Δυστυχώς, καθώς περνάει ο καιρός, τα κατασκοπικά θρίλερ γίνονται ολοένα και πιο τυποποιημένα. Σπάνια ενδιαφέρονται να διαφοροποιηθούν απο τη μάζα, την οποία προσπαθούν μάλλον να αντιγράψουν, καθώς κάθε ταινία μοιάζει σχεδόν ίδια και απαράλλαχτη με μια που μπορεί να έχεις δει καιρό πριν.

Κάτι τέτοιο μοιάζει να είναι και ο «Αρχηγός των Κατασκόπων». Μια ταινία η οποία αν και θέλει να είναι λίγο πιο old school, παραμένει τόσο κλισέ και προβλέψιμη μέχρι το φινάλε της, χωρίς να διαφέρει στο παραμικρό από τις αμέτρητες ταινίες του είδους των τελευταίων ετών.

Ο Μπεν Μαλόι είναι ένας διαλυμένος άντρας. Πρώην αρχηγός επιχειρήσεων της CIA στην Ευρώπη, ο Μπεν βλέπει τον κόσμο του να γκρεμίζεται μετά τον τραγικό θάνατο της γυναίκας του, μίας πρώην μυστικού πράκτορα. Αλλά όταν λάβει κωδικοποιημένες πληροφορίες που υποδηλώνουν ότι ο θάνατος της γυναίκας του μπορεί να μην ήταν ατύχημα, ο Μπεν επιστρέφει στον σκοτεινό υπόκοσμο της ανατολικής Ευρώπης. Εκεί ενώνει τις δυνάμεις του με έναν πρώην αντίπαλο για να αποκαλύψει τη συνομωσία που μπορεί να ανατρέψει όλα όσα νόμιζε ότι γνώριζε για τη γυναίκα του και την Υπηρεσία στην οποία εργάστηκε για πάνω από 20 χρόνια.

Διαβάζοντας την πλοκή της θα μπορούσε άνετα να πιστέψει κανείς πως πρόκειται για μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Λίαμ Νίσον. Και η αλήθεια είναι πως άνετα θα μπορούσε να είναι (αν και εδώ πρωταγωνιστεί ο Αάρον Εκχαρτ, του οποίου η καριέρα ακολουθεί ένα παρόμοιο μονοπάτι με εκείνη του Νίσον), μιας και ακολουθεί ακριβώς το ίδιο μοτίβο με τις ταινίες του – πράκτορας ο οποίος προδίδεται ανακαλύπτει συνομωσίες και τις ξεσκεπάζει.

Διαβάζοντας και μόνο κανείς την πλοκή της, πόσω μάλλον βλέποντάς την, μπορεί να καταλάβει τις ανατροπές να έρχονται από μίλια μακρία, με το σασπένς να λείπει από την αρχή, τη δράση τόσο προβλέψιμη και αδιάφορη που ποτέ δεν σε κάνει να ενδιαφερθείς για το τι βλέπεις στην οθόνη, ενώ οι χαρακτήρες ποτέ δεν ξεπερνούν τη χάρτινη και μονοδιάστατη φιγούρα τους.

Σε αυτό δεν βοηθά και το σενάριο το οποίο γεμίζει με θεωρίες συνομωσίας, που μετατρέπονται γρήγορα σε ό,τι πιο κλισέ μπορεί κάποιος να φανταστεί, αλλά και σεναριακές ευκολίες που μόνο σκοπό έχουν το να ξελασκάρουν την πλοκή καθώς αρχίζει σταδιακά και με μέτρο να βαλτώνει ολοένα και περισσότερο.

Ολα αυτά συνθέτουν μια ταινία η οποία πότε δεν θα σε κάνει να ενδιαφερθείς για τη ιστορία και τους χαρακτήρες της, και μοιάζει περισσότερο με κάτι που θα περίμενες να βγει σε μια πλατφόρμα παρά στο σινεμά. Αλλά να τελικά που κι εδώ η ανατροπή δεν είναι και πάντα η καλύτερη.