Ο Σταύρος Τσιώλης δούλεψε σε πάνω από 50 ταινίες στη Φίνος Φιλμ, ως βοηθός σκηνοθέτη. Και μετά ξεκίνησε την καριέρα του. Το να καθίσεις μαζί του για μιάμιση ώρα, δεν είναι απλώς μια βουτιά στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, ή στο μυαλό ενός από τους πιο ιδιαίτερους, πιο σπάνιους δημιουργούς του: είναι κι ένας από τους πιο απολαυστικούς καφέδες που έχεις πιει στη ζωή σου.
Αρκάς πέρα ως πέρα και αιώνιος λάτρης του δρόμου, της αντροπαρέας, της λαϊκής μουσικής και του μυστηρίου των γυναικών, ο Σταύρος Τσιώλης έκανε τις ιστορίες του με χιούμορ και μια λεπτή μελαγχολία, με θρίαμβο και μια διακριτική επιμονή στην ελευθερία. Οι ταινίες του γνώρισαν, πάντα, επιτυχία, επειδή ήταν αληθινές και παιχνιδιάρικες, γεμάτες ζωή, πάθος και μια ελληνικότατη πονηριά. Ετσι είναι κι ο ίδιος ο Σταύρος Τσιώλης, σήμερα με την αγωνία της νέας του ταινίας, «Γυναίκες που Περάσατε από Δω», αλλά με την επόμενη ήδη στα σκαριά. Παραμυθάς, γοητευτικός, ευσυγκίνητος αλλά και σίγουρος, με μάτια που λαμπυρίζουν, μια με κρυφά δάκρυα, μια με σκανταλιά.
Ο Σταύρος Τσιώλης έξω από το Ολύμπιον της Πλατείας Αριστοτέλους το 1998 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
H Λήδα Γαλανού και ο Μανώλης Κρανάκης άκουσαν τις ιστορίες και τις συμβουλές του, κατέγραψαν την πείρα και τα μυστικά του, πιάνοντας μία-μία τις ταινίες, τα πρόσωπα (Χρήστος Βακαλόπουλος, Αργύρης Μπακιρτζής, Ολια Λαζαρίδου, Πέμυ Ζούνη, Δήμητρα Χατούπη, Δώρα Μασκλαβάνου), τα πάρεργα, τις αγάπες, το παλιό ελληνικό σινεμά κι εκείνο το πιο παραγνωρισμένο, του '80, για να φτάσουν μέχρι σήμερα. Διαβάστε τη συνέντευξη παρακάτω, σαν ηρεμιστικό, τονωτικό ή αφροδισιακό.
Ο Μικρός Δραπέτης (1968)
Ε, με μια συγκίνηση
Η λαχτάρα μου είναι τώρα που η ταινία θα βγει στις αίθουσες να περάσουμε τα 10.000 εισιτήρια. Θα μου πεις, αποβλέπεις σε οφέλη; Οχι. Είναι κάτι σα μια αναγνώριση του ελληνικού κινηματογράφου. Γιατί είδατε ότι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, δεν πεθαίνει με τίποτα! Γίνονται ακόμη σωματεία, με δυο, με τρεις χιλιάδες μέλη, είμαι μέλος, εγώ, σε όλα τα σωματεία. Ο μόνος που ζω από τους σκηνοθέτες της Φίνος Φιλμ είμαι εγώ – είχα ξεκινήσει μικρός, αλλά είμαι κι ο τελευταίος και, σου λέει, αυτός έχει κάνει τη «Ζούγκλα των Πόλεων», ας πούμε. Τώρα, ναι, αν περάσουμε τις 10.000 εισιτήρια θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι. Να σας πω γιατί, να πω το μυστικό: Αυτή η παλιοταινία, το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες», τα παιδιά, τώρα, που έχουν μια αγάπη σ’ εκείνη την ταινία, ίσως περιμένουν κάτι ανάλογο κι αυτή η ταινία είναι κάτι άλλο. Από εκείνη την ταινία με γνωρίζουν οι πιο πολλοί – κι από τον «Πανικό», επειδή έχει πολλά κυνηγητά με αυτοκίνητα! Ε, με μια συγκίνηση, μετά από δεκατέσσερα χρόνια, νιώθεις πάλι ότι θα επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Συνήθως τη βγάζουμε στα σινεμά, θέλω να βλέπω τον κόσμο, αλλά προσπαθώ να είμαι εκεί κρυφά. Πάω στο μπαρ και κάθομαι πλάτη. Κι έρχεται κάποιος και μου λέει, κύριε Τσιώλη τι κάνετε; Λέω, βρε παιδί μου πού με γνώρισες; Μου λέει, σας ξέρω και προφίλ!
Μίμης Πλέσσας, Νίκος Κούρκουλος, Μπέτυ Λιβανού, Σπύρος Καλογήρου, Φιλοποίμην Φίνος, Σταύρος Τσιώλης στην πρεμιέρα της «Κατάχρησης Εξουσίας»
Τη λατρεία της Βουγιουκλάκη δεν μπορώ να μην τη σεβαστώ
Ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος δεν πεθαίνει με τίποτα. Μένω στο Χαλάνδρι κι ο σπιτονοικοκύρης μου είναι στην ηλικία μου, κάπου στα ογδόντα. Περνάω εγώ απ’ έξω, έχει ωραία τζαμαρία και βλέπω τι βλέπει. Του λέω, πάλι τον Κωνσταντάρα βλέπεις, το ίδιο έργο; Το έχεις δει εκατό φορές βρε Παντελάκο μου! Μου λέει, και διακόσιες θα βλέπω τον Λαμπρούκο μου! Τι να βλέπω, εσάς που δεν καταλαβαίνω τίποτα; Είναι ένας θρίαμβος αυτός, ένα παράξενο πράγμα. Εγώ πίστευα ότι το κοινό μας, αργά ή γρήγορα, θα εξελιχθεί, θα ζητήσει κάτι άλλο. Θα ζητήσει τη σύγχρονη ζωή του. Αλλά βλέπεις ότι ο πολιτισμός ο ίδιος βρίσκει τους τρόπους να πνίγεται μέσα στην αγωνία και στα αδιέξοδα. Κι οι άνθρωποι, επειδή, ίσως, βρίσκονται σ’ αυτά τα αδιέξοδα στην καθημερινότητα, γλιτώνουν μέσα απ’ αυτές τις αθώες ταινίες. Η λατρεία της Βουγιουκλάκη δεν χάνεται. Γιατί είναι ένα αθώο κορίτσι, που ζητάει την αγνή αγάπη και μια αποκατάσταση. Κι έτσι δεν μπορώ να μην το σεβαστώ αυτό που κατόρθωσαν να κατακτήσουν οι ταινίες του ’50 και του ’60. Ενώ τις ταινίες του ’80 δεν τις βλέπουν, έχουν ελάχιστη θέαση. Και να σκεφτείτε ότι η τηλεόραση τις πληρώνει 300 ευρώ για 3 προβολές, ενώ τις άλλες, 1000 ευρώ την προβολή.
