Φαινομενικά τίποτα πρωτότυπο δεν συμβαίνει στη νέα ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ που μοιάζει σαν δεκάδες άλλες ίδιες ταινίες με στοιχειωμένα σπίτια.
Εδώ μια τετραμελής οικογένεια φτάνει στο καινούριο της σπίτι, αναγκαία νέα σελίδα στη ζωή τους μετά από τις αγωνίες, τα μυστικά, τις μύχιες σκέψεις που κατατρέχουν το καθένα από τα μέλη της. Η έφηβη κόρη θρηνεί το θάνατο της καλύτερης της φίλης, η μάνα παραμένει ψυχρή απέναντι στην ψυχολογική κατάσταση της κόρης της, προκρίνοντας πάντα ως προτεραιότητα τον καλομαθημένο γιο της και ο σύζυγος βρίσκεται ανάμεσα σε μια δικαστική μάχη και την επιθυμία του να χωρίσει.
Επιρρεπής στους (σε όλο το εύρος από τους πετυχημένους μέχρι τους ατελέσφορους) πειραματισμούς, ο υπερ-παραγωγικός Στίβεν Σόντερμπεργκ που βαριέται να περιμένει για να κάνει μια ταινία μεγάλου budget και ολοκληρώνει κάθε τόσο μικρά φιλμικά πειράματα, παίρνει εδώ τα κλισέ του είδους, αφού φυσικά η οικογένεια δεν είναι μόνη της στο σπίτι και σκηνοθετεί ολόκληρη την ταινία από το βλέμμα της «παρουσίας» του τίτλου που παρακολουθεί τη ζωή της μελών της.
Και έτσι το «Presence» που δεν μοιάζει αρχικά, γίνεται μια πρωτότυπη ταινία που πατάει διαρκώς με γυμνά πόδια στο ναρκοπέδιο των κλισέ του είδους, αποφεύγοντας τα περισσότερα από αυτά. Στη διαδρομή κερδίζει πολλά από την αφαιρετική γραφή του ικανού σεναριογράφου Ντέιβιντ Κεπ (που εδώ πειραματίζεται κι αυτός, πάνω σε μια αρχική ιδέα του Σόντερμπεργκ, στη δεύτερη συνεργασία τους μετά το επίσης στα όρια του πειραματισμού «Kimi»), χάνει όμως σχεδόν κι άλλα τόσα καθώς δημιουργεί προσδοκίες που επαληθεύονται μόνο εγκεφαλικά και ουδόλως σε επίπεδο δράσης.
Χωρίς spoilers - και αν αποφασίσετε να δείτε την ταινία μην διαβάσετε τίποτα περισσότερο για αυτήν - αυτό που συμβαίνει από τη μέση σχεδόν της ταινίας και κορυφώνεται στο αινιγματικό, αλλά σχεδόν ενθουσιαστικό φινάλε, η αίσθηση πως αυτό που βλέπεις δεν είναι μια απλή ταινία (γυρισμένη σε 11 ημέρες) μέσα σε ένα σπίτι, αλλά μια μικρή - αλλά ικανή - σπουδή πάνω στις οικογενειακές σχέσεις και μαζί ένα συγκινητικό φιλμ φαντασμάτων, είναι αυτό στο οποίο ποντάρουν οι δύο δημιουργοί του. Δικαίως, αφού ακόμη και με ισχνή δραματουργία, η αγωνία είναι παρούσα και το παιχνίδι με το P(oint)O(f)V(iew) της «παρουσίας» καταφέρνει να λειτουργήσει και εκτός βλέμματος θεατή, περισσότερο σαν μια ματιά σε ένα παράλληλο ή ένα σύμπαν μέσα στο σύμπαν.
Περισσότερο μια ταινία που θα ήθελες να ξαναδείς μόλις τελειώσει (για να κατανοήσεις ακριβώς και την ανατροπή της και να συζητήσεις διεξοδικά γι’ αυτήν), παρά μια ολοκληρωμένη σπουδή πάνω στον κινηματογραφικό τρόμο, το «Presence» είναι μια μικρή απόπειρα για κάτι μεγαλύτερο ή μια μεγάλη απόπειρα για κάτι μικρότερο. Οι δυσαναλογίες ανάμεσα στον ψυχολογικό και τον δραματουργικό χειρισμό σεναρίου, σκηνοθεσίας (και φωτογραφίας που υπογράφει με ψευδώνυμο ο ίδιος ο Σόντερμπεργκ) μοιάζουν εδώ με το πραγματικό ναρκοπέδιο πάνω στο οποίο πατάει ο Σόντερμπεργκ, ο οποίος κάνει τα πάντα να μοιάζουν εύκολα. Oχι απαραίτητα όμως και ικανοποιητικά τελέσφορα…