Σύμφωνα με την Ιρανική παράδοση, την τελευταία Τετάρτη πριν το νέο περσικό έτος, ο λαός ανάβει φωτιές στους δρόμους και γιορτάζει με πυροτεχνήματα και κροτίδες. Παραμονή της γιορτής, η νεαρή Ρούχι, η οποία ετοιμάζεται να παντρευτεί, πηγαίνει να καθαρίσει το σπίτι μίας μεσοαστικής οικογένειας στην Τεχεράνη. Το διαμέρισμα είναι αναστατωμένο, ακατάστατο, με σπασμένα τζάμια παντού. Η οικογένεια όμως είναι σε ακόμα χειρότερη κατάσταση: η νευρωτική γυναίκα κατηγορεί τον σύζυγο ότι την απατά με τη διπλανή διαζευγμένη κομμώτρια, εκείνος ωρύεται ότι τον αδικεί, ενώ το τυλιγμένο με γάζες χέρι του μαρτυρά ότι αυτός ευθύνεται για το σπασμένο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Κατά τη διάρκεια της μέρας η Ρούχι μεταμορφώνεται σε κατάσκοπο για τη σύζυγο, μεσολαβητή του συζύγου, ειρηνοποιό του ζευγαριού και γκουβερνάντα του μικρού τους αγοριού που ρουφάει όλη την ένταση. Σταδιακά, όσο πέφτει η νύχτα και τα πυροτεχνήματα ξεκινούν, εκείνη χάνει την πίστη της στο θεσμό του γάμου...

Γυρισμένη το 2006, τα «Πυροτεχνήματα την Τετάρτη», ήταν η ταινία που έκανε το όνομα του Ασγκάρ Φαρχαντί γνωστό στη δύση πριν τον «Ενα Χωρισμό». Κι αυτό το πυκνογραμμένο, γεμάτο ένταση κοινωνικό δράμα, μαρτυρά κοινές καταβολές και ίδια ρίζα με το περσινό οσκαρικό αριστούργημα: χαρακτήρες από την εργατική και μεσοαστική τάξη της Τεχεράνης, εμπλέκονται σε μία αναστατωμένη συγκυρία, μία δαιδαλώδη «παρεξήγηση», με το θεατή να προσπαθεί να καταλάβει ποιος έχει δίκιο, αλλά σταδιακά να ανακαλύπτει ότι δεν έχει τόσο σημασία - όσο η μεγαλύτερη κοινωνικοπολιτική εικόνα μιας χώρας βυθισμένης στην καταπίεση.

Οπως και στον «Ενα Χωρισμό», ο Φαρχαντί είναι σε πρώτο επίπεδο φλύαρος. Η ταραγμένη του κάμερα ακολουθεί τους φωνακλάδες ήρωες του σε εσωτερικά και εξωτερικά γυρίσματα όπου επικρατεί χάος. Μετά από λίγη ώρα νιώθεις ότι παρακολουθείς μία ενοχικά «κρυμμένη» (κάτω από τσαντόρ και υποκρισία) κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα και σοκαριστικά μία από τις πιο αδιάκριτες. Η ευκολία που γείτονες, συγγενείς εισβάλουν σ' αυτό το διαλυμένο διαμέρισμα. Ο τρόπος που η γυναίκα χειρίζεται το θυμό της. Το ξέσπασμα που επιλέγει ο άντρας. Η αντιμετώπιση της υποτιθέμενης ερωμένης (επίσης καθόλου τυχαία μέλος της εργατικής τάξης). Δύο κόσμοι συγκρούονται, αρχαίες παραδόσεις αμφισβητούνται, η γυναικεία καταπίεση ξεσπά ημίτρελα, η ανδρική ματσίσμο επιβολή γίνεται βίαια και ενοχικά. Ο Φαρχαντί τα λέει όλα με δύο υπέροχα μονοπλάνα: ένα γυάλινο ασανσέρ που κατεβαίνει (μία πραγματική και ηθική κάθοδος) και μία γυναίκα που περπατά μόνη κι αγέρωχη στο δρόμο μέχρι που οι κροτίδες μίας περαστικής μηχανής τής θυμίζουν τη θέση της.

Τις Πρωτοχρονιές γιορτάζουμε νέες αρχές. Στην ταινία διαδραματίζεται το τέλος ενός γάμου. Ή μάλλον, γιατί εδώ δεν πρόκειται για «Ενα Χωρισμό», το τέλος του ρομαντικού ονείρου για το τι ο θεσμός του γάμου θα έπρεπε να συμβολίζει, παγκοσμίως, στη ζωή δυο ανθρώπων. Το φρέσκο, αφελές πρόσωπο και τα ελαφίσια μάτια της μελλόνυμφης νεαρής καθαρίστριας είναι εξαιρετικός καμβάς για να καταγράψει την σταδιακή αποκαθήλωση της ιδέας της οικογενειακής ευτυχίας. Το ασυμμάζευτο σπίτι με το χαλασμένο κουδούνι και το σπασμένο παράθυρο σου πλακώνει την ψυχή. Δεν υπάρχει σωτηρία, τίποτα δεν «τακτοποιείται».

Μέχρι που έρχεται και η πικρή ανατροπή - όπως τις συνηθίζει ο Φαρχαντί. Λίγο πριν το τέλος, οι διάλογοι λιγοστεύουν, οι φωνές σιωπούν, ήσυχες σκηνές αποκαλύπτουν πολύ δυνατότερα το παγκόσμιο μήνυμα της ταινίας. Κι εκεί μένεις μόνος με τις σκέψεις σου. Με το αδιέξοδο της ανθρώπινης φύσης. Με τα πυροτεχνήματα να φωτίζουν την κατάντια μας.