Αφίσα για τη «Ζούγκλα των Πόλεων» του 1970
Ο Γιάννης Δαλιανίδης κι ένα βαμμένο κάρο
Αγαπούσα πολύ τον Γιάννη Δαλιανίδη, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του. Από τον κυρ-Αλέκο πήρα την ψυχή του, τη λαϊκή ψυχή του. Από τον Γιάννη πήρα την τεχνική του και το πώς αυτός αντιμετώπιζε τα προβλήματα: ήταν μάγος, όταν είχαμε δυσκολίες! Μια μέρα, περιμέναμε την Μπουίκ του κυρίου Φιλοποίμην για να παίξει σε μια σκηνή – ήταν ταινία με την κυρία Χρονοπούλου και τον Αλεξανδράκη, ένα ερωτικό πάθος, αλλά την Μπουίκ την είχε πάρει ο φροντιστής μας κι είχε μια κοπέλα κι είχε πάει στο Φάληρο, σου λέει, ώσπου να φωτίσουν αυτοί, προλαβαίνω. Αλλά περιέργως, ο Γιώργος ο Αρβανίτης που ήταν φωτογράφος, φώτισε πολύ γρήγορα! Μου λέει ο Γιάννης, έλα, πού είναι η Μπουίκ; Λέω, Γιάννη μου να περιμένουμε, την έχει ο Παντελάκος. Αλλά δεν υπήρχε χρόνος γιατί ήταν το τελευταίο γύρισμα και τη Δευτέρα βγαίναμε, έτσι λέγαμε – ε, βγήκαμε την παραπάνω Δευτέρα! Ο Γιάννης σε απελπισία, κάνουμε μαζί μια βόλτα στους Αγίους Αναργύρους όπου ήταν τα πλατό της Φίνος Φιλμ. Σε μια γωνιά, βλέπουμε ένα παρατημένο κάρο παλιό, με τέσσερις ρόδες. Βλέπω τον Γιάννη και το κοιτάζει, για να δεις το μεγάλο ταλέντο. Μου λέει, αν το βάψουμε κι έρθει η ηρωίδα, ως εκκεντρική γυναίκα, με το κάρο; Βάζω εγώ τα παιδιά κι αρχίζουν να βάφουν. Αλογο; Είναι ένας γεράκος παρακάτω, αμαξάς, πέφτουμε στα πόδια του, μας δίνει το άλογο. Κάνουμε την πρόβα με την κυρία Χρονοπούλου, αντέδρασε στην αρχή, λέει, με κάρο θα έρθω εγώ, της λέει ο Γιάννης, δεν καταλαβαίνεις εσύ από μεγαλεία, με κάρο θα έρθεις, γιατί είσαι εκκεντρική, πάμπλουτη κι αγαπάς. Την πείσαμε κι άρχισε να της αρέσει κιόλας, μας έφεραν κι οι γυναίκες της γειτονιάς υφάσματα και το ντύσαμε, μια κούκλα. Πάμε να κάνουμε την πρώτη λήψη, κλακέτα και μπαίνει ο Παντελής με τη Μπουίκ με φόρα, με εκατό μέσα! Παγώνουμε όλοι και βλέπω τον Γιάννη να πηγαίνει προς τον Παντελή για να τον πνίξει και τον συγκράτησα, του λέω άστον, είναι ερωτευμένος, καταλαβαίνεις τον πόνο της καρδιάς. Τώρα τίθεται θέμα, με την Μπουίκ, ή με το κάρο; Τι παράξενο πράγμα, όλα τα παιδιά του συνεργείου είπαν με το κάρο. Και σε μια στιγμή βλέπω τον Γιάννη, που ήθελε το κάρο και λέει, με την Μπουίκ. Το βράδυ τον ρώτησα, γιατί το κάναμε με την Μπουίκ; Μου λέει, κι αν δεν άρεσε στον Φιλοποίμην; Ηταν επαναστατική η απόφαση να έρθει μ’ ένα κάρο και δεν έγινε. Την επόμενη χρονιά, γυρίσαμε ένα μιούζικαλ όπου ήμουν βοηθός του κι είχε μια Σιτροέν, μπήκαμε να πάμε στη Χίου, στα στούντιο. Σε μια γωνιά, τον βλέπω να κοιτάζει κι ήταν το κάρο, ξεβαμμένο πια απ’ τον καιρό. Και μου λέει ο Γιάννης, δεν το τολμήσαμε, ε; Του λέω, μη λυπάσαι, πάμε να φύγουμε. Αυτή την ιστορία, τη λέω για να πω και το μεγαλείο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι. Ήσαν για καλύτερα πράγματα, αλλά το ίδιο το κοινό δεν τα ήθελε τα παραπάνω. Αυτό είναι το δράμα. Το ίδιο σενάριο κάναμε, μανάρι μου, ατελείωτα.
Κατάχρησις Εξουσίας (1971)
Ο κυρ-Αλέκος και η πρώτη μεγάλη επιτυχία
Απ’ όλους τους σκηνοθέτες που δούλεψα – και δούλεψα σχεδόν με όλους τους σκηνοθέτες της Φίνος – αυτός που μ’ επηρέασε πιο πολύ, είναι ο κυρ-Αλέκος Σακελλάριος. Ήταν λίγο παράξενος άνθρωπος, καλός άνθρωπος όμως. Εμένα μ’ αγαπούσε, παρότι ήξερε ότι ανήκω στην αριστερά. Εγώ τον αγάπαγα πάρα πολύ. Όταν είδε την «Κατάχρηση Εξουσίας», ήταν τότε Πρόεδρος της Επιτροπής. Και κάλεσε τον κύριο Φιλοποίμην και του είπε, καταστράφηκε το παιδί αυτό. Εχει ταλέντο, δεν έπρεπε να το βάλεις να κάνει τέτοιες ταινίες, αυτός είναι για κωμωδία. Αυτά είναι ψεύτικα πράγματα, Φιλοποίμην. Και δεν έδωσε κανένα βραβείο στην ταινία κι ο κύριος Φιλοποίμην στεναχωρέθηκε και μου λέει, Σταύρο, βλέπεις – το ερμήνευσε διαφορετικά – βλέπεις, όλοι αντιδρούν τώρα στη μεγάλη σου επιτυχία. Εσύ συνέχισε το δρόμο σου. Εγώ σηκώθηκα και την κοπάνησα, γιατί κατάλαβα ότι ο κυρ-Αλέκος είχε δίκιο. Δεν ήταν αυτό που μ’ ενδιέφερε. Ήταν πολύ εύκολη η αντιγραφή του αμερικανικού κινηματογράφου, γιατί άμα είσαι τριάντα χρόνων, αντιγράφεις εύκολα κι είχαμε κι επιτελείο σπουδαίο, ηθοποιούς, φωτογράφο τον Γιώργο τον Αρβανίτη, κι έμοιαζε με αμερικανική ταινία. Ο κυρ-Αλέκος ήθελε πάντα τα θέματα να είναι ελληνικά.
