Τον Μάη του '68, έναν μήνα που σημάδεψε για πάντα την Ιστορία, τιμά το «Flix it στη Στέγη» την Πέμπτη 31 Μαΐου, στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Θα προβληθούν δύο χαρακτηριστικές ταινίες που δεν έφτασαν ποτέ στην οθόνη, στο Φεστιβάλ Καννών του 1968, όταν αυτό διακόπηκε λόγω των επεισοδίων του Μάη: το εμβληματικό «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν (λίγες μόνο εβδομάδες μετά το θάνατό του) και τo «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα, που αναφέρει πάντα ο Πέδρο Αλμοδόβαρ ως μια από τις ταινίες που τον επηρέασαν. Και μαζί, σε ένα «επαναστατικό» triple bill βλέπουμε σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα το «Γκοντάρ, Αγάπη Μου» («Le Redoubtable»), του Μισέλ Χαζαναβίσιους (πριν η ταινία βγει στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment στις 7 Ιουνίου) που αφηγείται τα γεγονότα εκείνης της εποχής όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα και κυρίως στο μυαλό του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Ο Λουί Γκαρέλ, εκτός από όμορφος 35χρονος Γάλλος ηθοποιός με την αύρα του καταραμένου ποιητή στο βλέμμα και τα πυκνά μαλλιά του, είναι κάτι σαν «γαλαζοαίματος» στο σύμπαν του σύγχρονου γαλλικού πνεύματος. Γιος του συγγραφέα και σκηνοθέτη Φιλίπ Γκαρέλ, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην καρδιά της διανόησης, με αποτέλεσμα να έχει, ο ίδιος, τις δικές του «οικογενειακές» αναφορές από τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Ωστόσο, στο «Γκοντάρ, Αγάπη μου» («Le Redoubtable»), του Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο Λουί Γκαρέλ έχει την ευκαιρία να δημιουργήσει τον δικό του Γκοντάρ, παίζοντας με το ιερό τέρας του σινεμά, όπως κι εκείνος έπαιξε με τις συμβάσεις και τις παραδόσεις της εποχής του, με το διαβολεμένο, μπλαζέ χιούμορ ενός Μπάστερ Κίτον.
Η ταινία, βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο της Αν Βιαζέμσκι, καταπιάνεται με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ γύρω από τις εξεγέρσεις του Μάη του ’68, όταν ο ίδιος, για πρώτη φορά, αποφάσισε ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Να κατέβει από τη θέση του «κατεστημένου» στην οποία τόσο βιαστικά και άθελά του είχε καθίσει, να συμβαδίσει με τη νεολαία της εποχής του, να κάνει το σινεμά που θα ήθελε κι όχι εκείνο που θα ήθελαν οι άλλοι να κάνει. Σε μια πανέξυπνη, σκωπτική κωμωδία, ο Λουί Γκαρέλ, με τις οδηγίες του Μισέλ Χαζαναβίσιους, είχε τη δυνατότητα να παίξει τον Γκοντάρ, ερμηνεύοντάς τον, κοροϊδεύοντάς τον κι αγαπώντας τον με πάθος. Κι ο ηθοποιός μίλησε στο Flix για όσα κατάφερε.
Αφιέρωμα | Μάης '68 | 50 χρόνια από τις μέρες που θα άλλαζαν τον κόσμο
Με την Στέισι Μάρτιν στα γυρίσματα της ταινίας
Είναι η τρίτη φορά που «γυρίζω πίσω» στο ’68. Η πρώτη ήταν με τον Μπερτολούτσι («The Dreamers», 2003), η δεύτερη με τον πατέρα μου («Regular Lovers», Φιλίπ Γκαρέλ, 2005) και στην πραγματικότητα, ενώ το γκρινιάζω, χαίρομαι πολύ γι’ αυτή την ευκαιρία: ήταν μια εποχή γεμάτη συγκρούσεις και για μένα είναι απόλαυση ότι κι αυτή η ίδια η ταινία, το «Γκοντάρ, Αγάπη μου», επειδή καταπιάνεται μ’ ένα ιερό τέρας της τέχνης, τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ, προκαλεί επίσης συγκρούσεις, όπως κι ο ίδιος ο Γκοντάρ. Αυτός ήταν ο υπέρτατος σκοπός της ταινίας και μου δίνει μεγάλη χαρά. Είναι καλύτερο να μάχεσαι, να προσπαθείς να καταλάβεις, να επαναπροσδιορίζεις τις βεβαιότητες, παρά ν’ αδιαφορείς.
