Εχοντας... φτααάσει σε ένα μικρό τέρμα του δρόμου, μετά από πολλές ρομαντικές, μελαγχολικές, πικρές, θορυβώδεις, ζωογόνες, αναίτιες, ανέξοδες, αθώες, παράξενες, μεταφυσικές, ένοχες, καψούρικες, μεταφυσικές, ελληνικές (με την καλή και την κακή έννοια), σε κάθε περίπτωση αποκαλυπτικές διαδρομές, ο Σταύρος Τσιώλης δεν επιλέγει τυχαία, στη νέα του ταινία, να μείνει ακίνητος .
Ακίνητος, αλλά όχι και εντός, αφού το σκηνικό του είναι πάλι... στο δρόμο, αυτή τη φορά έξω από ένα σπίτι, σε ένα οικόπεδο που αναμένεται να χτιστεί παράνομα ένα δωμάτιο, εκεί όπου δύο άντρες φυλάνε τσίλιες μήπως έρθει η πολεοδομία, ενώ μπροστά τους περνούν καθημερινοί άνθρωποι μιας όχι και τόσο... καθημερινής πόλης.
Σαν μικρές βινιέτες που βρίσκουν τους βασικούς του ήρωες (τον τόσο αξιολάτρευτα εύθυμο Κωνσταντίνο Τζούμα και τον τόσο εύθυμα αξιολάτρευτο Ερρίκο Λίτση) στο ρόλο του θεατή, και τους «περαστικούς» να μπαίνουν μέσα στην... οθόνη για να βγουν ξανά σαν να μην υπήρξαν ποτέ, ο Σταύρος Τσιώλης θα αρνιόταν οποιαδήποτε σύνδεση των ιστοριών του με τις εξομολογήσεις σε έναν ψυχαναλυτή. Και όχι άδικα, αφού στην καρδιά όσων λέγονται βρίσκεται πρωτίστως η καρδιά, τα προβλήματά και οι καημοί της, ίσως και τα νάζια της ή οι μικρές ή και μεγάλες πονηριές που την κάνουν να πονάει, να χτυπάει δυνατά ή να νιώθει τρομαγμένη ότι σωπαίνει.
Τρίτο μέρος της τριλογίας που ξεκίνησε με το «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε» του 1992 και συνεχίστηκε με το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» του 1998, το «Γυναίκες που Περάσατε από Δω» κλείνει τον κύκλο επιστρέφοντας στην πρώτη εκείνη ταινία – την ίσως καλύτερη του Σταύρου Τσιώλη, που φτιαγμένη μαζί με τον Χρήστο Βακαλόπουλο τελειοποίησε το διακριτό στιλ του δημιουργού του. Ολα όσα αγάπησε κανείς σε εκείνο το «μαγικό» ταξίδι του Θεοφάνη με τον Θεοδόσιο, βρίσκονται εδώ – ναι, με έναν γνώριμο τρόπο αφού ο Τσιώλης δεν προσπαθεί να πρωτοτυπήσει, ολοκληρώνοντας άλλες ιστορίες με ένα χαμόγελο, άλλες πιο αμήχανα, άλλες με πηγαία σοφία και απολήξεις σουρεαλισμού, άλλες πιο κοντά σε ανέκδοτα που – ακόμη κι αν δεν το καταλαβαίνεις - κάνουν πάντα τους ανθρώπους να γελούν.
Από τις ανώφελες συζητήσεις, μέχρι τα φιλοσοφικά αποστάγματα που αναπόφευκτα φέρνει ο χρόνος στο στόμα των ανθρωπων που δεν φοβήθηκαν να ζήσουν. Από τα πειράγματα και τα πονηρά βλέμματα, μέχρι την αδιόρατη μελαγχολία που κρύβει το πέρασμα της ώρας και η θέα που τελικά αλλάζει μόνο όταν στο άψυχο φυσικό σκηνικό υπάρχουν... άνθρωποι. Από τη σιγουριά πως αυτό που βλέπεις είναι σινεμά ενός ανθρώπου που γίνεται κι αυτός ένας από τους ήρωές του, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να μοιραστεί μαζί σου την παράξενη, βαρετή, σπουδαία, αδιάφορη, μικρή μα τόσο μεγάλη ιστορία του.
Παρακολουθώντας τις «Γυναίκες που Περάσανε Από Δω», μάρτυρας όλων των παραπάνω, είσαι σίγουρος πως ο Τσιώλης διασκεδάζει, μιλάει, ακούει, χαμο-γελάει, συγκινείται. Και το αυτό επιθυμεί - και με τον δικό του τρόπο πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό - και δι' ημάς.
Περισσότερο όμως από αυτό, το νιώθεις πως ο Τσιώλης θυμάται. Οχι μόνο γιατί εμβόλιμα μέσα στις «μικρές» διαδρομές των ηρώων αυτής της ταινίας εμφανίζονται εικόνες από τις «μεγαλύτερες» προηγούμενες ταινίες του, αλλά κυρίως γιατί η μνήμη μοιάζει πανταχού παρούσα με τη μορφή του λόγου που θέλει να φυλάξει μέσα του τις σκέψεις, τις αγωνίες, το ελαφρύ αυτό τίποτα που οι άνθρωποι μοιράζονται - συνήθως στη μέση του δρόμου - προκειμένου να νιώσουν ότι ακόμη και περαστικοί από αυτή τη ζωή έχουν αφήσει κάπου το μικρό ή μεγάλο τους σημάδι.
Και αν αυτό το σημάδι - θα συμφωνούσε και ο Σταύρος Τσιώλης - είναι και στην καρδιά κάποιου που αγαπήσανε, ακόμη καλύτερα.
Διαβάστε ακόμη: Ο Σταύρος Τσιώλης αρχίζει πάντα γύρισμα τις Κυριακές