Με τον Γιώργο Χωραφά και τον Γιάννη Δαλιανίδη σε τιμητική εκδήλωση το 2006 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
Παρά τις δυσκολίες, παρά τον πόνο, παρά την εχθρότητα που τραβήξαμε, η γενιά μου, κρατήσαμε το λυχναράκι ανοιχτό για τα νέα παιδιά. Αφού εμείς δεν χαθήκαμε, δεν έχουν δικαίωμα τα παιδιά τα νέα να πούνε, δεν θα τα καταφέρουμε.»
Κώστας Βρεττάκος, Γιάννης Καρυπίδης, Σταύρος Τσιώλης το 1992 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
Το Αγιο Ορος κι ένας πλασιέ γεννιέται
Αποφάσισα να φύγω κάποια στιγμή. Γιατί έγραψα ένα σενάριο, που το αγαπούσα πάρα πολύ και που γυρίστηκε κάποια στιγμή, λέγεται «Θέμα Συνειδήσεως», του 1973, με τον Κούρκουλο. Εκεί, έβαλα ψευδώνυμο, Διονύσης Φωκάς. Βεβαίως, ο κύριος Φιλοποίμην μου είπε, Σταύρο κοίταξε, είμαστε μέσα σε μια δικτατορία. Εγώ είμαι πια γέρος, σέρνομαι, δεν μπορώ ν’αναλάβω τον αγώνα να κάνουμε αυτή την ταινία. Η ταινία τελείωνε στην πλατεία Κλαυθμώνος, γυρίζει το πτώμα και είναι ο Κούρκουλος. Αλλά το γυρίσαμε με άλλο τέλος, «γλυκά». Μέσα στην ταινία έμεινε κάτι από αυτά που σκεφτόμουν, αλλά ήταν μια άλλη ταινία, παρότι την αγαπάει πολύ ο κόσμος. Ε και είπα στον κύριο Φιλοποίμην, τώρα πρέπει να φύγω εγώ, αφού δεν μ’ αφήνετε να κάνω αυτά που θέλω, δεν μπορώ να συνεχίσω. Δεν μ’ άφηνε να γυρίσω κωμωδία που ήθελα, ας πούμε τον «Ληστή» με τον Βουτσά. Μου έλεγε, εσύ είσαι για σκληρές ταινίες, αυτές άστες στον Δαλιανίδη. Δεν μπορούσα να κάνω τις ταινίες που ήθελα κι έφυγα. Πήγα στο Αγιο Ορος κι έμαθα αγιογραφία και μετά βγήκα πλασιέ. Γιατί αυτό είναι και το κυρίως ταλέντο μου. Δώσ’ μου πράγματα, να πηγαίνω στα μαγαζιά να δειγματίζω. Κι έβγαζα λεφτάκια, έγραφα πάντα και κανένα δεν γύρισα απ’ αυτά που έγραψα τότε. Το αγαπημένο μου ήταν «Οι Τελευταίες Διακοπές», ήταν ο έρωτας ενός μεγάλου – τριαντατεσσάρων ήμουν εγώ τότε – για ένα μικρό κορίτσι, σαν τον «Θάνατο στη Βενετία».
Μια Τόσο Μακρυνή Απουσία (1985)
Πατάτες, πορτοκάλια κι ένα σεναριάκι
Ο Γιώργος ο Αρβανίτης με ξαναγύρισε στο σινεμά. Εγώ πήγαινα στη λαϊκή αγορά και νάσου κι ο Γιώργος. Δεν είχαμε ειδωθεί δεκαπέντε χρόνια. Σχεδόν κάθε βράδυ, εγώ έβλεπα ταινίες, ανακάλυψα από τον Ντράγιερ μέχρι τον Οζου, όλους. Μου λέει ο Γιώργος, έχω μηχανές, συνεργείο, φωτιστικά, τα πάντα. Γράψε ένα σεναριάκι, ξέρω ότι έχεις λίγα μετρητά, είχε κυκλοφορήσει ότι είχα κάνει κάποια χρήματα, είχα αρχίσει τότε να δουλεύω και χρυσό, 22 καράτια, γράψε μου λέει και να τη γυρίσουμε. Μου λέει, σ’ ένα μήνα ακριβώς, θα έρθεις στο σπίτι να μας διαβάσεις το σενάριο. Εμένα, σαν να με χτύπησε μ’ ένα σφυρί στο κεφάλι, ζαλίστηκα, γύρισα σπίτι, μάλιστα έκατσα σ’ ένα πεζούλι και όταν έφτασα σπίτι, ούτε τα πορτοκάλια είχα, ούτε τις πατάτες, τα είχα ξεχάσει και ξαναγύρισα αλλά τα είχαν πάρει. Κι ήταν τότε ανάμεσα σε δυο σενάρια η καρδιά μου. Στο «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία» και στο «Χιόνι». Ξεκίνησα κι έγραψα τη «Μακρινή Απουσία», τυχαία. Τώρα, τελειώνω, αν προλάβω, το «Χιόνι». Είναι η τελευταία μου ταινία. Ναι, είναι δράμα κι αυτό αλλά μην μου στενοχωριέσαι, είναι πιο κινηματογράφος.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας στο «Γυναίκες που Περάσατε Από Δω» (2018)
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας
Με τον Κωνσταντίνο Τζούμα πάντα έχουμε μια μακρινή φιλία κι όλα αυτά τα χρόνια βλεπόμαστε. Είχα δει το «Happy Day», ο Κωνσταντίνος ήταν ψηλός, άλλωστε τι παίζει, έναν απατεώνα με τις κυρίες, μέσα στις εκκλησίες, τον είδα έτσι. Κι όπως είδατε, υποστήριζε την οικογένεια και κάνει και την επίθεσή του την ερωτική. Στο τέλος μαγεύτηκε μ’ αυτό το ρόλο ο Κωνσταντίνος, γιατί έβρισε την Πέμυ Ζούνη, λέει, τι θέλετε, εγώ σου έδωσα την καρδιά μου, σου μίλησα, σου έδειξα την αγάπη μου, εσύ με αποφεύγεις, με περιφρονείς, τι ψάχνετε να βρείτε, τον Ιντιάνα Τζόουνς; Γυναικούλες! Εβγαλα το άχτι μου εκεί, αλλά δεν το πίστευα βέβαια, γιατί η αγάπη της ταινίας ήταν στην Πέμυ και στη Δήμητρα Χατούπη.
Η Δήμητρα Χατούπη με τη Μπέτυ Βαλάση στο «Μια Τόσο Μακρυνή Απουσία» (1985)
Η Δήμητρα Χατούπη
Από τα καλύτερα παιδιά είναι το καημένο μου, δεν μιλάει στην ταινία καθόλου και δεν μίλαγε ούτε στο γύρισμα, δεν βγήκε ποτέ απ’ αυτό που ήταν ο ρόλος. Ηταν τόσο πειστική κι αν δεν ήταν τόσο καλή θα είχε χαθεί η ταινία: τα δυο κορίτσια έσωσαν την ταινία.
