Με αφορμή την προβολή του «The Field Guide to Evil», της σπονδυλωτής ταινίας στην οποία συμμετέχει και η οποία θα κάνει την ελληνική πρεμιέρα της στο τμήμα «Round Midnight» του 59ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Γιάννης Βεσλεμές διαλέγει 8 ταινίες που τις ενώνει ο... μύθος.
Στο «The Field Guide to Evil», παραγωγή της Drafthouse συμμετέχουν επτά ακόμη σκηνοθέτες: ο Βρετανός Πίτερ Στρίκλαντ του «The Duke of Burgundy» και του «Berberian Sound Studio», οι Αυστριακοί Βερόνικα Φραντς και Σέβεριν Φιάλα του «Goodnight Mommy», η Γερμανίδα Κατρίν Γκέμπε του «Nothing Bad Can Happen», ο Ινδός Ασίμ Αλουάλια του «Miss Lovely», η Ανιέσκα Σμοζίνσκα του «The Lure» από την Πολωνία, ο Τούρκος Τζαν Εβρενόλ του «Baskin» και ο Αμερικανός Κάλβιν Ρίντερ του «The Rambler». Οι προβολές του είναι προγραμματισμένες για τις 6 και 7 Νοεμβρίου.
Διαβάστε ακόμη: Ποιος είναι ο «Πανάγας ο Παγάνας» που πάει με τον Γιάννη Βεσλεμέ στο Τέξας;
Ganja & Hess του Μπιλ Γκαν (1973)
Το «Ganja & Hess» ξεκίνησε ως παραγγελιά για ένα blaxploitation με βρικόλακες και κατέληξε να είναι ένα αταξινόμητο υβρίδιο γύρω από τον εθισμό αλλά και την πολιτισμική αφομοίωση των μαύρων στη σύγχρονη Αμερική.
Αποσταγμένο από την ίδια δεξαμενή εμμονών με τα κατοπινά «Habit» (Λάρι Φέσεντεν,1995) και «The Addiction» (Εϊμπελ Φεράρα, 1995), το φιλμ αυτό είναι γυρισμένο με μόνο εφόδιο το πάθος του Γκαν, με ένα απελευθερωμένο ναΐφ στυλ σκηνοθέτη - ηθοποιού που βρίσκει κανείς στις ταινίες του Κασαβέτη αλλά και μια βαθιά πίστη στο άμεσο φαντασιακό. Εδώ η μαγεία αναδύεται κάθε στιγμή μέσα απ’ την ευτέλεια της παραγωγής, τα τεχνικά λάθη , τον αμετροεπή αυτοσχεδιασμό.
Ο βαμπιρικός μύθος μπολιάζεται με το αφρικανικό φολκ των Myrthians (μια φυλή αιμοδιψών), επιβάλει την αιωνιότητα σε κάτι που θα μπορούσε να είναι ένας έρωτας ευκαιριακός και καταστρέφεται από το αναλγητικό αλλά και υποκριτικό χάδι της εκκλησίας - σε μια αμφιλεγόμενη τελική σεκάνς χορωδιακής χριστιανικής έκστασης.
The Keep του Μάικλ Μαν (1983)
Το «Keep» παρότι είναι ένας ποπ θρίαμβος του σινεμά της δεκαετίας του '80 είναι μια ταινία που απέτυχε παταγωδώς τόσο εμπορικά όσο και γύρω από την κριτική της αποτίμηση, που και ο ίδιος ο σκηνοθέτης της εξακολουθεί να εμποδίζει την επανακυκλοφορία της σήμερα. Την βρίσκεις πλέον μόνο σε δίσκους λέιζερ και μόνο για μάτια που αγαπάνε το νέον κάψιμό, την οδύνη του να πέφτεις από ψηλά και να γίνεσαι πολύχρωμα κομμάτια.
Σ’ αυτό το οπερετικό exploitation Λαβκραφτικού τρόμου, μια μεραρχία Ναζί «κατασκηνώνει» στα περίχωρα ενός ρουμάνικου χωριού μέσα σε αρχέγονο αρχιτεκτόνημα, ένα καταφύγιο πυραμίδα.