Στην αρχή δεν ήθελα να κάνω αυτό το ρόλο, σκέφτηκα, όπως και πολλοί κριτικοί που το έγραψαν κιόλας τότε, ο Μισέλ Χαζαναβίσιους κάνει ταινία για τον Γκοντάρ; Αλήθεια; Πόσο αταίριαστο είναι αυτό; Και μετά, όταν ο Μισέλ μου έστειλε το σενάριο, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον γιατί ήταν μια ιστορία αγάπης, ένα love story, βασισμένο στο βιβλίο της Αν Βιαζέμσκι. Με ιντρίγκαρε η ιδέα του να κάνουμε μια ταινία γι’ αυτό που νιώθεις όταν παίρνεις μια τέτοια απόφαση: να εγκαταλείψεις το σινεμά που όλοι αγαπούν, που κάνεις τόσο καλά και να τραβήξεις ένα άλλο μονοπάτι, μόνος εναντίον όλων. Μου φάνηκε καλό θέμα κι επιπλέον, αναγνώριζα αστείες ατάκες από την πλευρά του Μισέλ: εκείνος είναι Μοντέγος, εγώ Καπουλέτος, δεν έχει με τον Γκοντάρ τον σύνδεσμο που έχω εγώ. Οπότε, ο σύνδεσμός του με τον Γκοντάρ και οι παραθέσεις τσιτάτων από την ποπ κουλτούρα για τον Γκοντάρ, είναι κάτι μάλλον ιερόσυλο κι η ελευθερία του με γοήτευσε.
Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ έχει μια διπλή φήμη. Σε ένα μικρό σύμπαν θεωρείται ιδιοφυία, ο εφευρέτης του μοντερνισμού, σ’ ένα άλλο σύμπαν θεωρείται πολύ βαρετός, πολύ εκνευριστικός διανοητής. Οταν ήμουν 15 κι ανακάλυψα το "Αρσενικό Θηλυκό", όλα τότε ήταν πιο πληθωρικά και συνειδητοποίησα ότι μια ταινία μπορούσε να μιλήσει για τα πάντα. Ακόμα κι αν δεν σου αρέσουν οι ταινίες του, σε προκαλεί να βρεις τη γοητεία μέσα τους.»
Ακόμα και πριν την ταινία, ήξερα όλο το έργο του Γκοντάρ, είχα δει όλες τις ταινίες. Oχι όλες, όχι τις ταινίες της ομάδας Τζίγκα Βερτόφ, αυτές κανείς δεν τις έχει δει στ’ αλήθεια, ακόμα κι ο Γκοντάρ το παραδέχεται διστακτικά, «ίσως δεν ήμουν τόσο καλός σ’ αυτές…». Παρόλ’ αυτά, είμαι γεμάτος θαυμασμό γι’ αυτό που επιχείρησε να κάνει και νομίζω ότι επειδή πέρασε από αυτή την περίοδο, μπόρεσε να επανεφεύρει τον εαυτό του τη δεκαετία του ’80. Αλλά για να τα καταλάβω, βούτηξα στον κόσμο του δογματισμού, της ιδεολογίας, του πολιτικού σινεμά και των μαρξιστικών γουέστερν!
Στην προετοιμασία για το «Γκοντάρ, Αγάπη μου», είδα το «Vent d’ Est», ομολογουμένως είναι πολύ δύσκολο να τη δεις αυτή την ταινία! Ρώτησα τον Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, που ήταν συν-σεναριογράφος, πώς ήταν η ατμόσφαιρα στα γυρίσματα εκείνης της ταινίας; Και έγινε κατακόκκινος, ήταν ένας εφιάλτης, κομμουνιστές, αναρχικοί, τροτσκιστές πήγαιναν κι έρχονταν και την κάθε σκηνή έπρεπε να τη συζητήσουν και να την ψηφίσουν και να την εγκρίνουν όλοι, ενώ κάποιοι πήγαιναν βόλτα, άλλοι τσακώνονταν, άλλοι κοιμούνταν. Κι όταν ο Κον-Μπεντίτ αφηγείται την ιστορία, το κάνει με χιούμορ, με μια αίσθηση ειρωνείας, «ήμασταν όλοι θεότρελοι». Γι’ αυτό βρίσκω το πνεύμα αυτής εδώ της ταινίας, του «Redoutable», τόσο cool, γιατί είναι πιο αληθινό. Oταν αφηγείσαι μια ιστορία που συνέβη πριν από πενήντα χρόνια, σε μια περίοδο έντονης κρίσης, **είναι σωστότερο να την πεις με ειρωνεία, παρά με νοσταλγία κι ένα σοβαρό τόνο. Είναι πιο ευχάριστο για το ευρύ κοινό γιατί το θέμα είναι τόσο μικρό και συγκεκριμένο που έχει ενδιαφέρον να το διευρύνεις και να το κάνεις ψυχαγωγικό σινεμά.