Σχετικά με τον Βασίλη (1986)
Βασίλης, ένα όνομα για κάθε ταινία
Λένε τον αδελφό μου Βασίλη, μοναδικό αδελφό που έχω. Ζει στον Καναδά, εξήντα χρόνια δεν έχουμε ειδωθεί, είχαμε να μιλήσουμε από το ’59 μέχρι το ’85 που βγήκε το «Μια Τόσο Μακρινή Απουσία». Ένα πρωινό, χτύπησε το τηλέφωνο, πέντε η ώρα το πρωί κι είχε κρύο, όπως τώρα. Σηκώθηκα, το σήκωσα κι αυτός δεν μίλαγε. Ελεγα, ποιος είναι, θα το κλείσω, αλλά άκουγα κάτι σαν λυγμό, άρα υπήρχε κάποιος εκεί. Ξαφνικά ξεχύνονται τα κλάματα κι ήταν ο Λάκης και τι μου λέει; Υπήρχε μια σκηνή με τα κουκιά, ήταν αληθινό, είχε συμβεί με τον Λάκη όταν ήταν μικρός. Αυτός δεν έδινε τίποτα, τσιγκούνης, είναι πάμπλουτος τώρα, δισεκατομμυριούχος, αλλά δεν. Και ξαφνικά, μια μέρα, ήμασταν τόσα δα, μου λέει πάρε. Θυμάμαι πήρα ένα κουκί, το έβαλα στο στόμα, σιγά-σιγά αυτό μαλάκωσε κι έβγαλα τη φλούδα κι όταν πια το έφαγα, ήταν κάτι που δεν μπορείς να φανταστείς, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη γεύση, ίσως ήταν κι η προσφορά του αδερφού μου. Στην ταινία, λοιπόν, η Πέμυ διηγείται την ιστορία, ότι συνέβη σ’ εκείνη και στην αδελφή της, στον Ζαχαρία τον Ρόχα και της λέει αυτός, «την αγαπάς πολύ την αδελφή σου, εγώ δεν έχω αδελφό, όποιος δεν έχει αδέλφια είναι σαν να είναι γυμνός». Και μου λέει ο Λάκης στο τηλέφωνο αυτή την ιστορία. Τέλος πάντων, τώρα έχουμε μια επαφή. Ας πούμε, εγώ έχω μια μεγάλη αγάπη στη Φόρμουλα 1, παρακολουθώ τους αγώνες στην τηλεόραση, εκείνος τώρα είναι πολύ πλούσιος, πάει κάθε χρόνο στο Μονακό και βλέπει τη Φόρμουλα και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, μάντεψε πού είμαι! Για να μου σπάσει τα νεύρα.
Ακατανίκητοι Εραστές (1988)
Η Ολια Λαζαρίδου
Η Ολια έχει μια τραγική ιστορία που δεν την ξέρει κανένας. Ξεκινήσαμε με την κόρη μου, όταν ήταν 14 χρόνων, τους «Ακατανίκητους Εραστές». Ένα παιδί φεύγει από το ορφανοτροφείο να πάει στη γιαγιά του, αυτό είναι. Ήθελα να κάνω μια ταινία στην Αρκαδία, μέσα στο καλοκαίρι, στα Ασπρα Λιθάρια. Μέσα στο μυαλό είχα ότι το αγόρι θα συναντήσει μια γυναίκα 35 χρόνων που κάνει διακοπές μόνη: δυο μοναχικά πλάσματα, τι θα κάνουν; Χωρίς σενάριο. Εγραψα μια σελιδίτσα για να πάρουμε άδεια από το Υπουργείο, που δεν γυρίστηκε ποτέ. Εγώ τότε ήμουν λίγο ερωτευμένος με μια κοπέλα, δημοσιογράφο και την πήρα για πρωταγωνίστρια. Αλλά το παιδί δεν είχε κανένα ταλέντο. Μια βδομάδα παλεύαμε και το κατάλαβε κι η ίδια και με πολλή αγάπη τη βάλαμε στο λεωφορείο και έφυγε. Λέμε με τον Βασίλη τον Καψούρο, αγαπημένο μου φίλο, τι κάνουμε τώρα; Ή την Πέμυ Ζούνη, ή τη Γιώτα Φέστα, ή την Ολια Λαζαρίδου. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και φτάνουμε στην Αθήνα. Η Πέμυ λείπει, η Γιώτα λείπει, μας λένε η Ολια είναι σπίτι της, χτες βράδυ την είδαν να πίνει ποτό στου Μετς. Ετσι είσαι; Στο σπίτι της εγώ. Με το που παρκάρουμε, ανοίγει μια πόρτα και βγαίνει η Ολια με μια βαλίτσα μεγάλη και μια τσαντούλα κρεμασμένη. Πήγαινε το κορίτσι στην Υδρα, την περίμεναν εκεί. Μας βλέπει, αγκαλιές, φεύγω λέει, λέμε εμείς ήρθαμε να σε πάρουμε να γυρίσουμε τους «Ακατανίκητους Εραστές». Μας λέει, δεν γίνεται, ο άλλος περιμένει εκεί, έχει βγάλει εισιτήρια, έχει φτιάξει στο μυαλό της και στην καρδιά της αυτό το ταξίδι, αν κάτσει ένα μήνα, να κερδίσει την ευτυχία, λέει θα μου τη στερήσετε; Της είπαμε το δράμα μας, ότι πρέπει να θυσιαστεί γιατί περιμένει ολόκληρο συνεργείο – τέσσερα άτομα ήμασταν – της λέω, πρέπει, μανάρι μου, να έρθεις. Τελευταίο της όπλο, πετάει τη βαλίτσα, μου λέει, άκουσε Σταύρο, όσο και να σ’ αγαπάω, για να παίξω θέλω το απλό ποσό 500.000, ήταν τεράστιο νούμερο. Εμείς είχαμε από τον παραγωγό μας 500.000, τουβλάκι, που το είχα στην τσέπη, για όλη την ταινία. Βγάζω το τούβλι, το βαράω στο καπό, δικά σου της λέω. Η Ολια το κοίταζε το τούβλο, τελικά άρχισαν να τρέχουν δάκρυα, σήκωσε τη βαλίτσα και πήγε και κάθισε στο πίσω κάθισμα, τα λεφτά εννοείται τα έβαλε στη βαλίτσα. Το καημένο μου. Φτάνουμε, ξεκινάμε το γύρισμα, εκεί όμως έχουμε μία διευθύντρια παραγωγής που κατέβηκε στην Τρίπολη για να βρει λίγο χόρτο. Δεν βρήκε στην Τρίπολη, της βρήκαν στην Καλαμάτα και πήγε εκεί, μαζί με τα τελευταία λεφτάκια που είχαμε. Εμείς εν τω μεταξύ λυσσάξαμε στην πείνα. Στην Ολια νοικιάσαμε πολυτελές δωματιάκι στην πλατεία, εμείς μέναμε στο εγκαταλελειμμένο σχολείο. Πεινάγαμε, δεν μας έδιναν πια πίστωση στα μαγαζιά και λέει ο Κώστας ο Πουλαντζάς, η Ολια μπορεί να μας δανείσει κάτι. Πάμε επιτροπή, ο Βασίλης, ο Πουλαντζάς κι εγώ, φορέσαμε ό,τι καλό ρούχο είχαμε και πάμε, χτυπάμε την πόρτα, μας δέχτηκε ψυχρή, λέει τι τιμή έχω να μ’ επισκεφθείτε; Άλλο δράμα της λέμε εμείς, πεινάει το συνεργείο, της λέμε δώσε μας πενήντα, μην σε ξαναενοχλήσουμε. Της τα πήραμε όλα τελικά, της δώσαμε τελικά δέκα χιλιάδες από τις πεντακόσιες και πήγε στο Διμηνιό, στον Αγγελο Παπαδημητρίου που είναι πολύ φίλοι κι έκανε διακοπές. Τώρα όμως την ταινία την αγαπάει πάρα πολύ.
