«Κεφάλαιο Πρώτο. Λάτρευε την Νέα Υόρκη. Την είχε μυθοποιήσει, πέρα από κάθε λογική». Όχι, διόρθωση. «Την είχε ερωτευτεί, πέρα από κάθε λογική». Συνεχίζουμε... «Όποια και να ήταν η εποχή του χρόνου, στα δικά του μάτια η πόλη αναδυόταν ασπρόμαυρη και χόρευε υπό τους ήχους του Τζορτζ Γκέρσουιν». Μπαα, ας αρχίσω καλύτερα από την αρχή. «Κεφάλαιο Πρώτο. Είχε την ίδια ρομαντική αντίληψη για το Μανχάταν που είχε και για τα πάντα στη ζωή. Λάτρευε την ένταση και τη φούρια, την πολυκοσμία και το μποτιλιάρισμα των δρόμων. Στα μάτια του, η Νέα Υόρκη ήταν η πόλη που οι γυναίκες ήταν υπέροχες και οι άντρες γοητευτικοί και πνευματώδεις.» Oχι, όχι... γλυκανάλατο! Πολύ γλυκανάλατο για μένα. Δηλαδή... αφήστε με να προσπαθήσω άλλη μια φορά, με λίγη βαρύτητα. «Κεφάλαιο πρώτο. Λάτρευε την Νέα Υόρκη. Στα μάτια του, η πόλη συμβόλιζε τη σήψη της μοντέρνας κοινωνίας. Η ίδια έλλειψη προσωπικής εντιμότητας που οδήγησε τον άνθρωπο στο εύκολο χρήμα, τώρα έσπευδε να μεταμορφώσει την πόλη των ονείρων του σε... » Αποκλείεται, θα βγει πολύ διδακτικό. Ας μην κρυβόμαστε, σκοπός μου είναι να πουλήσω και κανένα βιβλίο. «Κεφάλαιο πρώτο. Λάτρευε την Νέα Υόρκη, παρόλο που στα μάτια του η πόλη συμβόλιζε τη σήψη της μοντέρνας κοινωνίας. Πόσο σκληρό να ζει κανείς σ’ έναν κόσμο που έχει αναισθητοποιηθεί από τα ντραγκς, τη δυνατή μουσική, την τηλεόραση, το έγκλημα, τα σκουπίδια». Πολύ θυμωμένο. Δε θέλω να βγω οργισμένος. «Κεφάλαιο πρώτο. Ήταν σκληρός και ρομαντικός, σαν την πόλη που αγαπούσε. Πίσω από τα μαύρα του γυαλιά καραδοκούσε κουλουριασμένη η σεξουαλική ορμή μιας αγριόγατας». Ωραίο είναι αυτό! «Η Νέα Υόρκη είναι η πόλη του. Και θα είναι, για πάντα.»
Ο Αϊζακ, ένας σεναριογράφος τηλεοπτικών κωμωδιών, περνάει την υπαρξιακή του κρίση. Η άνευ ουσίας επιφάνεια της δουλειάς του, οι συμβιβασμένες του φιλοδοξίες, οι καταστροφικές του σχέσεις με τις γυναίκες, το ανικανοποίητο εγώ του που τον οδηγεί να ξαπλώνει με μικρότερες ερωμένες ή στους καναπέδες ψυχαναλυτών - όλα χτυπούν κόκκινο στη νεύρωσή του και καταλήγουν σε μία κοινή αναπάντητη ερώτηση: «γιατί δεν είμαι ευτυχισμένος;».
Υπάρχουν δράματα, υπάρχουν κωμωδίες κι υπάρχει ο Γούντι Αλεν. Ξεφεύγοντας από τις μπουφόνικες πρώτες του παρωδίες («Μπανάνες», «Υπναράς», «Ολα Οσα Θέλατε να Μάθετε για το Σεξ»), με το «Μανχάταν» βρήκε τη φωνή (ο Μάρσαλ Μπρίκμαν βοήθησε στο σενάριο) και το στυλ (ο Γκόρντον Γουίλις υπέγραψε την λαμπερή φωτογραφία), για να εκφράσει την ανασφάλεια του μέσου αστού μίας νέας, ανήσυχης Αμερικής. Ενός μορφωμένου, πολιτικοποιημένου κατοίκου μίας σφύζουσας από ζωή μητρόπολης που του παρέχει περισσότερες επιλογές, μεγαλύτερη ελευθερία στην έκφραση και λιγότερη επικοινωνία.
Για πρώτη φορά σε ασπρόμαυρο φιλμ, η τεχνική του αναμορφικού σινεμασκόπ έρχεται να ντύσει, όχι μία πολεμική ταινία ή ένα ιστορικό έπος, αλλά μία ρομαντική δραμεντί. Το αποτέλεσμα είναι φαντασμαγορικό: μία μαγευτική, στυλάτη αποτύπωση της Νέας Υόρκης με ανοιχτά πλάνα που κόβουν την ανάσα και την αναγάγουν σε θρύλο. Αλλά ταυτόχρονα οικείο: ο θεατής βλέπει στην μεγάλη οθόνη την μικρή του ζωή, που καθημερινά βασανίζεται από νευρώσεις, ανασφάλειες, λάθη.
Η κωμωδία λειτουργεί λυτρωτικά, καθαρτικά κι ως Δούρειος Ιππος. Η κωμωδία μπορεί να πει τα πιο σοβαρά, τα πιο επώδυνα, να ρίξει τα τείχη και να βρει καρδιά. Ειδικά αν είναι πικρή, αυτοσαρκαστική και διαχρονικά φρέσκια - όπως αυτή που γλωσσοπλάθει ο Γούντι Αλεν.
«Χμμ, έχουμε και λέμε, πρώτα από όλα ο Γκράουτσο Μαρξ...Το δεύτερο μέρος της Συμφωνίας του Διός. Ο Λούις Άρμστρονγκ. Και συγκεκριμένα η εκτέλεσή του “Potato Blues” από αυτόν. Ο σουηδικός κινηματογράφος, φυσικά. Η Συναισθηματική Αγωγή του Φλομπέρ. Ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Μάρλον Μπράντο. Τα περίφημα μήλα του Σεζάν. Τα καβούρια στο εστιατόριο “Sun Wo”... »
Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία της ταινίας και η γουντιαλενική γλώσσα παραμένει αξεπέραστη. Εγκεφαλικά αστεία, μελαγχολικά ρομαντική, αδυσώπητα αυτοσαρκαστική, δραματική στις λεπτομέρειες. Τέσσερις και κάτι δεκαετίες μετά και η Νέα Υόρκη συνεχίζει να ακουμπάει τη βελόνα στους δίσκους του Γκέρσουιν και να χαζεύει με καμάρι την αντανάκλασή της στη μεγάλη οθόνη - έτσι όπως την κατέγραψε ο πιο πιστός της νευρικός εραστής.
Ενας σκηνοθέτης που είναι «σκληρός και τρυφερός όπως η πόλη του».