Ο Ματέο Γκαρόνε μάς είχε ενθουσιάσει (και παγώσει το αίμα ταυτόχρονα) το 2008 με το «Γόμορρα», άντε και μια πενταετία νωρίτερα με τον «Ταριχευτή» για δυνατούς λύτες. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι ένας ικανός σκηνοθέτης για κάθε πρόκληση, όπως απέδειξε μόλις το 2012 με το σατιρικό «Reality». Οταν, λοιπόν, υπόσχεται μεγαλεπήβολα ότι θα παρουσιάσει στην οθόνη το «Παραμύθι των Παραμυθιών», η πτώση είναι ακόμα πιο απότομη και ηχηρή.

Το «Tale of Tales» βασίζεται στα παραμύθια που έγραψε ο Ιταλός Τζιανμπατίστα Μπαζίλε τον 17ο αιώνα κι αυτά μοιάζουν πραγματικά συναρπαστικά: υδρόβιοι δράκοι και μοχθηρές βασίλισσες, περαστικές μάγισσες και ηδυπαθείς πρίγκηπες, μοιραίες θυσίες στην αιώνια νιότη και επικίνδυνα παζάρια με τους αγγελιοφόρους του θανάτου. Αναγεννησιακές ιστορίες, βίαιες, ερωτικές και λασπωμένες, κατακρίνουν τη διαφθορά της εξουσίας (των φεουδαρχών τότε, αλλά και των σημερινών πολιτικών αν το θες) και την ύβρη του ανθρώπου που τα βάζει με τη φύση, προσπαθώντας ν' ανατρέψει την προδιαγεγραμμένη πορεία της. Επίσης σκόπιμα, σ' έναν ίσως φόρο τιμής στον ιταλικό πολιτισμό, ο Γκαρόνε στήνει τις ιστορίες του μέσα σε αληθινά παλάτια της εποχής, στολισμένα με τα πραγματικά τους έπιπλα και έργα τέχνης, δίπλα στη σημερινή οργιαστική φύση που τα περιβάλλει.

Κι εκεί περίπου τελειώνει το ενδιαφέρον της ταινίας. Ο Γκαρόνε χρησιμοποιεί... το βάρος του σε χρυσό, σε μια πολυτελή παραγωγή με τα θαυμάσια κοστούμια και locations και τα ειδικά εφέ της (το τέρας-αλμπίνο του βυθού είναι πραγματικά υπέροχο, αν και το βλέπουμε τόσο λίγο) και μ' ένα επώνυμο καστ που, εκτός ίσως από τη Σάλμα Χάγιεκ, μένει απόλυτα αναξιοποίητο (Βενσάν Κασέλ, Τζον Σι Ράιλι, Τόμπι Τζόουνς, η Στέισι Μάρτιν του «Nymp()maniac»), ενώνεται με την κοινή χρήση των αγγλικών και μένει απλώς εκεί. Η ταινία του δεν έχει ούτε τη φαντασιακή δύναμη ν' απογειώσει τους μύθους σ' ένα εφιαλτικό, ονειρικό, παραμυθένιο τέλος πάντων σύμπαν που θα έκανε το μυαλό να ταξιδέψει στα σκοτάδια. Ούτε να φέρει τα αιωνόβια παραμύθια, που πάντα έχουν έναν κλασικό μίτο, στη σημερινή εποχή. Αλλά ούτε και να τούς δώσει έναν διαφορετικό, πιο σκληρό, πιο άμεσο κινηματογραφικό χαρακτήρα, παρά την «αφηγηματική» μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά.

Ούτε κρύο, ούτε ζέστη το «Παραμύθι των Παραμυθιών», παρά μια ελαφρώς αλαζονική παρέλαση από καρικατούρες, εικαστικά επίπεδη και νοηματικά μονοδιάστατη. Την εποχή που στην τηλεόραση, ένα «Game of Thrones» ή ένα «Hannibal» μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε στη μητέρα των δράκων ή στην τακτική σοφιστικέ ανθρωποφαγία, ο Γκαρόνε δεν καταφέρνει, παρά τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, ν' απογειώσει ένα υλικό που προσφέρεται για υπερβατικό σινεμά, μένοντας πιο κοντά στον στόμφο ενός Γιάννη Σμαραγδή.