Παρακαλώ, Γυναίκες μην Κλαίτε (1992)
Η Δώρα Μασκλαβάνου
Η Δώρα ήταν και στον «Ερωτα στη Χουρμαδιά» και στο «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε», που έρχεται να μάθει αγιογραφία. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Ημουν και λίγο ερωτευμένος, αλλά επειδή ήταν με τον Νίκο Ξυδάκη κι από σεβασμό σ’ εκείνον, δεν το έμαθε ποτέ. Τη Δώρα, μετά, την πήρα στον «Χουρσίτ Πασά» και στο «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» διευθύντρια παραγωγής, η οποία μου στάθηκε με φοβερή αυτοθυσία. Δεν έπαιζε ρόλο και παρόλ’ αυτά δεν κοιμόταν όλο το εικοσιτετράωρο.
Με τον Λάκη Παπαστάθη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1991 (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
Αν είχα να πω στα νέα παιδιά κάτι είναι στην ταινία που κάνεις πρέπει συνέχεια, σε κάθε πλάνο, να σκέφτεσαι αυτόν στον οποίο απευθύνεσαι, με σεβασμό. Δεν απευθύνεσαι πια μόνο στον εαυτό σου, μόνο στη φιλοδοξία σου. Δηλαδή, να μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί του, όπως φλερτάρεις ένα κορίτσι που δεν θες να προδοθείς, αλλά που σπαράζεις μέσα σου. Θέλω να έχεις σπαραγμό την ώρα που κάνεις ταινία. Να μην λείψει ούτε μια στιγμή από σένα η μεγάλη οθόνη.»
Με τον Αργύρη Μπακιρτζή στη συνέντευξη Τύπου για τον «Ερωτα στη Χουρμαδιά» το 1991 στη Θεσσαλονίκη - αριστερά ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, δεξιά ο Βασίλης Κατσούφης (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
Ο Αργύρης Μπακιρτζής είναι τελικά ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο της Ελλάδας;
Είχαμε τον Αλκη Παναγιωτίδη για τον «Ερωτα στη Χουρμαδιά», κάναμε τρία γυρίσματα, με τον Βασίλη Καψούρο που το πόσο με βόηθαγε δεν λέγεται. Αλλά δεν είχαμε ικανοποιηθεί, δεν ήταν αυτό που ονειρευόμασταν. Είχα δει στου Πανουσόπουλου το «Μ’ Αγαπάς», έναν οδηγό και λέω, έναν τέτοιο θέλω. Πες ότι είμαστε στην Ιταλία, Αλμπέρτο Σόρντι, Βιτόριο Γκάσμαν θέλουμε. Βρίσκουμε το τηλέφωνο του Αργύρη Μπακιρτζή, του λέμε τι θέλουμε, να κατέβεις, αν είναι δυνατόν και σήμερα εδώ, για να μην χάσουμε το αυριανό γύρισμα. Είχαμε την ατυχία, ή την τύχη, να παίζεται το ίδιο βράδυ στην τηλεόραση οι «Ακατανίκητοι Εραστές». Κάθεται να δει ο Μπακιρτζής, να καταλάβει τι είναι ο σκηνοθέτης που του τηλεφώνησε και βλέπει ένα παιδί επί είκοσι λεπτά να περπατάει. Παίρνει τον Γιώργο τον Πανουσόπουλο, του λέει μου είπε ένας Τσιώλης να παίξω στην ταινία του κι έχει ένα παιδί που περπατάει και δεν σταματάει, του λέει ο Πανουσόπουλος, είναι καλός ρε ο Τσιώλης, κάτσε να δεις όλη την ταινία, ήταν κι ο Τσεμπερόπουλος εκεί, τον ενθάρρυναν. Εβλεπε λοιπόν ο Μπακιρτζής, πείνασε, κατέβηκε κι έτρωγε σουβλάκια. Ξαναγυρνάει κι είναι το παιδί, αφού της έχει βάλει μπροστά το αυτοκίνητο κι είναι πάλι μόνος του κι άντε πάλι ένα δεκάλεπτο περπατάει. Παίρνει πάλι ο Μπακιρτζής τον Πανουσόπουλο έξαλλος. Μετά, όταν φεύγει η Ολια, αφήνει το κρεβατάκι. Το παιδί διπλώνει το κρεβατάκι και το πάει στη γιαγιά του, αυτό κρατάει τέσσερα-πέντε λεπτά. Εκεί, λοιπόν, ξαναγύρισε από το τηλεφώνημα ο Μπακιρτζής κι είναι το παιδί και περπατάει: παίρνει τον Πανουσόπουλο και του λέει, όποιος μου πει να πάω σ’ αυτόν τον Τσιώλη θα τον εκτελέσω! Τον ψήσαμε εν πάσει περιπτώσει, του είπαμε ότι ήταν άτυχη η στιγμή που είδε την ταινία, περπατάει το παιδί, αλλά και με γυναίκα ερωτεύεται κι άλλα πράγματα έχει. Πήρε το αεροπλάνο των έξι το πρωί, με το κοστούμι του κι ήρθε.
