Ο κύκλος είναι το τέλειο σχήμα, γιατί δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος, αλλά συμβολίζει ταυτόχρονα το πεπερασμένο και το άπειρο. Στον βουδισμό, ο κύκλος συμβολίζει την ολότητα και την αρμονία της ανθρώπινης ύπαρξης, την ολοκλήρωση και την αέναη πορεία σε αυτή. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ τοποθέτησε τον κύκλο στον τίτλο της δωδέκατης και προτελευταίας ταινίας του, αφού ο «Κόκκινος Κύκλος» εγκολπώνει και ολοκληρώνει όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του σινεμά του Γάλλου σκηνοθέτη. Κι ο συμβολισμός αυτός τερματίζεται, αν αναλογιστεί κανείς ότι τρία χρόνια μετά, ο Μελβίλ άφησε αδόκητα την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 55 χρονών, αφήνοντας αυτή την ταινία ως το τελευταίο του αριστούργημα.
Οπως το «Ο Δολοφόνος με το Αγγελικό Πρόσωπο» ξεκινούσε με ένα επινοημένο από τον Μελβίλ απόσπασμα από το Βιβλίο του Μπουσιντό, έτσι κι εδώ μια (επίσης επινοημένη) παραβολή του Βούδα προοικονομεί τον τόνο και την ατμόσφαιρα της ταινίας. Ο Βούδας, λοιπόν, χάραξε κάποτε με μία κόκκινη κιμωλία έναν κύκλο και είπε ότι «όταν είναι γραφτό να συναντηθούν οι άνθρωποι και να διασταυρωθούν οι πορείες τους, τότε εκείνη τη μέρα θα εισέλθουν σ’ αυτόν τον κόκκινο κύκλο».
Αυτή η νομοτέλεια και η αίσθηση του καρμικού και του μοιραίου, σε όλη της την τυχαιότητα και την αναπόφευκτη και προδιαγεγραμμένη κορύφωση, θα φέρει κοντά την ομάδα των ετερόκλητων πρωταγωνιστών της ταινίας του Μελβίλ. Ο διαρρήκτης Κορέι αποφυλακίζεται από τις φυλακές της Μασσαλίας λόγω καλής συμπεριφοράς, ήδη όμως έχει στα σκαριά το επόμενο σχέδιό του, μια ληστεία κοσμημάτων στο Παρίσι. Πριν μεταβεί εκεί, επισκέπτεται τον Ρίκο, πρώην αφεντικό του και αρχηγό του τοπικού υποκόσμου, και του ζητάει χρήματα και ένα όπλο, τα οποία αποσπά τελικά με τη βία, όταν εκείνος αρνηθεί. Ο υπόδικος Βοζέλ μεταφέρεται συνοδεία του αστυνομικού επιθεωρητή Ματέι από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Μασσαλίας στην γαλλική πρωτεύουσα, κατηγορούμενος για ένα απροσδιόριστο πολιτικό έγκλημα, καταφέρνει όμως να δραπετεύσει σπάζοντας και πηδώντας από το παράθυρο του τρένου. Στο ανθρωποκυνηγητό που θα εξαπολυθεί εναντίον του, ο Βοζέλ θα βρει τυχαία καταφύγιο στο πορτ μαγκαζ του Κορέϊ. Η αρχική εχθρότητα και δυσπιστία των δύο ανδρών θα μετατραπεί σε φιλία και θα αποφασίσουν να συνεργαστούν στο κόλπο με τα κοσμήματα. Στη συμμορία θα προστεθεί ο, γνωστός του Βοζέλ, Τζανσέν, ένας πρώην αστυνομικός, ειδικός στα όπλα και στη βαλλιστική, ο οποίος κατατρύχεται από τους δικούς του, προσωπικού δαίμονες. Όσο όμως οι τρεις άνδρες σχεδιάζουν την τέλεια διάρρηξη του κοσμηματοπωλείου της Πλατείας Βαντόμ, θα βρεθούν στο στόχαστρο τόσο του αστυνομικού Ματέι, όσο και της συμμορίας του Ρίκο, ο οποίος στέλνει τους άνδρες του να σκοτώσουν τον Κορέϊ, με συνδετικό κρίκο του κόσμου της παρανομίας και του κόσμου της έννομης τάξης τον Σαντί, ιδιοκτήρη ενός νάιτ κλαμπ, ο οποίος θα βρεθεί μπροστά στο ηθικό δίλημμα να γίνει πληροφοριοδότης και καρφί.
Με διάρκεια 140 λεπτά και πρωταγωνιστές τρεις από τους διασημότερους Ευρωπαίους σταρ της εποχής (Αλέν Ντελόν, Τζιάν Μαρία Βολοντέ και Ιβ Μοντάν) και έναν από τους πλέον αγαπημένους Γάλλους κωμικούς (Μπουρβίλ) στον κόντρα ρόλο του αστυνομικού Ματέι, το «Ο Κόκκινος Κύκλος» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το magnum opus του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, αφού όλες οι θεματικές που διατρέχουν το σύνολο της φιλμογραφίας του διαπλέκονται κι ενορχηστρώνονται με μία μοναδική αφηγηματική κι αισθητική ακρίβεια και λιτότητα. Ο Μελβίλ χαρτογραφεί έναν ολόκληρο, ανδροκρατούμενο κόσμο με τους δικούς του κανόνες και κώδικες τιμής, εναν κόσμο που έχει τη δική του ηθική τάξη, υπεράνω της καθεστηκυίας αντίληψης για το νόμιμο και το πρέπον. Μετατρέπει έτσι τους ήρωές του σε απονενοημένες ρομαντικές φιγούρες που κυκλοφορούν μέσα σε έναν μουντό (και για άλλη μια φορά έξοχα φωτογραφημένο από τον θρυλικό Ανρί Ντεκέ) κόσμο.
