Πολλοί είναι εκείνοι που, ίσως άδικα, έχουν χαρακτηρίσει τον Επιθεωρητή Μαιγκρέ, τον ήρωα του Βέλγου συγγραφέα Ζορζ Σιμενόν, ως τη «φτηνή» εκδοχή του Ηρακλή Πουαρό της Αγκαθα Κρίστι (μείον του διάσημου μουστακιού). Αυτομάτως, αν έχεις διαβάσει έστω και ένα βιβλίο από τις περιπέτειες του Μαιγκρέ, αμέσως καταλαβαίνεις πόσο λάθος είναι όλο αυτό.

Ο καθένας με τους δικούς του φανατικούς οπαδούς, αλλά σίγουρα αρκετά διαφορετικοί μεταξύ τους, το μόνο κοινό που μπορεί να έχουν είναι ότι και οι δυο τους έχουν περάσει, κατά καιρούς, τόσο από τη μικρή όσο και από τη μεγάλη οθόνη με ηθοποιούς όπως ο Πιέρ Ρενουάρ, ο Ρόουαν Ατκινσον και ο Μάικλ Γκάμπον να ερμηνεύουν τον Μαιγκρέ.

Αυτή την φορά τη σκυτάλη παίρνει ο Πατρίς Λεκόντ για να μεταφέρει μια ακόμα ιστορία του Σιμενόν στη μεγάλη οθόνη, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ να ενσαρκώνει τον περιβόητο επιθεωρητή, σε μια ταινία όμως που δεν τιμά τόσο ούτε τον ήρωα αλλά ούτε το έργο του Σιμενόν.

Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο, η ταινία αφηγείται την ιστορία μίας νεαρής κοπέλας που βρίσκεται νεκρή σε μια πλατεία του Παρισιού, φορώντας ένα βραδινό φόρεμα. Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ θα πρέπει αρχικά να ανακαλύψει την ταυτότητα της κοπέλας και έπειτα να ανασυνθέσει τις τελευταίες μέρες της ζωής της ώστε να βρει το δολοφόνο.

Η αλήθεια είναι πως σαν ιδέα είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, και στην αρχή το μυστήριο μοιάζει να χτυπά σε σωστά σημεία. Αλλά αυτό που λείπει από την ταινία είναι η ένταση και το μυστήριο το οποίο θα έπρεπε να κρατά το σασπένς μέχρι το τέλος. Κι αυτό γιατί τα κομμάτια του παζλ πέφτουν γρήγορα στη θέση τους, με τους ελάχιστους υπόπτους να μην μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο από μια καρικατουρίστικη συμπεριφορά που, σχεδόν αμέσως, σε κάνουν να καταλάβεις τη λύση του μυστηρίου.

Το σενάριο προσπαθεί από την αρχή να βρει τρόπους να γίνει συναρπαστικό, να σε πείσει να νιώσεις κάτι για τους χαρακτήρες αυτούς που, αν και ο καθένας τους έχει τις στιγμές του, ποτέ δεν καταφέρνουν να πάρουν ολοκληρωμένη σάρκα και οστά και μένουν μάλλον στερεότυπα, παρά χαρακτήρες ύποπτοι για φόνο.

Μπορεί η ατμόσφαιρα και η αναπαράσταση της εποχή του ’50 να είναι υπέροχα, αναδύοντας μια μοναδική γαλλική φινέτσα, ο Λεκόντ όμως δεν ξέρει πώς να τα συνδυάσει όλα αυτά, χάνει το ρυθμό του αρκετές φορές, και όταν τον βρίσκει σε σημεία αδυνατεί να στήσει τους παίχτες του με έναν τέτοιον τρόπο που θα ενισχύσει το σασπένς και το μυστήριο της ταινίας.

Ο «Επιθεωρητής Μαιγκρέ και το Μυστήριο της Νεκρής Κοπέλας» μπορεί να μην είναι η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Σιμενόν, αλλά τουλάχιστον ποντάρει πάνω στη βαρύτητα και την ερμηνευτική ικανότητα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Ο 73χρονος πλέον θρύλος ερμηνεύει με στιβαρότητα και κυνισμό το ρόλο του Μαιγκρέ, καθώς προσπαθεί όχι μόνο να βρει τη λύση του μυστηρίου αλλά και τη δική του εξιλέωση, αποδεικνύοντας ότι μπορεί να σηκώσει στις στιβαρές του πλάτες μια ολόκληρη ταινία μυστηρίου.