Ο Σταύρος Τσιώλης αριστερά, ο Αργύρης Μπακιρτζής δίπλα του, ο Σωτήρης Κακίσης, τέλος δεξιά ο Χρήστος Βακαλόπουλος στο σπίτι του Σωτήρη Κακίση στην οδό Σεμέλης.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος
Ο Χρήστος ξέρει τι θα του έλεγα – θα σας πω όμως εσάς. Τον Χρήστο τον αγάπαγα γιατί, είχα φύγει πια από τον Φίνο και διάβαζα Σύγχρονο Κινηματογράφο, όπου εκεί ξεχώρισα τη σκέψη και την ομορφιά που είχε ο Χρήστος. Κι όταν ξεκινάμε τη «Μακρινή Απουσία», προετοιμάζουμε με τον Αρβανίτη, λέω στον Γιώργο, είναι κάποιος που δεν τον ξέρω, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, να του προτείνουμε να παίξει αυτό το ρόλο, τον οποίο τελικά έπαιξε ο Ζαχαρίας Ρόχας και πήρε και το Βραβείο Ερμηνείας, μια μικρή σκηνή αλλά πολύ δύσκολη. Του τηλεφωνώ κι έρχεται στη Μαυροματαίων στο γραφείο που είχαμε. Του δίνω το σενάριο και του λέω, να ξέρετε ότι σας αγαπώ πάρα πολύ για τη δουλειά σας και θα ήταν μεγάλη χαρά για μένα να παίξετε αυτόν το ρόλο. Το πήρε με χαρά κι έφυγε, μου λέει θα έρθω αύριο το πρωί. Ήρθε την άλλη μέρα, δεν ήθελε ούτε καφέ, άφησε το σενάριο και μου λέει, το διάβασα και αισθάνομαι ότι δεν έχετε φύγει από τη θητεία σας στον Φίνο, έχετε μείνει εκεί. Θα σας πω πού την είχα πατήσει: στον κύριο Φιλοποίμην, έπρεπε να γράφεις, «την κοίταξε με τα μάτια του πνιγμένα, έκανε κάθε προσπάθεια να μην βγουν τα δάκρυα,» ήθελε τέτοια ο Φίνος για να συγκινείται. Και μου είχαν ξεφύγει κι είχα ρίξει πολλά τέτοια στο σενάριο και σου λέει ο Χρήστος, αυτός είναι μελοτζής ακόμα. Μόλις άφησε το σενάριο κι έφυγε, τον αποχαιρέτησα με σεβασμό, πολύ μελαγχολικός, πεθαμένος και λέω στον Γιώργο Αρβανίτη, δεν θέλω να κάνω την ταινία, δεν έχω ξεφύγει από τον Φίνο, δεν το κατάλαβες ότι είναι μελό, ότι είναι ξεφτίλα έργο; Μου λέει ο Γιώργος, μια χαρά είναι το έργο και μην ακούς τους κουλτουριάρηδες – λέω δεν είναι κουλτουριάρης, είναι καλό παιδί! Με πείθει ο Γιώργος, γυρίζουμε την ταινία κι είναι η εποχή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Είναι πρωί, δημοσιογραφική προβολή, εγώ ήμουν στο μπαρ, θλιμμένος, λέω τώρα τι θ’ ακούσουμε. Και, ξαφνικά, νιώθω ένα άγγιγμα στον ώμο κι είναι ο Χρήστος, ο οποίος έχει στο πρόσωπό του ένα φως. Πάγωσα, μου λέει είδα την ταινία, μ’ άρεσε πάρα πολύ, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό το χαρτί που μου έδωσες. Κι από τότε δεν χωρίσαμε.
Με τον Κώστα Τσάκωνα, ως ηθοποιός, στο «Ολγα Ρόμπαρντς» του Χρήστου Βακαλόπουλου
Δουλέψαμε στο «Σχετικά με τον Βασίλη», γράψαμε μαζί το σενάριο, μετά στους «Ακατανίκητους Εραστές», στον «Ερωτα στη Χουρμαδιά» και μετά, με 12 εκατομμύρια όλα-όλα, ενώ μια ταινία ήθελε 70-80 τότε, κάναμε την «Ολγα Ρόμπαρντς». Κι έκανα και παραγωγή σε μια μικρού μήκους του, το «Θέατρο» με τον Παπαβασιλείου, είναι ένα αριστουργηματάκι. Το «Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε» είναι 50-50 κι ας λένε ότι είναι Τσιώλης η ταινία – έχει τα Τσιωλικά, σκυλάδες, πράγματα, δεν γίνεται χωρίς, αλλά το κρυφό τοπίο που υπήρχε μέσα, ήταν του Χρήστου. Θα ήθελα να του πω ότι με βοήθησε πραγματικά πάρα πολύ στη ζωή μου, στο βίο μου, στο ν’ αποκτήσω μια εμπιστοσύνη. Πήρα ένα θάρρος μαζί του – αφού στον Βακαλόπουλο, που είναι το σκληρότερο πρόσωπο άρεσε η ταινία, πρέπει να συνεχίσουμε. Πέθανε ενώ παιζόταν το «Παρακαλώ, Γυναίκες, Μην Κλαίτε», τρίτη βδομάδα στην Ελλη. Οταν έμαθε ο κύριος που είχε την Ελλη ότι ο Χρήστος πέθανε, λέει, αύριο θα είμαστε γεμάτοι. Και την άλλη μέρα δεν πάτησε ψυχή στο σινεμά, δεν πήγε ο κόσμος. Ο θάνατος του δεν έφερε εισιτήρια, γιατί τον αγαπούσαν πολύ.
Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε (1992)
Ήμασταν έτοιμοι για το γύρισμα, ήταν Πέμπτη – εγώ συνήθως αρχίζω Κυριακή, γιατί είναι ένα γύρισμα που μπορώ και να το πετάξω, να πω, Κυριακή ήταν. Και δεν έχουμε Θεοφάνη. Μένουμε στο Μαίναλο, στη μεγάλη πλατεία. Κατεβαίνουμε κάτω, είχε ωραίο μπαρ, ο Χρήστος πίνει το μπακάρντι, εγώ λίγο ουίσκι και δεν το τελειώνω, είμαι στενοχωρημένος, έχουμε χαλάσει τα μισά λεφτά και δεν έχουμε Θεοφάνη. Στην Αμερική θα μας εκτελούσαν. Και μου λέει, θυμάμαι τα λόγια του, η Τρίπολη είναι τουρκόχωρο, θα πάμε στα βυρσοδεψία, θα πάμε στο γουρουνοπάζαρο και θα τον βρούμε. Εδώ είναι Βυζάντιο, δεν μπορεί να μην έχει κι έναν Θεοφάνη. Πιες το ποτό σου. Παραγγέλνει κι εκείνος ένα δεύτερο μπακάρντι, με την πρώτη ρουφηξιά, λέει, Σταύρο ήρθε ο Θεοφάνης. Βλέπω κάποιον που μπήκε κι είναι ο Θεοφάνης. Ηταν ο Δημήτρης Βλάχος, είχε φύγει η γυναίκα του να πάει στην Αθήνα να δει τα εγγονάκια της κι εκείνος αμέσως φόρεσε την κοστουμιά του, κίτρινη γραβάτα, ρεπούμπλικα κι ήρθε στο Πετί Τριανόν, το πιο πολυτελές. Το λέμε «το θαύμα του Αγίου Θεοφάνη».