Αφιέρωμα | Μάης '68 | Η μέρα που διακόπηκε το Φεστιβάλ Καννών
Με τον Μισέλ Χαζαναβίσιους και την Στέισι Μάρτιν στα γυρίσματα της ταινίας
Δεν είμαι μεγάλος φαν των κλασικών κινηματογραφικών βιογραφιών. Αλλά η ίδια η ταινία, το «Γκοντάρ, Αγάπη Μου», αποδέχεται στην αρχή της ότι είναι ένα παιχνίδι. Προσπάθησα να χτίσω τον δικό μου Ζαν-Λικ, αυτός είναι ο δικός μου Γκοντάρ, αυτής της περιόδου. Είδα πολλές συνεντεύξεις του κι άλλαζε κι ο ίδιος. Οταν μιλούσε στο Φεστιβάλ Καννών του ’68 ήταν ένας προβοκάτορας, όταν μιλά με τον (Γάλλο κριτικό κινηματογράφου) Σερζ Ντανέ είναι πολύ πιο ήρεμος κι έπειτα τον παρατηρούσα να παίζει στις δικές του ταινίες και δεν είναι καθόλου ρεαλιστικός, παίζει σαν κλόουν, σαν τον Μπάστερ Κίτον και βλέπεις ότι λατρεύει τους κωμικούς. Οπότε, έπαιξα κι εγώ με τους κώδικές του.
Νομίζω ότι για να νιώσεις τον Γκοντάρ, είναι καλό να δοκιμάσεις το ύφος των b-movies, να μην φοβάσαι τις «βρώμικες» ερμηνείες, ο ίδιος έκανε τόσες ταινίες που ήταν φόρος τιμής στα b-movies, το «Με Κομμένη την Ανάσα» ήταν τέτοια, οπότε προσπάθησα να τα αναμείξω όλα και μαζί ν’ αφήσω χώρο σ’ εμένα να εκφραστώ. Ενσαρκώνοντας έναν άνθρωπο που ζει το θυμό του, επειδή για πρώτοι φορά οι άλλοι δεν θέλουν να τον ακολουθήσουν. Σ’ αυτό προσπάθησα να επικεντρωθώ, σ’ αυτό το θυμό. Κι άλλαζα μάσκες, όπως έκανε κι εκείνος, άλλαζε σαν ακορντεόν.
Η πολιτική κατάσταση σήμερα είναι τόσο διαφορετική από τότε. Σήμερα έχουμε την αριστερά, το κέντρο και τη δεξιά και την άκρα δεξιά, μια νέα κατάσταση στη Γαλλία. Αλλά από αυτή την ταινία δεν στοχεύεις στο να μάθεις κάτι. Παρά μόνο ότι κάποτε υπήρχε ένας σταρ του κινηματογράφου, ένας σκηνοθέτης διάσημος σ’ ολόκληρο τον κόσμο, που προσπάθησε να συγχρονιστεί με την εποχή του και να θέσει την τέχνη του στην υπηρεσία του κόσμου. Αυτό είναι το μόνο που μπορείς να μάθεις κι είναι σπουδαίο.
Το «Γκοντάρ, Αγάπη Μου» θα βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 7 Ιουνίου σε διανομή της Feelgood Entertainment.
Δείτε στο «Flix it στη Στέγη», την Πέμπτη, 31 Μαΐου
Τον Μάη του '68, έναν μήνα που σημάδεψε για πάντα την Ιστορία, τιμά το «Flix it στη Στέγη» την Πέμπτη 31 Μαΐου, στη Μεγάλη Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Θα προβληθούν δύο χαρακτηριστικές ταινίες που δεν έφτασαν ποτέ στην οθόνη, στο Φεστιβάλ Καννών του 1968, όταν αυτό διακόπηκε λόγω των επεισοδίων του Μάη: το εμβληματικό «Φωτιά... Πυροσβέστες» του Μίλος Φόρμαν (λίγες μόνο εβδομάδες μετά το θάνατό του) και τo «Peppermint Frappé» του Κάρλος Σάουρα, που αναφέρει πάντα ο Πέδρο Αλμοδόβαρ ως μια από τις ταινίες που τον επηρέασαν. Και μαζί, σε ένα «επαναστατικό» triple bill βλέπουμε σε πρώτη προβολή στην Ελλάδα το «Γκοντάρ, Αγάπη Μου» («Le Redoubtable»), του Μισέλ Χαζαναβίσιους (πριν η ταινία βγει στις αίθουσες από τη Feelgood Entertainment στις 7 Ιουνίου) που αφηγείται τα γεγονότα εκείνης της εποχής όπως συνέβησαν στην πραγματικότητα και κυρίως στο μυαλό του Ζαν-Λικ Γκοντάρ.
Το «Φωτιά... Πυροσβέστες» και το «Peppermint Frappe» θα προβληθούν σε αποκατεστημένες ψηφιακές κοπιες. Και οι τρεις ταινίες του αφιερώματος θα προβληθούν με αγγλικούς και ελληνικούς υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους.