Δύο κωφοί ομοζυγωτικοί δίδυμοι, ο Γκεζίμ και ο Αγκίμ, ζουν στο ίδιο διαμέρισμα. Μοιράζονται τα πάντα: από τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις μέχρι το ίδιο κρεβάτι, ακόμη κι όταν στο σπίτι μένει κάποια βράδια η κοπέλα του Γκεζίμ, η Ανα. Την καθημερινότητά τους θα διακόψει ένα παρά λίγο ατύχημα με το αυτοκίνητο που οφείλεται στην όραση του Αγκίμ. Η επίσκεψη στο γιατρό θα είναι αποκαλυπτική, καθώς ο Αγκίμ πάσχει από μια πολύ σπάνια αρρώστια και χάνει την όραση του και πολύ σύντομα θα ακολουθήσει και ο Γκεζίμ.
Σε μια δίνη απελπισίας, καθώς χάνεται οριστικά οποιαδήποτε επαφή τους με τον έξω κόσμο, τα δύο αδέλφια θα αποφασίσουν να μείνουν μαζί και να μην εγκαταλείψει ποτέ ο ένας τον άλλον, όπως ακριβώς είχαν υποσχεθεί στους γονείς τους.
Η παραπάνω περιγραφή είναι περίπου και ό,τι συμβαίνει στην ταινία του Γκέντιαν Κότσι από τα Τίρανα (οι πιο φεστιβαλικοί θα θυμούνται το «Daybreak» του 2017 με την Ορνέλα Καπετάνι, που ήταν και η επίσημη υποψηφιότητα της Αλβανίας για το Οσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας), πάλι εδώ όπως και σε εκείνη την ταινία, σε συμπαραγωγή με την Ελλάδα (Graal) και ανάμεσα στους Ελληνες συντελεστές το Ηλία Αδάμη στην Διεύθυνση Φωτογραφίας και τη Μυρτώ Καρρά στο μοντάζ.
Χωρίς εξάρσεις, με λάιτ μοτίφ την ησυχία που έτσι κι αλλιώς προκύπτει από το πρωταγωνιστικό ζευγάρι των δύο αδελφιών και με μια διάθεση περισσότερο υπαρξιακή παρά δραματική, σε στιγμές και αποδραματοποιημένη, η ταινία του Κότσι ακολουθεί ως πυξίδα τα δύο αδέλφια (που υποδύονται οι πραγματικοί δίδυμοι από την Πορτογαλία, Εντγκαρ και Ραφαέλ Μοραϊς) και επιχειρεί διαδρομές σε δύσκολα, ριψοκίνδυνα μονοπάτια που αγγίζουν θέματα ταυτότητας, εμπιστοσύνης, αγάπης και επικοινωνίας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ένας θα βοηθήσει τον άλλον, οι συγκρούσεις που προκύπτουν έτσι κι αλλιώς μεταξύ τους, ο ρόλος - κλειδί της Ανα που γίνεται η δίοδός τους με τους άλλους, η σωματική απόγνωση και οι αισθήσεις που χάνονται σαν να σβήνονται μία-μία από το μεγάλο χαρτί της ύπαρξης, όλα είναι σελίδες μιας ταινίας σαν διήγημα, που με φόντο το αστικό αλλά και φυσικό τοπίο της Αλβανίας ολοκληρώνει μια ιστορία που βασίζεται σε κάτι που συνέβη στ' αλήθεια - ακόμη μια απόδειξη πως η ζωή δεν έχει να ζηλέψει και πολλά από το σινεμά.
Η επιλογή μιας χαμηλόφωνης αφήγησης, που με μάλλον υπερβολική διακριτικότητα ξεδιπλώνει μια εν δυνάμει τραγωδία, λειτουργεί στις λεπτές διακυμάνσεις των διαπροσωπικών σχέσεων των τριών ηρώων, όχι όμως και στον αντίκτυπο που έχουν αυτές στον θεατή, ο οποίος μετά από τον δυνατό πρόλογο, νιώθει έντονα το στοιχείο της επανάληψης. O Κότσι στήνει την ιστορία του σε υπέροχο ολόφωτο σκηνικό (που φωτογραφίζει διάφανα ο Ηλίας Αδάμης) ως αντιδιαστολή στο σκοτάδι όπου βυθίζονται τα δύο αδέλφια, επιλέγοντας μια διαδρομή που ισορροπεί ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αλληγορία. Η συγκίνηση είναι καθαρή, αλλά, μιλώντας για αισθήσεις, όχι αισθητή, σαν ένα φλιτζάνι που πέφτει στο πάτωμα και σπάει, αλλά για λίγο και μόνο για μια ειδική περίπτωση - ευτυχώς - δεν σημαίνει απολύτως τίποτα.