Τίποτα από το παρελθόν και την ιστορία της Λόι Φούλερ δεν προμήνυε ότι θα γινόταν σύμβολο της Μπελ Επόκ, πόσο μάλλον χορεύτρια στην Όπερα του Παρισιού. Ακόμη και μπροστά στο φόβο του μόνιμου τραυματισμού ή της τύφλωσης, η φλογερή Λόι δε σταματούσε σε τίποτα, προκειμένου να τελειοποιήσει το χορό της. Η συνάντηση της με την Ισιδώρα Ντάνκαν, μιας νεαρής γεμάτη ταλέντο και φιλοδοξία, θα σημάνει την αρχή της πτώσης της.
Η Στέφανι Ντι Τζιούστο δεν κρύβει ότι πήρε αρκετές ελευθερίες προκειμένου όχι μόνο να κάνει την αληθινή ιστορία της Λόι Φούλερ πιο «κινηματογραφική», αλλά και να δώσει την ευκαιρία στην Σοκό, μια Γαλλίδα, να υποδυθεί μια ηρωίδα γεννημένη στην Αμερική. Η επιλογή της είναι αναμφίβολα δικαιολογημένη, αφού η πρωταγωνιστριά της, περισσότερο γνωστή μέχρι πριν λίγα χρόνια για την μουσική της καριέρα, αναδεικνύεται εδώ σε χαρισματική ηθοποιό, ιδανική για να ενσαρκώσει μια γυναίκα που έμοιαζε την ίδια στιγμή τόσο εύθραυστη όσο και γεμάτη δύναμη.
Στην καρδιά της «Χορεύτριας» βρίσκεται η αμετακίνητη απόφαση αυτής της γυναίκας να δημιουργήσει κάτι μοναδικό κι αθάνατο, μια εμπειρία που την ξεπερνά και υπερβαίνει τις δυνάμεις της. Κάπως έτσι το φιλμ λειτουργεί σαν μια παραβολή για την μέθη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά και για την αδηφάγα φύση της εμμονής, όμως το σενάριο του δεν βυθίζεται όσο βαθιά θα μπορούσε σε αυτές τις περιοχές αφού η επιφάνεια, η επιδερμίδα της ιστορίας μοιάζει να ενδιαφέρει την Ντι Τζιούστο περισσότερο από από τα βάθη της.
Ακόμη κι έτσι όμως, η προσωπικότητα της Φούλερ, η εποχή της, ο μαγευτικός χορός της που αναμφίβολα μαγνητίζουν τον φακό της κάμερας και τα μάτια του θεατή, συνθέτουν μια ιστορία που ο σκελετός της δεν μοιάζει καινούριος μα που η όψη της είναι σαγηνευτική και χορταστική. Mε δυο λόγια, ακόμη κι αν ξέρεις που ακριβώς πηγαίνει η ιστορία (δίχως να ξέρεις τίποτα για την ζωή της Φούλερ), δεν μπορείς παρά να πιαστείς στον ιστό της, να μπλεχτείς στα πέπλα της και να ακολουθήσεις τον ρυθμό και τα βηματά της.