Στο ματ μαρμάρινο Φρούριο κατοικεί ένα κακό πιο παλιό από το φασισμό, πιο παλιό απ’ τα Καρπάθια που το φιλοξενούν. Ένα κακό που όταν παίρνει σάρκα και οστά μοιάζει με χρονομηχανή που ενώνει τα σκοτάδια του παρελθόντος με το έρεβος του μέλλοντος μας.
Σε κάποια στιγμή της ταινίας ένα πλοιάριο φεύγει από τον Πειραιά μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, με υπόκρουση Tangerine Dream και αέρα στα πανιά του. Δεν πρόκειται για τον αληθινό Πειραιά αλλά για ένα λιμάνι που κατοικεί στα όνειρα σου - στο συλλογικό ασυνείδητο των μεγάλων χαμένων ταινιών.
Nτανίλο Τρέλες του Σταύρου Τορνέ (1985)
Υπάρχει το σινεμά είδους, αυτό που συνειδητά φλερτάρει με τις συμβάσεις και παίζει με ασφάλεια ή θράσος γύρω από αυτές και υπάρχει και το σινεμά που αγγίζει τα είδη χωρίς να τo καταλαβαίνει. Τέτοιο είναι το σινεμά του Σταύρου Τορνέ στη άτυπη διλογία «Καρκαλού» (1984) και «Ντανίλο Τρέλες». Δυο ταινίες συγγενικές λόγω του πρωταγωνιστή τους (Στέλιος Αναστασιάδης) αλλά και δυο ασκήσεις πάνω στον τρόμο της ελληνικής υπαίθρου.
Οι ταινίες αυτές δεν επιδιώκουν τη ρίγη, αναμφίβολα όμως κατοικούνται από νεκροζώντανους ή εκτοπλασματικούς χαρακτήρες, που βυθίζουν στο σκοτάδι όποιον αποφασίσει να τους πιάσει από το χεράκι και να τους ακολουθήσει στο ταξίδι. Στο «Ντανίλο Τρέλες» πιο συγκεκριμένα, ο Αλεπουδάνθρωπος είναι ο ξεναγός στην αναζήτηση ενός περίφημου ανδαλουσιανού μουσικού.
Ο Τορνές μέσα από μαυροφορεμένες μάγισσες, ανθρώπους - πτηνά, μυωπικές μούμιες, βουντού ενδοσκόπηση και μια γλωσσική Βαβέλ, αρθρώνει την ποιητική του σε ένα αυτοσχέδιο φολκ, που εμπνέεται από την ελληνική προφορική παράδοση αλλά επισυνάπτει σε αυτή την προσωπική του μυθολογία, όπως οφείλει κάθε τολμηρός δημιουργός να κάνει.
Begotten του Ελίας Μέριγκε (1990)
Το «Begotten» είναι το πείραμα που μαζί με το «Tetsuo» (1989) του Σίνια Τσουκαμότο επηρέασε απόλυτα την υπόγεια κουλτούρα των 90s. Μιλάμε φυσικά για τα φρικιά, τις ροκ μπάντες, τους γραφίστες, τους βιντεοεικαστικούς.
Σε αυτή τη λιθογραφική αναπαράσταση μιας προ – ιστορίας μολυσμένης όμως από τον ιό της βιομηχανικής επανάστασης, τα απόκρυφα της βικτωριανής εποχής έρχονται να συναντήσουν τα ύστερα όνειρα των μπλακμεταλλάδων σε μια μετα – γραφή ή ένα σημείωμα αυτοκτονίας για το τέλος το πολιτισμού.
Στο «Begotten» κάποια ημιανθρώπινα όντα /σακατεμένες θεότητες προσπαθούν να φτάσουν στην ουσία με το πιο εύκολο τρόπο. Σκάβοντας ο ένας στο corpus του άλλου. Έτσι ξεκινά η ταινία. Με ένα ξυράφι, ηδονιζόμενος θεός κόβει τις σάρκες απ’ την κοιλιά του και τις πετάει στο πάτωμα. Σύντομα κάτι από μέσα του θα γεννηθεί. Μια θηλυκή θεότητα και αυτή, η Μητέρα Γη.
Μέσα από τη αποσύνθεση κάτι γεννιέται και σαπίζει και αυτό με τη σειρά του σε αυτό το φιλμ – λούπα που με τις μικρές αποτρόπαιες βινιέτες του μιλάει για όλα τα σπουδαία χωρίς να κουνάει ποτέ το δάχτυλο, μιας και αυτό είναι από καιρό τώρα κομμένο.
