Οπως οι περισσότερες ταινίες της τάσης των τελευταίων ετών που τείνουν να γεφυρώσουν το ανήσυχο arthouse σινεμά με τον καθαρόαιμο τρόμο (το «Σε Ακολουθεί» και το «Babadook» είναι δύο χαρακτηριστικά δείγματα που έρχονται στο μυαλό), η «Διαδοχή» είναι σχεδόν καταδικασμένη να διχάσει. Το hype που συνοδεύει το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Αρι Αστερ, ήδη από την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ του Σάντανς, μιλούσε προκαταβολικά για την πιο τρομακτική ταινία της χρονιάς, με πολλούς να καταφεύγουν σε συγκρίσεις με το «Μωρό της Ρόζμαρι» και τον «Εξορκιστή».
Οσοι όμως περιμένουν ένα συμβατικό φιλμ τρόμου το πιθανότερο είναι να απογοητευτούν: Προς τιμήν του, ο Αστερ αποφεύγει σχεδόν απόλυτα τις συνήθεις, δοκιμασμένες τεχνικές των απότομων ξαφνιασμάτων και του εμφατικού ηχητικού σχεδιασμού που συχνά καθορίζουν το σύγχρονο λεξιλόγιο του είδους. Αντ’ αυτού, κατασκευάζει μεθοδικά ένα φιλμ που καταφέρνει να τρυπώσει ύπουλα κάτω από το δέρμα σου κάνοντάς σε να αμφιβάλλεις για τα όσα βλέπεις, με τον ίδιο τρόπο που σταδιακά αμφισβητεί τη λογική, τον ρεαλισμό και την καθημερινότητα των χαρακτήρων του.
Μια οικογένεια με τα μέλη της μάλλον αποστασιοποιημένα μεταξύ τους, αλλά όχι πολύ διαφορετική από εκείνη της διπλανής πόρτας, οι Γκρέιαμ συνέρχονται από τον πρόσφατο θάνατο της αινιγματικής γιαγιάς της οικογένειας. Μιας γυναίκας με την οποία κανείς τους δεν δείχνει να είχε πραγματικά ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, αλλά που ο χαμός της μοιάζει με κάποιον τρόπο να έχει ξεκλειδώσει κάτι ανομολόγητο, δοκιμάζοντας σταδιακά τα όρια της ανοχής τους στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις αλλά και τις καθημερινές τους συνήθειες. Οταν μια δεύτερη, ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία χτυπά την οικογένεια, κινηματογραφημένη με έναν σχεδόν πρωτόγνωρα σοκαριστικό τρόπο, οι ισορροπίες εκτροχιάζονται χωρίς επιστροφή.
Η μητέρα που υποδύεται η Τόνι Κολέτ είναι αναμφίβολα εκείνη που δέχεται με τον πιο ανεξέλεγκτο και δραματικό τρόπο αυτήν την αλλαγή, και η Αυστραλέζα ηθοποιός την ερμηνεύει θριαμβευτικά, ισορροπώντας θαρραλέα ανάμεσα στην απόγνωση και την υστερία, την υπερβολή και μια βουβή αλλά εξοντωτική απελπισία. Και την ίδια στιγμή που το πρόσωπό της αποτυπώνει την κάθοδο της οικογένειάς της σε μια κόλαση αμφιβολίας και κλιμακούμενων εντάσεων, ο Αστερ χρησιμοποιεί το εύρημα της επαγγελματικής της ιδιότητας (είναι καλλιτέχνης αληθοφανών κουκλόσπιτων που κάποια στιγμή θα αρχίσουν να αντικατοπτρίζουν με ανατριχιαστικό τρόπο την πραγματική τους ζωή) για να εγκλωβίσει ακόμα πιο βαθιά κι ασφυκτικά τα μέλη της σε μια σειρά ενεργειών που μοιάζουν σχεδόν να ελέγχονται από μια αόρατη δύναμη.
Αν υπάρχει όντως μια ουσιώδης αντιστοιχία με το «Μωρό της Ρόζμαρι», αυτή είναι ο σπόρος της αμφιβολίας που παραπλανητικά σπέρνει η «Διαδοχή» στο μυαλό του θεατή για το κατά πόσο όσα βλέπουμε είναι αληθινά ή αποτέλεσμα της ευάλωτης ψυχικής κατάστασης της ηρωίδας. Οπως και ο Πολάνσκι, ο Αστερ δίνει τελικά την απάντησή του, αποκαλύπτοντας σταδιακά τα μυστικά που ορίζουν τη μοίρα των Γκρέιαμ, και μολονότι η μεταφυσική μεταστροφή του δεν φαντάζει πάντοτε ολότελα οργανική, δεν χάνει ποτέ την επαφή της με την αληθινή φρίκη, τη συναισθηματική αγριότητα και την αρρωστημένη ατμόσφαιρα που δυνητικά φωλιάζουν σε κάθε οικογένεια. Πώς ανταποκρινόμαστε στη θλίψη ή στην απουσία της; Είμαστε άραγε καταδικασμένοι να μεταμορφωθούμε στα «τέρατα» που μας μεγάλωσαν; Υπάρχει πιθανότητα να ξεφύγουμε από τη σκοτεινή κληρονομιά μας; Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά…
Ο Αστερ κορυφώνει επιβλητικά την κυριολεκτική ερμηνεία της παραπάνω ρήσης με μια σειρά από ακραίες, ενίοτε κωμικοτραγικά γκροτέσκες εικόνες, όμως ο πραγματικός εφιάλτης και ο πιο αναπόδραστος τρόμος κρύβεται στο οικείο, σε ένα αβάσταχτα άβολο δείπνο ή μια παρορμητική στιχομυθία. Σε εκείνες τις στιγμές όπου η ένταση, το πένθος και τα καταπιεσμένα συναισθήματα μεταμορφώνονται σε έναν διαβολικό οδηγό για να ξεστομιστούν οι πιο φρικτές αλήθειες.