Ο Μελβίλ γίνεται κοινωνός της γοητείας που ανέκαθεν του ασκούσαν οι μορφές του υποκόσμου και αποτίνει εκ νέου φόρο τιμής στους κλασικούς ήρωες των γκανγκστερικών, ασπρόμαυρων ταινιών του Χόλιγουντ με τις οποίες γαλουχήθηκε και διαμόρφωσε το δικό του κινηματογραφικό ιδίωμα, μπολιάζοντας τις αναφορές του με το παραδοσιακό γαλλικό είδος του policier. Συντονίζει άψογα την γεωμετρικότητα των πλάνων με έναν ρυθμό που μοιάζει επιτακτικός και ράθυμος ταυτόχρονα, για να κορυφώσει μεθοδικά και σταδιακά τη δράση στην απαράμιλλη σκηνή της ληστείας, ένα εικοσιπεντάλεπτο μάθημα σκηνοθετικής μαεστρίας, βουτηγμένο μέσα στη σιωπή, το οποίο αντιγράφηκε έκτοτε ή έγινε σημείο αναφοράς από πολλούς μεταγενέστερους σκηνοθέτες. Σε ένα σύμπαν που οι λέξεις δεν έχουν καμία σημασία, καταφέρνει να αναδείξει μέσα από ένα πλήθος σημαντικών ή ασήμαντων λεπτομερειών τους χαρακτήρες του και τα ηθικά τους διλήμματα, χορογραφώντας ακόμα και την πιο παραμικρή κίνηση.
Η αγγελική μορφή και το παγωμένο, ανέκφραστο βλέμμα του Αλέν Ντελόν γίνονται και σ’ αυτή την ταινία ο ιδανικός καμβάς πάνω στον οποίο αντικατοπτρίζεται η πολυεπίπεδη στωικότητα του Μελβίλ. Ο Ιβ Μοντάν δίνει μια πιο ανθρώπινη και γήινη υπόσταση στον χαρακτήρα του Τζανσέν, μετατρέποντας τη συμμετοχή του στη ληστεία και την απεξάρτησή του από τις καταχρήσεις σε έναν υπαρξιακό αγώνα για την κατάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού. Ο Τζιάν Μαρία Βολοντέ, με τον οποίο ο Μελβίλ σύμφωνα με τις φήμες, αλλά και τις μεταγενέστερες δηλώσεις του, δεν είχε καθόλου καλή συνεργασία, αποτελεί στο ρόλο του Βοζέλ το μεσογειακό αντίβαρο στην απόκοσμη ψυχρότητα του Ντελόν, ενώ ο Μπουρβίλ ενσαρκώνει τον μοναχικό χαρακτήρα του αστυνομικού επιθεωρητή Ματέι με την εσωτερική θλίψη ενός ανθρώπου που έχει μάθει να υπηρετεί ευλαβικά το καθήκον.
Μία από τις πιο συναρπαστικές πτυχές της ταινίας, άλλωστε, είναι η αντίστιξη της μοναξιάς του επιθεωρητή Ματέι με τη συντροφικότητα και την ομαδικότητα της τριάδας των κακοποιών και κυρίως μεταξύ του Κορέι και του Βοζέλ. Ο πρώτος επιστρέφει σε ένα άδειο διαμέρισμα για να ταϊσει τις τρεις (ίσως όχι τυχαίος αριθμός) γάτες του, ενώ οι τελευταίοι δρουν με απολύτη αρμονία, συνεργασία και κατανόηση, όπως αυτή κορυφώνεται στη σκηνή της ληστείας, όπου ο ένας συμπληρώνει τις κινήσεις του άλλου. Το bromance ανάμεσα στον Κορέι και τον Βοζέλ γίνεται έκδηλο τόσο στην αρχική τους συνάντηση, όπου ένα κουτί σπίρτα οδηγεί στη γέννηση μιας υπεροχης φιλίας και η μουσική υπόκρουση του Ερίκ Ντεμαρσάν αποκτά ξαφνικά ένα ρομαντικό ξέσπασμα, όσο και στην αυτοθυσία καθενός για το χατήρι του άλλου.
Ο «Κόκκινος Κύκλος» έγινε δικαιολογημένα η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην καριέρα του Μελβίλ, ίσως λόγω της γοητείας που άσκησαν στο κοινό της εποχής οι πρωταγωνιστές της ή ίσως επειδή η αστική τάξη έχει διαχρονικά συλλογικό απωθημένο να γευτεί εκ του ασφαλούς τον κόσμο της παρανομίας και τους ιδιαίτερους κώδικές του μέσω της μεγάλης οθόνης. Σήμερα, και σχεδόν μισό αιώνα μετά την κυκλοφορία του, παραμένει μία κορυφαία αποκρυστάλλωση του οράματος του δημιουργού της.