού, τοποθετώντας τη δράση στα early '00s.
Ο δεύτερος έχει μόλις αποφυλακιστεί, έπειτα από πολυετή ποινή στην οποία καταδικάστηκε εξαιτίας των εγκλημάτων που διέπραξε στη διάρκεια της θητείας του. Επιστρέφοντας στην κανονικότητα, δεν αργεί να αντιληφθεί ότι τίποτα δεν μοιάζει, έστω και αμυδρά, σε όλα όσα είχε αφήσει πίσω του. Το νέο ξεκίνημα που αποζητά σχεδόν απεγνωσμένα, όπως επαναλαμβάνει διαρκώς στη - σύντομη και άνιση από κάθε άποψη - πρώτη πράξη του φιλμ, θα έρθει απροσδόκητα όταν η ιταλική αστυνομία τον εξαναγκάζει να ξεκινήσει να αλληλογραφεί με τον Ματέο, ο πατέρας του οποίου υπήρξε στενός του φίλος (και συνεργάτης), ώστε να φέρει τις μυστικές υπηρεσίες ένα βήμα πιο κοντά στη σύλληψή του.
Αυτό που ξεκινά ως εκβιασμός που δύναται να ξαναστείλει τον Κατέλο στη φυλακή, σύντομα παίρνει τη διάσταση ενός πολύπλοκου ψυχοδυναμικού κυκεώνα, όπου τα όρια μεταξύ πρόθεσης για συνεργασία με την αστυνομία και ενσάρκωσης ενός πατρικού προτύπου για τον Ματέο γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα για τον αμετανόητα αμοραλιστή πρώην πολιτικό. Ή τουλάχιστον αυτό είναι το όραμα των δύο δημιουργών για την κατεύθυνση, τόσο της ιστορίας, όσο και της ταινίας στο σύνολό της, το οποίο όσο ενδιαφέρον και μεγαλόπνοο ακούγεται, άλλο τόσο αποτυγχάνει στην πράξη.
H ανταλλαγή γραμμάτων μεταξύ των δύο ανδρών μετατρέπεται στον πυρήνα του φιλμ, γύρω από τον οποίο οικοδομούνται όλα τα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία, ωστόσο σύντομα αποδεικνύεται ότι η παραπάνω επιλογή δεν λειτουργεί, ή για να το θέσουμε διαφορετικά, δεν ανταποκρίνεται σ' αυτό που είχε φανταστεί το δημιουργικό δίδυμο ότι θα προσδώσει στην ταινία. Γιατί όπως και να το κάνουμε, η back and forth συγγραφή και ανάγνωση επιστολών, οι οποίες είναι συγχρόνως και φορτωμένες με βαρύγδουπες λογοτεχνικές αναφορές με φιλοσοφικές προεκτάσεις, δεν διευκολύνει την επίτευξη σύνδεσης του θεατή με την ιστορία, μειώνοντας ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον του, όσο η (αχρείαστα μακροσκελής) πλοκή ξεδιπλώνεται.
Ωστόσο, το απογοητευτικότερο κομμάτι του εγχειρήματος σχετίζεται με την πλαισίωση των παραπάνω. Κοινώς, με τις επιλογές που αφορούν στη χρήση της φόρμας, οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους αισθητά πιο ανέμπνευστες σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους σταθμούς της κοινής φιλμογραφίας των Γκρασαντόνια και Πιάτσα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του (neo) noir είναι παρόντα ναι μεν, παρ’ όλ’ αυτά καταλήγουν να αποτελούν αδιάφορα τμήματα ενός κενού σκελετού που καλείται να στηρίξει πάνω του όλη την ταινία, εξαντλώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη δυναμική τους χωρίς περεταίρω δημιουργική αξιοποίηση.
Το «Γράμματα από τη Σικελία» δεν καταφέρνει να σταθεί ως αξιόλογο noir σημείο αναφοράς, ούτε εξελίσσεται οργανικά στο ψυχογράφημα των ηρώων του που προσπαθεί να γίνει. Λίγο τα υποτονικά στη βάση τους σεναριακά θεμέλια, λίγο η τετριμμένη αναπαραγωγή των κλισέ του είδους που δεν επαρκούν για να κρατήσουν το ενδιαφέρον, το αναίμακτο mafia tale των Γκρασαντόνια και Πιάτσα φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως πολλά παραπάνω από αυτά που του επιτρέπουν οι προεκτάσεις της κατά τ’ άλλα φτωχής (δημιουργικά και καλλιτεχνικά) κατασκευής του.