Ο Κάι είναι ένας μυστηριώδης άνδρας, ο οποίος φαίνεται να έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή στη ζούγκλα. Μια μέρα, όπως περπατάει στο φυσικό του περιβάλλον συναντά ένα μικρό ράντσο καπνού. Εκεί γνωρίζει τον ιδιοκτήτη του Ζουάο και την πανέμορφη κόρη του Βάνια. Την ίδια νύχτα, γίνεται επίθεση στο ράντσο. Οι εισβολείς σκοτώνουν τον Ζουάο και απαγάγουν βίαια την κόρη του. Η Βάνια είναι απελπισμένη, αδυνατώντας να ξεπεράσει την άγρια δολοφονία του πατέρα της. Ο Κάι παραμένει κρυμμένος και βάζει στόχο να βρει τους απαγωγείς και να σώσει τη Βάνια.

Αυτό το λατινοαμερικάνικο γουέστερν είναι πλούσιο σε μεταφυσικές αναφορές και καλοδεχούμενες οικολογικές ανησυχίες, αλλά πολύ ισχνό στους χαρακτήρες και την ιστορία του για να αποκτήσει το εκτόπισμα που θα μπορούσε ή θα ήθελε να έχει.

Το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας κινείται μεταξύ ενός υπαρκτού προσώπου κι ενός πνεύματος του ποταμού από τον οποίο βγαίνει για να βοηθήσει την κόρη ενός γαιοκτήμονα σε κίνδυνο, θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον εύρημα αν η ταινία έπαιρνε μια απόφαση για το τι ακριβώς θέλει να κάνει με αυτό. Ομως σε όλη την διάρκεια του, το φιλμ του Πάμπλο Φεντρίκ μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ατμόσφαιρα και την πιστή αναπαράσταση του κώδικα ενός σπαγγέτι γουέστερν -από το ντεκουπάζ μέχρι την χρήση της μουσικής- έχοντας τους χαρακτήρες απλά ως εργαλεία για την προώθηση της πλοκής.

Τα πλάνα της ζούγκλας, συναρπαστικά φωτογραφημένα, από την αχανή, χαώδη βλάστηση μέχρι τα μικροσκοπικά ζωύφια που σέρνονται στο έδαφος του δάσους, μοιάζουν να ενδιαφέρουν περισσότερο το φιλμ, απ΄ όσο μια τρισδιάστατη, πειστική απεικόνιση των χαρακτήρων, των κινήτρων της δυναμικής τους.

Και το μεταφυσικό επίπεδο της ιστορίας, αυτό που εκπροσωπεί όχι μόνο ο ξυπόλητος, γυμνόστηθος, ποταμίσιος ήρωας του, μα κι ένας ιαγουάρος, που κι αυτός όπως και οι χωρικοί βλέπει το ζωτικό του περιβάλλον και μαζί την ύπαρξή του να απειλείται, μοιάζει να μένει επίσης μετέωρο κάπου ανάμεσα στον υπαινιγμό και την ουσιαστική του ανάπτυξη.

Κάπως έτσι το «Στις Φλόγες του Ερωτα» δεν κατορθώνει να πάρει φωτιά, παραμένοντας μια άσκηση ύφους που δεν ανεβάζει ποτέ την ένταση στα επίπεδα που μοιάζει να υπόσχεται και στα οποία μάταια προσπαθεί να το φέρει η σχεδόν επική μουσική υπόκρουση, που δεν σε αφήνει να ξεχάσεις τις αναφορές και τις προθέσεις αυτού του ατμοσφαιρικού μα μάλλον κούφιου φιλμ.