Το «Επιτρέπεται να πέφτεις, επιβάλλεται να σηκωθείς» που διεκδικεί ως πατρότητα ο ποδοσφαιριστής Πάμπλο Γκαρσία ακούγεται πολύ νωρίς στην ταινία, όταν σε μια ραδιοφωνική εκπομπή ρωτούν τον ίδιο τον Νίκο Τριανταφυλλίδη τι τίτλο θα έδινε σε μια ενδεχόμενη ταινία για τον ΠΑΟΚ...
90 λεπτά (και χρόνια...) μετά, μπορείς πλέον να περιγράψεις το «90 Χρόνια ΠΑΟΚ - Νοσταλγώντας το Μέλλον» ως μια ιστορία συνεχούς πτώσης και ανόδου, ένα καθαρόαιμο ροκ 'ν' ρολ φιλμ για καταραμένους ήρωες, μια ιστορία φτιαγμένη από πρώτες ύλες τη θλίψη, την πίστη, τη συγκίνηση, την αφοσίωση, την ανεξαρτησία. Και αυτό όχι καταχρηστικά, επειδή συνηθίσαμε να συνδέουμε κάθε πράξη (φιλμική ή όχι) του Νίκου Τριανταφυλλίδη με την αγάπη του για το ροκ, τους αντιήρωες αυτής της ζωής, την και πέρα από τον... αισθηματία σκηνοθέτη πορωμένη θεώρησή του για το πώς πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στα πράγματα που αγαπάμε.
Το ντοκιμαντέρ που ο Νίκος Τριανταφυλλίδης άφησε ημιτελές για να το ολοκληρώσει η σκηνοθέτης, παραγωγός και σύντροφός του, Μαρίνα Δανέζη φεύγοντας από αυτή τη ζωή τον περασμένο Ιούνιο είναι φτιαγμένο με αγάπη. Με την αγάπη αυτή ενός οπαδού που περισσότερο από το να ανέβει στα κάγκελα και να φωνάξει δυνατά το όνομα της ομάδας του, θέλει να διαβάσει, να μάθει, να ακούσει γι' αυτήν και να καταλάβει ίσως έτσι από που πηγάζει αυτή η αγάπη - και πως μπορεί αυτή να μοιραστεί και πιο έξω, έξω από ΠΑΕ και Προέδρους, έξω από «φάσεις» που θυμούνται μόνο οι φανατικοί, έξω από τη στενή έννοια ενός ντοκιμαντέρ για της ιστορία μιας ποδοσφαιρικής ομάδας.
Η ιδιαιτερότητα του ΠΑΟΚ και όλα όσα ορίζουν ακόμη και σήμερα την πορεία του, κρύβεται όλη στη δημιουργία της μιας ομάδα που «φτιάχτηκε από θλίψη». Δεν είναι τυχαίο ότι για τα τουλάχιστον είκοσι πρώτα λεπτά της ταινίας συντελείται κάτι πραγματικά συνταρακτικό.
Οι πρόσφυγες που φτάνουν στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ενώνονται με τις εικόνες των προσφύγων στην Ειδομένη και η Θεσσαλονίκη του σήμερα γίνεται ένα με την πόλη που έγραφε την ιστορία της πάνω σε ανθρώπινες ιστορίες απώλειας και επανεφεύρεσης της έννοιας της πατρίδας. Ανθρωποι που έπαιζαν ποδόσφαιρο με μακριές φανέλες και βαριά παπούτσια σε λασπωμένα αυτοσχέδια γήπεδα θυμούνται με δάκρυα στα μάτια όχι μόνο την ιστορία μιας ομάδας αλλά και μιας πόλης και μιας χώρας που σηκώθηκε πολλές φορές για να ξαναπέφτει ξανά και ξανά. Εικόνες από θριάμβους, μνήμες, θανάτους και γεννήσεις... Και μαζί η σκέψη πως πίσω από την κάμερα - πότε πότε ακούγεται και η φωνή του σαν μικρού παιδιού - βρίσκεται ο Νίκος Τριανταφυλλίδης.
To συγκινησιακό φορτίο είναι μεγάλο, όχι μόνο για τους παλαίμαχους ποδοσφαιριστές και οπαδούς του ΠΑΟΚ (οι δύο πιο συγκινητικές μορφές είναι ο Νότης Τσίντογλου και ο Λάμπης Κουιρουκίδης), αλλά και για όλους όσους μιλούν στην ταινία σε μια αφήγηση που ξετυλίγει την ιστορία μιας ομάδας που είναι πιο διάσημη από τους τίτλους που έχει κατακτήσει, πολύ στενά συνδεδεμένη με τους οπαδούς της, μια ιδιαίτερη σύνθεση ανθρώπινου δυναμικού που νιώθει πραγματικά αφοσιωμένη σε ένα σκοπό ή όπως επαναλαμβάνουν συχνά οι ομιλητές του ντοκιμαντέρ σε μια ιδέα.
