«Η αγάπη είναι γένους θηλυκού», προειδοποιεί το μότο της κωμωδίας του νεοεμφανιζόμενου στο σινεμά τηλεοπτικού σκηνοθέτη Κρις Άντισον («Veep»). Κι έτσι αυτομάτως εντάσσεται στο Χόλιγουντ του #MeToo, το όλο και εντατικότερα επαναπροσδιοριζόμενο με θηλυκές εκδοχές παλιών του σουξέ της ανδροπαρέας –βλέπε, μεταξύ άλλων, τις νέες «Ghostbusters», τη γυναικεία «Συμμορία των Οκτώ» ή το αντεστραμμένο «Ζευγάρι με το Ζόρι».
Κι όταν λέμε αυτομάτως, εννοούμε με όλη τη σημασία. Καθώς, πέρα από την αλλαγή του φύλου, δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να διαφοροποιείται σοβαρά από την πηγή, τίποτα που να εκσυγχρονίζεται ουσιαστικά.
Οπου πηγή, η φάρσα «Ιστορίες του Κρεβατιού» του 1964, που το 1988 είχε πρωτοδιασκευαστεί σε «Απατεώνες και Τζέντλεμαν». Με την Αν Χάθαγουεϊ να διαδέχεται τους Ντέβιντ Νίβεν (της πρωτότυπης ταινίας) και Μάικλ Κέιν (του ριμέικ) ως δήθεν Εγγλέζα και δήθεν μοιραία λαίδη που αποπλανεί και ξαφρίζει πλουσίους. Και την Ρέμπελ Γουίλσον να αντικαθιστά τους Μάρλον Μπράντο και Στιβ Μάρτιν, αντίστοιχα, ως η χοντροκομμένη (και κυριολεκτικά εδώ) Αμερικανίδα hustler που η κιμπάρισσα θα κάνει μαθητευόμενη και συνέταιρο μόλις αντιλαμβάνεται πως εποφθαλμιά τα δικά της κορόιδα. Χώρος δράσης, όπως σ’ εκείνα τα φιλμ, η γαλλική Ριβιέρα.
Τα ορίτζιναλ γκαγκς, όπως τα καμώματα της δόκιμης όταν επιβάλλεται να διώξει υποψήφιους γαμπρούς της συνεταίρου ή τα παθήματά της όταν προσποιείται αναπηρία (παραπληγία στις προηγούμενες εκδοχές, τύφλωση εδώ), παραμένουν αποτελεσματικά παρά τις μικροπαραλλαγές και βγάζουν γέλιο. Βοηθά και η σωστή χημεία των πρωταγωνιστριών, των αταίριαστων και σε φιζίκ πέραν του ταμπεραμέντου. Η Αν Χάθαγουεϊ διαπρέπει στο κωμικό τάιμινγκ και το τουπέ της ψευτοκοσμοπολίτισσας, η δε Ρέμπελ Γουίλσον (επίσης παραγωγός) σε γαργαλά με τους αυτοσχεδιασμούς της, αν και ενίοτε το παρακάνει με τα περί του βάρους της καλαμπούρια και το σλάπστικ.
Παρ’ όλα αυτά, ως αποτέλεσμα η ταινία μοιάζει εντελώς άχρηστη. Όχι μόνο γιατί αποτυγχάνει να προικίσει με κάτι ζωτικά μοντέρνο τον γνωστό μύθο, αλλά κι επειδή, επιλέγοντας να αντιστρέψει το φύλο και στην «ανατροπή» του φινάλε (η κομπίνα με τον μεγιστάνα της τεχνολογίας), αναιρεί θαρρείς τις επιπόλαιες έστω προθέσεις της. Σχεδόν αυτοακυρώνεται, κάνοντας τα παλιά φιλμ να μοιάζουν μπροστά της με… επιτομές του φεμινισμού.