Κάπου στο κοντινό μέλλον, ένα μυστηριώδες φαινόμενο προκαλεί ανεξήγητες μεταλλάξεις, μεταμορφώνοντας σταδιακά τμήματα του πληθυσμού σε υβρίδια ανθρώπων και ζώων. Οι μεταλλαγμένοι μεταφέρονται σε ένα εξειδικευμένο κέντρο προκειμένου να τιθασευτούν οι βίαιες τάσεις τους και να μην προχωρήσει ολοκληρωτικά η μεταμόρφωση τους σε ζώα. Όταν μια συνοδεία που μεταφέρει υβρίδια, συντρίβεται σε ένα δάσος, η παράνοια εξαπλώνεται στην τοπική κοινότητα καθώς τα επιζώντα πλάσματα σκορπίζονται στην άγρια φύση. Ο Φρανσουά, μαζί με τον 16χρονο γιο του Εμίλ, ξεκινούν μια απεγνωσμένη αναζήτηση για την σύζυγό του Λένα, η οποία εξαφανίστηκε μετά το δυστύχημα. Μέχρι τη στιγμή που πατέρας και γιος θα πρέπει να αποφασίσουν σε ποιο στρατόπεδο ανήκουν.
Η αλληγορία είναι προφανής στην ταινία του Τομά Καγιέ, που άνοιξε το τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα στο Φεστιβάλ Καννών το 2023 και έφτασε να γίνει μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες στη Γαλλία πέρσι, διεκδικώντας 15 βραβεία Σεζάρ και κερδίζοντας 5 από αυτά. Ανθρωποι που ανακαλύπτουν τη ζωώδη πλευρά τους, σε μια ιστορία που ξορκίζει τη διαφορετικότητα, λειτουργώντας ταυτόχρονα και ως μια coming of age ιστορία αποδοχής και βαθιάς συγκίνησης.
Και είναι αλήθεια πως κάπου στο φινάλε μετά από πολλές περιπέτειες και συγκρούσεις - χωρίς spoiler - η σχέση του Φρανσουά με τον Εμίλ θα έχει γίνει κάτι πιο δυνατό ακόμη και από το αίμα που μοιράζονται, σε μια γαλλική εκδοχή μιας αμερικάνικης σούπερ περιπέτειας που όσο κι αν βασίζεται στην «φανταστική» της ιδέα και τα εντυπωσιακά ειδικά εφέ, προτιμά, φιλοδοξεί και τέλος πάντων προσπαθεί για πολλή ώρα (σε αντίθεση με τα χολιγουντιανά πρότυπα πάνω στα οποία πατάει) να μείνει επικεντρωμένη στους χαρακτήρες.
Το πετυχαίνει, κυρίως λόγω της διαρκούς σωστής επιλογής του Ρομέν Ντουρίς (από τους πιο αποτελεσματικούς ηθοποιούς της γενιάς του και κάθε γενιάς τόσο στο δράμα, τόσο στο action, τόσο στην κωμωδία) και ενός ρυθμού που παίζει διαρκώς με τη συγκεχυμένη αίσθηση του θεατή, αν βλέπει κάτι που έχει εξαντληθεί ήδη από τα πρώτα δέκα λεπτά ή αν πρέπει να παραμείνει στη θέση του με μάτια ανοιχτά μέχρι το τέλος.
Οσο κι αν ο Καγιέ δεν χάνει την πυξίδα του, το ταξίδι του μέσα στο άγριο δάσος των ανθρώπινων προκαταλήψεων και του τρόμου της ενηλικίωσης (κυρίως από την πλευρά των γονιών) αποβαίνει συχνά και χωρίς προορισμό και χωρίς... ταξίδι, αφήνοντας μόνο την αλληγορία να δυναμώνει καθώς η ώρα περνά και τα ειδικά εφέ πια δεν αρκούν. Αρκετό θα έλεγε κανείς για μια έτσι κι αλλιώς ταυτόχρονα εύπεπτη και δύσκολη ταινία - υβρίδιο τελικά και η ίδια μέσα σε ένα κόσμο (κυρίως αυτόν του γαλλικού σινεμά) που δεν έχει αποφασίσει αν πρέπει να κοιτάζει τελικά με σταθερή συμπάθεια το «διαφορετικό» ή αν πρέπει να παραμένει σταθερά απαιτητικός με τους δημιουργούς που, αν μη τι άλλο, τολμούν.