Η αλήθεια είναι πως ο Στίβεν Σόντερμπεργκ είναι ένας από τους πιο ανήσυχους σκηνοθέτες εκεί έξω, στον οποίο αρέσει να πειραματίζεται με διάφορα είδη στην, αρκετά πλούσια, φιλμογραφία του. Ετσι μετά από το, μικρό φαινομενικά, πέρασμά του στον τρόμο με την ταινία «Presence», ο Σόντερμπεργκ επιστρέφει με ένα κατασκοπικό δράμα με τίτλο «Σκιές στο Σκοτάδι» που, αν και χτίζεται πάνω σε κλασικές φόρμες του είδους, εξερευνά τις ανθρώπινες σχέσεις και τα ηθικά διλήμματα που τις καθορίζουν.
Η πλοκή της ταινίας, εκ πρώτης, μοιάζει με τις περισσότερες κατασκοπικές ταινίες, καθώς όταν η κατάσκοπος Κάθριν Γούντχαους θεωρείται ύποπτη για προδοσία κατά της χώρας, ο σύζυγός της - και επίσης θρυλικός πράκτορας - έρχεται αντιμέτωπος με τη μεγαλύτερη δοκιμασία: να παραμείνει πιστός στον γάμο του ή στην πατρίδα του;
Ομως οι «Σκιές στο Σκοτάδι» δεν είναι απλώς ένα κατασκοπικό θρίλερ, αλλά ούτε ένα πιο σύγχρονο «Κύριος και Κυρία Σμιθ». Πίσω από αυτό το υπέροχα διασκεδαστικό γαϊτανάκι μεταξύ κατασκόπων, μυστηρίου και προδοσιών, πρόκειται για μια ταινία που εξετάζει τις λεπτές ισορροπίες των προσωπικών σχέσεων, θέτοντας δύσκολες ερωτήσεις για το τι σημαίνει πραγματικά η πίστη και η αφοσίωση. Ο Σόντερμπεργκ παραμένει ένας μάστορας της οπτικής αφήγησης. Η κάμερά του λειτουργεί σαν αόρατος κατάσκοπος: παρακολουθεί διακριτικά, αποτυπώνει πρόσωπα κατακερματισμένα από τον φόβο, τον θυμό και την προδοσία. Η κινηματογράφησή του αποφεύγει τους εντυπωσιασμούς της υπερβολικής δράσης, αλλά παραμένει απόλυτα στιλάτη, επιλέγοντας μια πιο γειωμένη προσέγγιση, που όμως δεν στερείται καθόλου την ενέργεια και την ένταση των ταινιών αυτών.
Ο Σόντερμπεργκ χρησιμοποιεί την κάμερα με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύσει τη μόνιμη αίσθηση παράνοιας και καχυποψίας. Ολο αυτό υποστηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σκοτεινή φωτογραφία και τη διακριτική αλλά επιβλητική μουσική, που συνοδεύει με ακρίβεια τη δράση και το σασπένς. Επιλέγει έναν ρεαλιστικό, σχεδόν ψυχρό τόνο, εστιάζοντας περισσότερο στις ψυχολογικές επιπτώσεις των γεγονότων παρά στην απλή καταγραφή των κατασκοπικών μηχανορραφιών, με τις σκοτεινές σκιές και τα μουντά χρώματα να κυριαρχούν, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου η αλήθεια και το ψέμα συγχέονται διαρκώς. Γνωρίζει πώς να χτίζει ατμόσφαιρα χωρίς να γίνεται ποτέ επιδεικτικός, επιτρέποντας στις εικόνες και στις ερμηνείες να μιλήσουν από μόνες τους.
Το σενάριο του Ντέιβιντ Κεπ, το οποίο φαίνεται πως επηρεάστηκε μάλλον από τα βιβλία του Τζον Λε Καρέ παρά τις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, επιτυγχάνει κάτι σπάνιο: να συνδυάσει την αφηγηματική ένταση ενός θρίλερ με μια βαθύτερη υπαρξιακή αναζήτηση. Ο κεντρικός άξονας της ιστορίας είναι το ηθικό δίλημμα του Τζορτζ. Πρέπει να εμπιστευτεί τη γυναίκα του όταν οι αποδείξεις στρέφονται εναντίον της ή να θυσιάσει την προσωπική του ζωή για το «γενικό καλό»; Η ταινία θέτει ερωτήματα που υπερβαίνουν τη συμβατική δομή του θρίλερ. Πόσο εύκολο είναι να θυσιάσεις τους ανθρώπους που αγαπάς για έναν «ανώτερο σκοπό»; Και, εν τέλει, τι σημαίνει πίστη όταν όλα γύρω σου καταρρέουν; Αυτές οι ερωτήσεις καθιστούν την ταινία περισσότερο από ένα απλό κατασκοπικό θρίλερ — το μετατρέπουν σε μια ελεγεία πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις και τα όριά τους.
Βέβαια όλα αυτά θα μπορούσαν να κατέρρεαν εάν στην καρδιά της ταινία δεν υπήρχε αυτή η υπέροχη χημεία μεταξύ του Μάικλ Φασμπέντερ και της Κέιτ Μπλάνσετ. Η χημεία τους είναι απτή και καθοριστική για την επιτυχία της ταινίας. Δεν παρακολουθούμε απλώς δύο ανθρώπους που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε μια κατασκοπική ίντριγκα. Παρακολουθούμε δύο ανθρώπους που αγωνίζονται να σώσουν τη σχέση τους ενώ βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε έναν κόσμο όπου η εμπιστοσύνη μοιάζει πολυτέλεια. Η Μπλάνσετ και ο Φασμπέντερ δεν λειτουργούν σαν ήρωες ενός κατασκοπικού δράματος, αλλά σαν δύο καταρρακωμένοι άνθρωποι που αναζητούν απεγνωσμένα την αλήθεια — για τον εαυτό τους και για τον άλλον. Η απελπισία και η ελπίδα συνυπάρχουν σε κάθε διάλογό τους, σε κάθε βλέμμα που ανταλλάσσουν.
Οι Σόντερμπεργκ και Κεπ αποδεικνύουν με την ταινία αυτή πως είναι ένα δυναμικό δίδυμο. Δημιουργούν ένα στιλάτο, γεμάτο αυτοπεποίθηση και τρελά διασκεδαστικό κατασκοπευτικό θρίλερ για τις σχέσεις μεταξύ τριών ζευγαριών που δουλεύουν στο ίδιο βρετανικό γραφείο πληροφοριών, εξετάζοντας τις δυναμικές και τα ελαττώματά τους μέσα από σεξ, ψέματα και κατασκοπείες. Και το αποτέλεσμα είναι κάτι που σε αφήνει απόλυτα ικανοποιημένο.