Hard to be a God του Αλεξέι Γκερμάν (2013)
Τo «Hard to be a God» κλείνει ένα κύκλο καταραμένης επιστημονικής φαντασίας που ξεκινάει με το «On the Silver Globe» (1988) του Αντρέι Ζουλάφσκι, τα γυρίσματα του οποίου βίαια σταμάτησαν από το Πολωνικό καθεστώς και συνεχίζει με το απόλυτα παρεξηγημένο – από τους λιπόψυχους αυτού του κόσμου - «Dune» (1984) του Ντέιβιντ Λιντς.
Η ταινία του Αλεξέι Γκερμάν ξεκίνησε γυρίσματα το 2000, τελείωσε το 2006, ολοκληρώθηκε το 2013 μετά το θάνατο του σκηνοθέτη από τον γιό του.
Μπορεί να πει κανείς ότι η φιλοδοξία του δημιουργού και η φθορά της ζωής, ο ίδιος ο θάνατος δηλαδή, εμπόδισαν την ταινία να βγει στην ώρα της ή με την μορφή που αυτός την ονειρεύτηκε.
Δεν έχει πια πολύ σημασία καθώς μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα, δύσμορφα και δύσκολα μπάσταρδα της δεκαετίας μας. Μια διαστημική όπερα που κατοικεί σε ένα νέο Μεσαίωνα, που σε κάθε πλάνο περιέχει τις λεπτομέρειες ενός ολόκληρου φολκλόρ, κάθε επίγειου τρόμου. Μια ασπρόμαυρη εικαστική γιορτή που κάθε της πλάνο ψυχορραγεί για μας. Μια ταινία που την οσμίζεσαι, που κάθε φορά ζει και πεθαίνει μαζί σου.
A Field in England του Μπεν Γουίτλι (2013)
Ο Μπεν Γουίτλι είναι για πολλούς ο άνθρωπος που ξανάφερε στο προσκήνιο το σε χειμερία νάρκη παρακλάδι του φολκ τρόμου. Πρώτα με τον εκμοντερνισμό του είδους στο «Kill List» (2011) και δυο χρόνια μετά στην ταινία εποχής τσέπης που είναι το «A Field in England».
Το χαμηλό budget αυτής της ταινίας του επέτρεψε να συστήσει ένα θίασο μέσα σε ένα λιβάδι ντάλα μεσημέρι, ένα τσούρμο από φυγόστρατους, αλχημιστές, λαμόγια και ψυχούλες.
Τοποθετημένο προσχηματικά στη περιφέρεια μια μάχης (που ακούμε αλλά ποτέ δε βλέπουμε), κατά τη διάρκεια του αγγλικού εμφυλίου τον 17ο αιώνα και με δεύτερο πρόσχημα την εύρεση ενός χαμένου θησαυρού, το φιλμ κατοικείται από χαρακτήρες που επιδίδονται σε μια βρώμικη, ψυχαναγκαστική και απόλυτα ψυχεδελική ανταλλαγή ρόλων, ύβρεων και ευθυνών.
Σε αυτό το τζαζ ανακάτεμα των ειδών δεν είσαι σίγουρος ότι περνάς πάντα καλά, συχνά ανακατεύεσαι με τους θρασείς και του θρασύδειλους, φοβάσαι και ζέχνεις όπως και αυτοί.
Oταν τα παραισθησιογόνα μανιτάρια θα είναι και η μοναδική τροφή για να μη λιμοκτονήσεις μπορείς να υποψιαστείς και ότι και αυτός ο πόλεμος μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ.
Evolution της Λουσίλ Χατζιχαλίλοβιτς (2015)
Μια δεκαετία και κάτι μετά το αριστουργηματικό της ντεμπούτο «Innocence» του 2004, η Χατζιχαλίλοβιτς επιστρέφει με κάτι που θα μπορούσε να αποτελεί και θεματική συνέχεια της πρώτης ταινίας. Στο παρθεναγωγείο του «Innocence» τα ανήλικα κορίτσια προετοιμάζονταν σκληρά για ένα ανώμαλο θέατρο του παραλόγου – μια προβολή της ενήλικης ζωής. Τα αντίστοιχα ανήλικα - αγόρια αυτή τη φορά - του «Evolution» θα καταλήξουν εργαλεία ενός ακόμα πιο ζοφερού κόσμου.