Ερωτας στη Χουρμαδιά (1990)
Αν το ελληνικό σινεμά ήταν τραγούδι, ποιο τραγούδι θα ήταν;
Μα τι ωραία αυτή η ερώτηση! Eνα τραγούδι… «Είσαι μια ροκ μπαλάντα,» λέει ο Γιαννόπουλος, που το ερμηνεύουν καταπληκτικά ο Αντώνης και η Χαρούλα, «Είσαι μια ροκ μπαλάντα / που θ’ αγαπώ για πάντα / χωρίς να ξέρω το γιατί». Εγώ, λοιπόν, τώρα στο «Χιόνι», να πώς αρχίζω το σενάριο: λέει, «ένα τραγούδι είσαι, που χρόνια με εκδικείσαι, γιατί δεν έχεις ξεχαστεί». Και λέει ο κύριος Κωνσταντακόπουλος, Σταύρο τι είναι αυτό; Το κατάλαβε όμως η γυναίκα του. Του λέω, από το 1985, μέχρι και σήμερα, δεν ξεχάστηκε ποτέ από μέσα μου το «Χιόνι». Ελεγα, πριν πεθάνω να κάνω αυτή την ταινία. Δεν έχει ξεχαστεί, μ’ εκδικείται χρόνια. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι αυτοί οι στίχοι θα πήγαιναν στο ελληνικό σινεμά. Αυτός είναι ο ελληνικός κινηματογράφος που εμείς, εγώ, δέχομαι ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν έκανε κάποιο σημαντικό έργο. Δεν πειράζει, το λέω ειλικρινά. Γιατί θεωρώ πιο σημαντικό το άλλο: ότι παρά τις δυσκολίες, παρά τον πόνο, παρά την εχθρότητα που τραβήξαμε, κρατήσαμε το λυχναράκι ανοιχτό για τα νέα παιδιά. Αφού εμείς δεν χαθήκαμε, δεν έχουν δικαίωμα τα παιδιά τα νέα να πούνε, δεν θα τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρετε, γιατί τα καταφέραμε κι εμείς με πιο δύσκολες συνθήκες. Αυτό είναι που δεν πρέπει να ξεχαστεί από τα παιδιά.
Από τα γυρίσματα του «O Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» (1995)
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν ερωτεύτηκε, που δεν πόνεσε, που δεν ονειρεύτηκε και που δεν καταστράφηκε μέσα απ’ αυτό. Και λέω, γιατί; Είναι μέσα στο μυστικό της δημιουργίας, ότι πρέπει να τελειώνει κάτι; Οταν μένει αιώνια, φοβάμαι ότι δεν είναι αυτός ο έρωτας που εννοούμε εμείς.»
Με τον κριτικό Δημήτρη Χαρίτο στο 31ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (αρχείο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης)
Μικρός Στοχασμός
Για όλα είμαι υπεύθυνος και δεν μετανιώνω. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πω ότι μετάνιωσα για τη «Ζούγκλα των Πόλεων», γιατί με βλέπει ο Πρέκας στο δρόμο και μ’ αγκαλιάζει και μου λέει σ’ ευχαριστώ πολύ. Στη Φίνος Φιλμ, αυτό έπρεπε να κάνουμε. Αρκεί να κάνεις με απόλυτη συνέπεια και αλήθεια αυτό που κάνεις.
Γυναίκες που Περάσατε Από Δω (2018)
Τελικά τι θέλουν οι γυναίκες απ’ τους άντρες κι οι άντρες απ’ τις γυναίκες;
Εγώ αυτό το εξερευνώ από την αντρική μεριά. Η απάντηση βρίσκεται στην καινούρια μου ταινία: Από εδώ θα περάσουν γυναίκες, που βασανίστηκαν από άνδρες κι άνδρες που τους στοίχειωσαν γυναίκες. Ανθρωποι που κουβαλάνε όνειρα και πληγές και ανάγκες κι άσβεστη ακόμα την ελπίδα του έρωτα που καίει καρδιές και σωθικά. Οι δυο άνδρες, απροετοίμαστοι, θα δεχτούν με φόβο κι έκπληξη και θαυμασμό το μεγάλο θαύμα και το μεγάλο αίνιγμα της πραγματικής ζωής. Θέλω να πω, τι να καταλάβεις από τις γυναίκες; Η ελπίδα είναι άσβεστη μέσα μου. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν ερωτεύτηκε, που δεν πόνεσε, που δεν ονειρεύτηκε και που δεν καταστράφηκε μέσα απ’ αυτό. Και λέω, γιατί; Είναι μέσα στο μυστικό της δημιουργίας, ότι πρέπει να τελειώνει κάτι; Οταν μένει αιώνια, φοβάμαι ότι δεν είναι αυτός ο έρωτας που εννοούμε εμείς. Κι ύστερα οι γυναίκες είναι κι ένα είδος ανεξιχνίαστο. Ξέρουμε εμείς, τώρα, για το σύμπαν όλα τα μυστικά; Οσα και να μαθαίνουμε, ακόμα και με το Χαμπλ που φτάσαμε ως τα άκρα, τα ερωτήματα δεκαπλασιάστηκαν. Οσο πλησιάζεις, όσο αγαπάς, όσο προσπαθείς να καταλάβεις τη γυναίκα, τόσο σε φοβίζει, τόσο πιο απόμακρο γίνεται όλο. Εγώ αυτό έχω πάθει και τα τελευταία χρόνια, επειδή γέρασα κιόλας… προσέχω και κάθομαι ήσυχα και γι’ αυτό μπορώ το βράδυ και κοιμάμαι.
Ας Περιμένουν οι Γυναίκες (1998)
Ο Ακι ο Καουρισμάκι κι η αλήθεια του σεναρίου
Δεν έχω παράπονο από εκείνη την εποχή. Να σκεφτείτε ότι το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» έκανε 65.000 εισιτήρια, ο Γιώργος Τζιώτζιος είχε τη διανομή, ήταν καταχαρούμενος, που τώρα μιλάς για τέτοια νούμερα σαν παραμύθια. Χαίρομαι, γιατί βλέπω νέα παιδιά με μεγάλο ταλέντο. Την ίδια ώρα, όμως, νιώθω και μια στενοχώρια, γιατί προσπαθούν να μοιάσουν σε άλλα πρότυπα. Τις δυσκολίες τις ξέρω ούτως ή άλλως, αλλά θα ήθελα κάποια στιγμή να εκφράσουν ό,τι βαθύτερα συμβαίνει σ’ αυτούς, που συμβαίνει εδώ γύρω μας. Αν εκφράζουμε τι συμβαίνει στην Αμερική ή στη Γαλλία θα την πατήσουμε, γιατί οι Γάλλοι το ξέρουν καλύτερα. Θα έλεγα στα νέα παιδιά ένα πράγμα κι αιώνιο: Μάγκα, κάτσε και φτύσε αίμα και φτιάξε ένα μεγάλο σενάριο. Χωρίς σενάριο μην ξεκινήσεις. Να ξέρεις την ιστορία σου, αυτή θα σε εμπνέει συνέχεια, αυτή θα σου δίνει το θάρρος, αυτή θα σου δίνει την ψυχική δύναμη να υπερβείς όλες τις δυσκολίες. Μέσα από την ιστορία ξέρεις πώς να πεις τι είναι αυτό που σε πονάει, αυτό που βαθύτερα σε εκπροσωπεί. Κι αυτό, αν το πεις, θα είναι μοναδικό. Γιατί ο Ντράγιερ είναι μοναδικός αλλά είναι μοναδικός γιατί υποτάσσεται. Δεν εκτιμάνε τον Αρονόφσκι, εγώ τον αγαπώ πάρα πολύ γιατί όταν βλέπεις τον «Παλαιστή», καταλαβαίνεις τι έχει να σου πει. Είναι βασανισμένος. Μπορώ ν’ αγαπώ και τον Καουρισμάκι γιατί αυτή η απλότητα, αυτός ο μινιμαλισμός βγαίνει από την ίδια την ψυχή του, τον βλέπεις, ένας ψηλός, αρούκατος, λες τι κάνεις βρε Ακι, κάτσε να πιούμε έναν καφέ.
