Με λαμπρή οικογενειακή παράδοση στο επάγγελμα του... κλόουν, ο Xαβιέ, καταλήγει στην δεκαετία του 70, θλιμμένος παλιάτσος σε ένα τσίρκο της Μαδρίτης. Τα οικογενειακά του φαντάσματα, η φυλάκιση του πατέρα του από το καθεστώς του Φράνκά και τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας, βρίσκουν εύφορο χώμα να μεγαλώσουν στην καινούρια του «οικογένεια». Καταλύτης, η όμορφη ακροβάτισσα .Νατάλια, ο Χαβιέ την ερωτεύεται παράφορα, αλλά εκείνη δεν μπορεί να ξεφύγει από την αρρωστημένη ερωτική σχέση που διατηρεί με τον «αστείο» κλόουν και αφεντικό του τσίρκου.
Η παραπάνω περιγραφή της ιστορίας, μοιάζει απλά με το φασόλι που θα φυτρώσει για να μεταμορφωθεί σε ένα αλλόκοτο τεράστιο φυτό, μια αληθινή saga βίας, πολιτικής, σουρεαλισμού, γκροτέσκου χιούμορ, συναρπαστικών εικόνων, εξωφρενικών καταστάσεων και ασυγκράτητων κινηματογραφικών αναφορών. Ο Άλεξ ντε λα Ινγκλέσια, είναι ένας σκηνοθέτης που το σύμπαν του κατοικείται από b movie εμμονές, και ο ίδιος διακατέχεται από μια χαρακτηριστική ανυπακοή σε κάθε κανόνα του καθώς πρέπει σινεμά, ένας δημιουργός που μπορεί να περιγραφεί με πολλά επίθετα, εκτός από λέξεις όπως «μετριοπαθής», «χλιαρός» ή «μετρημένος».
Ακόμη κι έτσι όμως, εδώ μοιάζει με αφηνιασμένο ελέφαντα, στον τρόπο που τσαλαπατά κάθε προσδοκία ή φόβο του θεατή, φτιάχνοντας μια ταινία που δεν μπορείς παρά να την θαυμάσεις. Και να δυσκολευτείς να την ανεχτείς. Από την πρώτη σκηνή όπου ένας θίασος του τσίρκου στρατολογείται από τους αντάρτες για μια μάχη εναντίον του τακτικού στρατού κι ο κλόουν πατέρας του ήρωα, σπέρνει τον τρόμο κραδαίνοντας ένα ματσέτε, είναι σαφές πως η ταινία κατορθώνει να χωρά το μεγαλειώδες και το αποκρουστικό συχνά στο ίδιο πλάνο. Και δεν αρκείται σε αυτό!
Όταν η ιστορία θα προχωρήσει στον χρόνο, στον ενήλικο πια γιο εκείνου του κλόουν και στην ζωή του στο θίασο του τσίρκου, το ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στο πολιτικό σχόλιο, την προσωπική τραγωδία, το ρομαντικό δράμα, την pulp αισθητική και τον ανερυθρίαστο χαβαλέ, θα γίνει κυριολεκτικά ανεξέλεγκτο. Η μόνη σταθερά του φιλμ από την αρχή ως το τέλος, θα παραμείνει η ύπαρξη ενός διεστραμμένα larger than life οράματος για τα σύνδρομα της σύγχρονης ισπανικής ιστορίας, που κατορθώνει να μπλέκει αληθινά γεγονότα με εξωφρενικά σενάρια υπερβολής, και να γεννήσει μέσα από αυτό τον παράξενο συνδυασμό, μια ταινία που δεν μοιάζει με τίποτα που έχεις ξαναδεί.
Αναμφίβολα η «Τελευταία Ακροβάτης της Μαδρίτης», μοιάζει με το magnum opus του Ιγκλέσια, αλλά ακόμη κι αν κέρδισε (απόλυτα δικαιολογημένα) το βραβείο σκηνοθεσίας πέρσι στη Βενετία, μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να του φέρει καινούριους οπαδούς -πόσο μάλλον φίλους. Διότι η αποτελεσματικότητα του πειράματός του πάνω στις αντοχές του θεατή είναι τόση, ώστε νιώθεις σαν να βλέπεις την ταινία καθισμένος σε ηλεκτρική καρέκλα, που κάθε τόσο προσφέρει μικρά ή μεγαλύτερα σοκ. Ή γιατί η ξέφρενη κούρσα του Ιγκλέσια προς κάτι που θα μπορούσε να είναι κάτι αληθινά μεγαλειώδες, καταλήγει να σκοντάφτει στις ίδιες τις εμμονές της, και την παντελή έλλειψη υπακοής, σε κανόνες -κάτι που ξεκινά σαν ένα αναρχικά ιδιοφυές εύρημα, αλλά καταλήγει απλά εξουθενωτικό.
Ακόμη κι έτσι όμως, ή ίσως κι ακριβώς γι αυτό, το φιλμ είναι αξιοθαύμαστο, γεμάτο εικόνες που σου μένουν καρφωμένες στο μυαλό, (ακόμη κι αν πολλές από αυτές θα ήθελες απλά να εξαφανιστούν) και παραμένει μια σαφέστατη δήλωση κινηματογραφικών guts από έναν σκηνοθέτη που μέχρι σήμερα ελάχιστοι έμοιαζαν να έχουν εκτιμήσει: Ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια, έμοιαζε πάντα, σαν τον ήρωά του: ένας αιματοβαμμένος κλόουν που δεν ήσουν σίγουρος αν πρέπει να τον πάρεις στα σοβαρά ή να γελάσεις μαζί του. Τώρα ξέρεις...