Σε ένα απόκοσμο ηφαιστιογενές νησί της Μεσογείου, σκληρές μανάδες αποκαλύπτονται ως θαλάσσια ασπόνδυλα και εκπαιδεύουν τα αγόρια τους για μια πράξη ύστατης μεταμόρφωσης.
Η ταινία κατοικεί σε ένα δικό της μυθολογικό κόσμο. Το νησιωτικό της φολκλόρ, με τα ασβεστωμένα σπίτια, το μαύρο χαλίκι στα σοκάκια και τα πολύχρωμα κοράλλια, κρύβει μέσα του βαθύ πόνο, πόνο χειρουργείου, πόνο κλινικής. Σαν αυτόν που προκαλεί ο Δρ. Μορό στα πειραματόζωα του, σαν αυτόν που κρατάει η Μαργαρίτα Καραπάνου καλά φυλακισμένο στις σελίδες των βιβλίων της.
Mandy του Πάνος Κοσμάτος (2018)
Το «Mandy», όπως και το ντεμπούτο του Κοσμάτου «Beyond The Black Rainbow» του 2010, χαρτογραφεί ένα κόσμο προσωπικό του δημιουργού μολυσμένο από την υποκουλτούρα της δεκαετίας του '80. Επικίνδυνα θραύσματα από τα Straight to VHS φιλμ τρόμου και επιστημονικής φαντασίας αναδύονται κρυπτογραφημένα σε νέες εκδοχές, τόσο συναρπαστικές, όσο και τα εξώφυλλα των εν λόγω ταινιών. Εξώφυλλα βιντεοκασετών που το μαξιμαλιστικό εικαστικό τους διέψευδαν συνήθως απογοητευτικά οι ίδιες οι ταινίες.
Διύλιζες τότε τη μαγνητοταινία για λίγα δευτερόλεπτα κοσμικής διαστημικής ευφορίας, ακριβοθώρητων ανιματρόνικς , γλαφυρού γκορ τρόμου και πάλι… τίποτα δεν ξεπερνούσε το εξώφυλλο.
Και έρχεται το «Mandy» και οι αναστημένοι χίλοι νεκροί να ξαναγράψουν την ιστορία, όπως την είχες ονειρευτεί. Στις δυο ώρες που διαρκεί η ταινία υπάρχουν μόνο αυτά που έχουν σημασία, τα ζαχαρωμένα νέρντ χρόνια, όλες οι εικόνες που ήθελες να δεις, τώρα σε κίνηση αργή, ρευστή που αφήνει πάντα ίχνος εκτυφλωτικό στο κέντρο της οθόνης.
Και είσαι ενήλικας πλέον και τα κορίτσια μυρίζουν πιο όμορφα και διαβάζουν και αυτά τα άγρια φάντασι και γουστάρουν βαριές κιθάρες και ζείτε στο σπίτι μέσα στο δάσος παρέα με τον Πορφυρό Βασιλιά που τραγουδιέται στο πικ απ.
Να πιούμε ένα τσάι όμως, μέχρι να έρθουν τα τέρατα από τους πέρα κόκκινους δρόμους.
Το «The Field Guide to Evil» είναι παραγωγή της Drafthouse και έκανε την πρεμιέρα του, τον περασμένο Μάρτιο στο Φεστιβάλ SXSW στο Οστιν του Τέξας. Στο φιλμ συμμετέχουν επτά ακόμη σκηνοθέτες: ο Βρετανός Πίτερ Στρίκλαντ του «The Duke of Burgundy» και του «Berberian Sound Studio», οι Αυστριακοί Βερόνικα Φραντς και Σέβεριν Φιάλα του «Goodnight Mommy», η Γερμανίδα Κατρίν Γκέμπε του «Nothing Bad Can Happen», ο Ινδός Ασίμ Αλουάλια του «Miss Lovely», η Ανιέσκα Σμοζίνσκα του «The Lure» από την Πολωνία, ο Τούρκος Τζαν Εβρενόλ του «Baskin» και ο Αμερικανός Κάλβιν Ρίντερ του «The Rambler». Οι προβολές του είναι προγραμματισμένες για τις 6 και 7 Νοεμβρίου.