Ο Νίκος Τριανταφυλλίδης προσπαθεί να επικεντρώσει σε αυτήν την πιο συναισθηματική πλευρά της 90χρονης ιστορίας, χωρίς φυσικά να αρνείται και τη φύση ενός ντοκιμαντέρ που φτιάχτηκε μεν από έναν δημιουργό, αλλά και για να εξυπηρετήσει αρχειακούς/επετειακούς σκοπούς. Είναι φανερό ότι αυτό που επιθυμεί - ακόμη και μέσα από την ολοένα και περισσότερο συμβατική εξιστόρηση της ιστορίας της ομάδας - είναι να αναδείξει τη στενή σύνδεση των παιχτών με τον ΠΑΟΚ, να ρίξει φως στους ανθρώπους κάθε ιδιότητας που τη σημάδεψαν, να θυμηθεί τις πιο καθοριστικές στιγμές εντός και εκτός γηπέδων, φιλοδοξώντας να είναι αυτό το ντοκιμαντέρ κάτι περισσότερο από κάτι που θα ενδιέφερε μόνο τους ανθρώπους του ΠΑΟΚ. Το καταφέρνει κάθε φορά που στην οθόνη βρίσκεται κάποιος που συνδέει τη δική του ιστορία ανόδου με αυτή της ομάδας, με το βάρος του ενδιαφέροντος να πέφτει φυσικά στους μεγαλύτερους σε ηλικία παίχτες που σε πείθουν με μοναδική αυθεντικότητα για το ζητούμενο μιας ομάδας που ήταν πάντα κάτι παραπάνω από αυτό.
Πιο πλούσιο απ' ότι φαινομενικά μοιάζει, το «90 Χρόνια ΠΑΟΚ - Νοσταλγώντας το Μέλλον» είναι ταυτόχρονα και ένα οδοιπορικό στο ίδιο το ελληνικό ποδόσφαιρο και στην αλλαγή του μέσα στα χρόνια - μαζί και σε μια χώρα που οδηγούνταν μαθηματικά στην κρίση του σήμερα. Από την εθελοντική συμμετοχή στα πριμ - χαρτζιλίκια, μέχρι τα παχυλά μπόνους, τις μεταγραφές, τους ισχυρούς της ΠΑΕ της κάθε περιόδου μέχρι την πατρική φιγούρα του Ιβάν Σαββίδη και το παρασκήνιο γύρω από το ελληνικό πρωτάθλημα που το ντοκιμαντέρ μοιάζει να ανοίγει διάλογο μαζί του κάθε φορά που θυμάται την «αντίσταση» του ΠΑΟΚ απέναντι στα πουλημένα παιχνίδια των «μεγάλων», είναι φανερή η νοσταλγία για ένα πιο αυθεντικό παρελθόν και για τον απόλυτο διαχωρισμό (το επισημαίνει εύστοχα ο Τάσος Τέλογλου στη δική του συνέντευξη) ανάμεσα στην «ιδέα» και την «ιδεοληψία» - που θα βοηθούσε πολλούς στη σημερινή Ελλάδα και εκτός γηπέδων.
Δεν είναι μόνο ότι στο ντοκιμαντέρ μιλάνε παοκτζήδες όπως ο Ευκλέιδης Τσακαλώτος ή ο Κώστας Ζουράρις (μέλη και οι δύο της τωρινής κυβέρνησης) που κάνουν το «90 Χρόνια ΠΑΟΚ» να αγγίζει με το δικό του τρόπο μια μεγαλύτερη (ελληνική και διαρκώς - και ειδικά πια σήμερα - πιο μπερδεμένη) πραγματικότητα. Είναι ότι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης προσπαθεί και καταφέρνει μέσα από ένα πρότζεκτ που κανονικά θα προσπερνούσες ως πολύ ειδικού ενδιαφέροντος, να μεταδώσει πάθος για την αυθεντική ουσία των πραγμάτων πετώντας αν γινόταν πλέον κάθε τι περιττό, για το ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να νοσταλγείς αν αυτό σημαίνει ότι δεν σταματάς να προσπαθείς, για το ποιοι είναι τελικά οι πραγματικοί ήρωες της κάθε μικρής ή μεγάλης ιστορίας και για τη σημασία του «επιβάλλεται να σηκωθείς κάθε φορά που επιτρέπεται να πέσεις».
Αυτό που έκανε δηλαδή πάντοτε και κάνει και εδώ, στο κύκνειο άσμα του. Δεν χρειάζεται η μοναδική - κατά πως αναφέρουν πολλές φορές στην ταινία - ακουστική του γηπέδου της Τούμπας για να το αντιληφθείς όσο πιο δυνατά μπορείς και όσο θα επιθυμούσε και ο ίδιος.
[Η ταινία προβάλλεται μόνο στη Βόρεια Ελλάδα]