Μπορεί η λέξη «Ριβιέρα» και δη η αθηναϊκή, να σημαίνει διαφορετικά πράγματα για το ελληνικό και το ξένο κοινό, όμως η ταινία του Ορφέα Περετζή, πρώτη του μεγάλου μήκους μυθοπλασίας μετά τα ντοκιμαντέρ «Στο Κέντρο του Κύκλου» και «Iodine: Η Ελλάδα στα Ερείπια του Μεσολογγίου», περνά το κοινό σε όλους, γνώριμο μήνυμα, ότι τα πάντα, τα σπίτια, οι γειτονιές, το σώμα, η σκέψη, η αντοχή και η μνήμη, αλλάζουν, είτε το θέλουμε, είτε όχι. Συνήθως όχι.

Ηρωίδα της ταινίας είναι η Αλκηστη, ένα κορίτσι στο μεταίχμιο της ενηλικίωσης, που περνά το καλοκαίρι της στην οικογενειακή πανσιόν στην αθηναϊκή Ριβιέρα. Καλύτερός της φίλος, εκτός από την κολλητή της, ένας φοίνικας, απ' αυτούς της παραλιακής που πενθήσαμε όταν τους χτύπησε το κόκκινο σκαθάρι: όμως ο φοίνικας της Αλκηστης έχει όνομα, είναι το Τζέρι κι αν του μιλήσεις ώριμα κι από κοντά, προβλέπει το μέλλον. Αυτό το μέλλον που η Αλκηστη προσπαθεί ν' απωθήσει όσο γίνεται πιο μακριά. Κάτοικοι της πανσιόν ο νονός του κοριτσιού, αποτυχημένος συγγραφέας με διστακτική κοινωνικότητα (ο Κορωναίος στο πετσί του ρόλου), ένα μεγαλούτσικο ζευγάρι που δυσανασχετεί εύκολα και η μαμά της, η Αννα (η Μαρία Αποστολακέα που μαγνητίζει, έστω σ' έναν ανολοκλήρωτα γραμμένο ρόλο), που αναζητά τρόπο διαφυγής από τη ζωή στην οποία βρέθηκε.

Το τοπίο που κυκλώνει την Αλκηστη ξεριζώνεται, ισοπεδώνεται, σαπίζει. Σαν το σημάδι από μούχλα που εμφανίζεται στον τοίχο του δωματίου της και κάθε μέρα μεγαλώνει, θεριεύει, γίνεται δάσος. Σαν τα ερειπωμένα κτίρια ενός beach culture του '70 και του '80 που γνώρισαν ανεμελιά κι ένα κάποιο glam και τώρα περιμένουν να γκρεμιστούν. Σαν τις παλιές φωτογραφίες των γονιών της Αλκηστης που διατηρούν ό,τι εκείνη έχει ανάγκη, μια αίσθηση συνέχειας. Ή τις ξύλινες εντοιχισμένες συσκευές κουζίνας και το μακραμέ στον τοίχο που μαρτυρούν τις δόξες που γνώρισαν πριν πενήντα, πια, χρόνια.

Η Αλκηστη δεν βρίσκεται σε μια πορεία ενηλικίωσης - σύμφωνοι, δοκιμάζει την τύχη της, πειραματίζεται μ' έναν μεγαλύτερό της μηχανικό (ο Συριόπουλος πάντα φυσικός κι ελκυστικός), ρισκάρει με τη φίλη της στο σούπερ μάρκετ της περιοχής. Ομως αντί να θέλει να πάει μπροστά, θέλει όσο γίνεται να μείνει πίσω, να κρατήσει αυτό που γνωρίζει, ή φαντάζεται πως αποτελεί τις ρίζες της, πιο στέρεες από του Τζέρι. Και να το προστατεύσει από την οικολογική καταστροφή, από τους Κινέζους που (με μια σχετική γραφικότητα) έρχονται ν' αγοράσουν τα πάντα, από την «αναδιαμόρφωση» της παραλιακής που θέτει ένα ολόκληρο σύμπαν βιωμάτων και μνήμης, προς κατεδάφιση.

Βασισμένος σε μια ιστορία της Ιωάννας Νισυρίου, το «Kουτί της Πανδώρας», ο Ορφέας Περετζής φτιάχνει μια ταινία που, στο πρώτο μέρος της τουλάχιστον, ισορροπεί έξυπνα κι αποτελεσματικά μεταξύ κυνισμού και ρομαντισμού, μεταξύ κωμωδίας κι επερχόμενης τραγωδίας και που στρατηγικά μπλοκάρει κάθε μονοπάτι εξόδου από έναν κόσμο που ποτέ πια δεν θα καταφέρει να φτάσει ως τη θάλασσα. Απολύτως κατανοητή η επιλογή της ταινίας από το Φεστιβάλ του Σάο Πάουλο, όχι λιγότερο γιατί το ύφος της, η φωτογραφία του Γιώργου Βαλσαμή με τα πυκνά χρώματα και η ερωτική και μαζί διαβρωτική υγρασία της νύχτας φέρνουν αμέσως στο νου λατινοαμερικανικό σινεμά. Απέναντί του, μ' έναν τρόπο ενδιαφέροντα και γόνιμο, η μοναχικότητα της Αλκηστης κοντράρεται από το μουσικό τοπίο, που παραπέμπει σ' ένα ανάλαφρο παρελθόν, δίνει μια αίσθηση περιπετειώδους road movie σε έναν τόπο που δεν πάει πουθενά, συνδέει τον Larry Gus με τον Φίλιπ Γκλας με τον πιο συναισθηματικό τρόπο.

Αυτή την ισορροπία, η ταινία στο δεύτερο μέρος της μοιάζει να μην μπορεί να τη διατηρήσει. Ηρωες «εξαφανίζονται» από την πλοκή χωρίς δικαιολογία κι επανέρχονται σαν τίποτα να μην έχει συμβεί, αλλά και τα σύμβολα της ιστορίας βαραίνουν το ως τότε πετυχημένα παιχνιδιάρικο και μαζί αλληγορικό ύφος της. Οσο συγκινητικό είναι να βλέπεις τα σάβανα από νάιλον να τυλίγουν καναπέδες κι έπιπλα προς εξαφάνιση, άλλο τόσο όταν το νάιλον αρχίζει να σαβανώνει έμβια όντα, το νόημα αδυνατίζει και δίνει σκυτάλη σε μια αχρείαστη επιτήδευση διαλόγων και δράσης, ενώ η Εύα Σαμιώτη, με το πανέμορφο, εύπλαστο, τόσο νεανικό πρόσωπο και πεισματάρικο, σκυθρωπό βλέμμα που μια λάμπει και μια βουρκώνει, δεν στηρίζει εξίσου σε όλες τις σεναριακές στροφές την ταινία που σηκώνει στους λεπτούς ώμους της. Παρά αυτή την ανισότητα, ο αποχαιρετισμός στην αθωότητα, στην οικειότητα του παρελθόντος, στις ξαπλώστρες και τα γκαζόν που έχουν δει δεκάδες καλοκαίρια, κρατά και μια συγκίνηση και μια πικρία και μια αλήθεια. Σαν τον φοίνικα προφήτη που ήταν πάντα εκεί, τα προέβλεψε όλα, αλλά όχι το δικό του τέλος. Σαν τη Ριβιέρα που αλλάζει και τα μυστικά της θα θαφτούν, σε λίγα χρόνια, για πάντα στο χώμα και το τσιμέντο, μ' εμάς θεατές.