Οι γιαγιάδες από το «Ας Περιμένουν οι Γυναίκες» σε πανό του Ηρακλή (πηγή: ThessNews)
Εγώ έχω εισπράξει πάρα πολύ το σεβασμό και την αγάπη των παιδιών και μου φτάνει αυτό. Νιώθω πολύ συγκινημένος, βλέπεις ότι οι παλιοί κοιτάνε και χαίρονται να πουν την καλημέρα τους, ε, τίποτε άλλο εγώ δεν θέλω να κάνω. Τώρα, εάν τους επηρεάσει κάτι από τη δουλειά μου, γιατί μου λένε, εσύ είσαι κάτι άλλο, έχεις δική σου σχολή, ε, λέω, κλέφτε και κάτι! Εγώ έχω κατακλέψει, τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον Σακελλάριο, τον Καουρισμάκι, τον Τζάρμους. Τι να κλέψουν από μένα; Κατ’ αρχήν, να βάζουν ελληνικούς τίτλους. Τα τρία τέταρτα των ταινιών έχουν αγγλικούς τίτλους. Θες και δεύτερο; Δεν σου κρύβω ότι, αν είχα να πω στα παιδιά κάτι, πέρα από τον τίτλο, είναι: στην ταινία που κάνεις πρέπει συνέχεια, σε κάθε πλάνο, να σκέφτεσαι αυτόν στον οποίο απευθύνεσαι, με σεβασμό. Δεν απευθύνεσαι πια μόνο στον εαυτό σου, μόνο στη φιλοδοξία σου. Δηλαδή, να μπορέσεις να επικοινωνήσεις μαζί του, όπως φλερτάρεις ένα κορίτσι που δεν θες να προδοθείς, αλλά που σπαράζεις μέσα σου. Θέλω να έχεις σπαραγμό την ώρα που κάνεις ταινία. Να μην λείψει ούτε μια στιγμή από σένα η μεγάλη οθόνη.
O Σταύρος Τσιώλης από την πρεμιέρα του «Γυναίκες που Περάσατε Από Δω» στο 58ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Η γειτονισσούλα
Είναι μια γειτονισσούλα μου που δουλεύει απέναντί μου. Αυτή έρχεται κι αφήνει πάντα το αυτοκίνητο κάτω από εμάς. Γι’ αυτό, αν έρθει κάποιος και παρκάρει, στις 9 το πρωί, βρίζω από μέσα μου, ή κατεβαίνω κάτω και λέω, μανάρι, έχει κουτσουλιές από πάνω, μήπως πρέπει να πάς αλλού, για το καλό σου; Κι έρχεται το κορίτσι και παρκάρει. Εγώ πολλές φορές τη στήνω και διαβάζω στη βεράντα, αυτή περνάει κι εγώ τη θαυμάζω, γιατί είναι μεγάλης ομορφιάς. Και τι ανακάλυψα, οπότε η αγάπη μου έγινε και φροντίδα. Στο αυτοκίνητό της, στο πίσω μέρος, έχει αυτοκόλλητο ότι έχει παιδί και στο πίσω κάθισμα έχει και καρεκλάκι και λέω, θα είναι παντρεμένη μ’ ένα ωραίο παλικάρι, δεν μπορεί αυτή να έχει παντρευτεί έναν κοντό και χοντρό, εγώ πώς να τον συναγωνιστώ; Κάτι ήθελα να κάνω γι’ αυτήν, αλλά φοβάμαι την αξιοπρέπειά της. Στις γυναίκες που μου αρέσουν, πηγαίνω δώρο έναν «Μαύρο Κύκνο», την ταινία του Αρονόφσκι. Και τους λέω, να, για να δείτε το μεγαλείο της γυναίκες, εσείς είστε ανώτερες – και το πιστεύω. Κι εκεί φαίνεται ο τελικός θρίαμβος της προσπάθειας και της αγωνίας σας και σας το φέρνω σαν ένα δείγμα ευγνωμοσύνης. Ο θάνατος είναι λυτρωτικός τελικά γιατί, πώς να στο πω, κάποτε θα γεράσει και θα γίνει σαν τη μάνα της. Στο κορίτσι, λοιπόν, θέλω να προσφέρω κάτι. Μια μέρα, είχε μαζέψει αρκετές κουτσουλιές το αυτοκίνητό της, όντως, επειδή έχει πεύκα εκεί. Μου ‘χει φέρει η Κατερίνα, η κόρη μου, το αυτοκίνητό της να το πλύνω και λέω, θα κατέβω να πλύνω της Κατερίνας, αλλά του κοριτσιού ήθελα να πλύνω. Οπως το είχε αφήσει, έχουμε ένα πευκάκι, αν πάω ως τη μέση του αυτοκινήτου, δεν με βλέπει το κορίτσι απ’ το παράθυρο. Αν προχωρήσω λίγο μπροστά, βλέπει, γιατί δουλεύει στο παράθυρο. Ρίχνω νερό πολύ σ’ όλο το αυτοκίνητο και με το πετσί αρχίζω να καθαρίζω από τη μέση και πίσω, το αυτοκίνητο λάμπει. Πλησιάζει η ώρα να σχολάσει το κορίτσι, φεύγω εγώ, πήγα σπίτι, έφτιαχνα φαγητό, λέω, για να δω τώρα που θα κατέβει, χωρίς να με βλέπει εκείνη. Κατεβαίνει και μένει ξερή: έρχεται στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, το κοιτάζει, λάμπει. Μπροστά, γεμάτο κουτσουλιές. Τελικά κοίταξε πάνω, πρέπει να με έχει υποψιαστεί, από ένστικτο. Καταπληκτική σκηνή η έκπληξή της, αν είχα μια κάμερα εκείνη τη στιγμή. Εκτοτε φοβάμαι πια, αλλά περιμένω να έρθει η κίτρινη σκόνη από την Αφρική για να της το ξαναπλύνω.
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στην επίσημη σελίδα της ταινίας στο Facebook.